Του Βασίλη Τακτικού
Η κοινωνική οικονομία είναι αναγκαία συνθήκη στην εποχή μας για δυο βασικούς λόγους πρώτον¨: για αντιμετώπιση του κοινωνικού οικονομικού αποκλεισμού και της φτώχειας και δεύτερον: για τη διεύρυνση της απασχόλησης σε τομείς κοινωνικής ωφέλειας, οι οποίοι παρόλο που είναι ζωτικής σημασίας εγκαταλείπονται από τον ιδιωτικό τομέα λόγω έλλειψης κερδοφορίας. Αντίθετα στην κοινωνική οικονομία τα πράγματα που μπορούν να λειτουργούν χωρίς κέρδος, με κοινωφελείς σκοπούς με τις μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και συνεταιρισμούς και έτσι η οικονομική δραστηριότητα μπορεί να διευρύνεται.
Ένας άλλος λόγος είναι μετάβαση, που γίνεται με τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, το πέρασμα από τη 2η και 3η βιομηχανική επανάσταση στην 4η βιομηχανική επανάσταση, που φέρνει μαζί με την ανάπτυξη της παραγωγικότητας ως επακόλουθο, και τον εργασιακό μετασχηματισμό που συντελείται με τη συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες.
Τέτοιοι μεγάλοι εργασιακοί μετασχηματισμοί συνέβησαν ιστορικά με την μεγάλη γεωργική επανάσταση πριν 6.000 περίπου χρόνια, (τέτοιοι μετασχηματισμοί) με την βιομηχανική επανάσταση τους τελευταίους τρεις αιώνες και ανάλογος είναι και σήμερα ο εργασιακός μετασχηματισμός περνώντας τη βιομηχανική εξειδίκευση στη ψηφιακή εποχή και τη τεχνητή νοημοσύνη.
Αυτός ο εργασιακός μετασχηματισμός είναι που συρρικνώνει τη μισθωτή εργασία και δημιουργεί ταυτόχρονα τις αναγκαίες συνθήκες ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας καθώς, υπάρχει πίεση για την αυταπασχόληση και τον συνεργατισμό που αποτελεί τελικά προϋπόθεση για την κοινωνική οικονομία.
Η δύναμη της ανάγκης είναι ακατανίκητη και αυτό πρέπει να έχουμε υπόψη μας όταν προβάλλουμε την κοινωνική οικονομία ως εναλλακτική στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Γιατί μόνο η αδυναμία του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα να παρέχει όσες θέσεις εργασίας χρειάζονται , για την αντιμετώπιση της ανεργίας και αντιμετώπιση του οικονομικού αποκλεισμού, αφήνει ζωτικό χώρο για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας.
Το 30% της ανεργίας των νέων στις μεσογειακές χώρες μαρτυρά την αδυναμία του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα της οικονομίας να καλύψουν αυτό το έλλειμμα.
Προφανώς, ο κρατικός παρεμβατισμός έχει φτάσει στα όρια του σε σχέση με την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού και της ανεργίας και χρειάζεται τη συμπληρωματικότητα της κοινωνικής οικονομίας. Σχεδόν όλες οι πολιτικές και οι στρατηγικές για την αντιμετώπιση της ανεργίας βασίζονται στο μοντέλο ενίσχυσης της μισθωτής εργασίας κυρίως με την διαδικασία της συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης. Η αντιμετώπιση όμως της ανεργίας μέσα από το καθεστώς της μισθωτής εργασίας όπως αναφέραμε έχει τα όριά της και δεν μπορεί να αποτελεί καθολική λύση.
Ας σκεφτούμε μόνο πως στην προβιομηχανική περίοδο οι μισθωτοί ήταν ένα περιορισμένο ποσοστό στο σύνολο της προσφοράς και ζήτησης εργασίας. Ενώ στη βιομηχανική περίοδο το ποσοστό αυτό απογειώθηκε και σε ορισμένες χώρες έφτασε το 90% των απασχολούμενων, ωστόσο τίποτε δεν μας εγγυάται ότι αυτό το σενάριο θα συνεχιστεί.
Στη μεταβιομηχανική εποχή που ήδη διανύουμε, το υψηλό ποσοστό της μισθωτής εργασίας αποβαίνει μειούμενο έναντι της συνολικού όγκου της απασχόλησης για μία σειρά λόγους που θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Στη πραγματικότητα έχουμε μια αντίστροφη μέτρηση υπερ της αυτοαπασχόλησης που σε ορισμένες περιπτώσεις θυμίζει προβιομηχανική περίοδο.
Οι αντικειμενικές παραγωγικές συνθήκες δεν ευνοούν πλέον την μονομέρεια στις πολιτικές απασχόλησης του κράτους και της αγοράς. Ειδικότερα, αυτό συμβαίνει καθώς, υπάρχει ένα σημαντικό κομμάτι της πραγματικής οικονομίας που αναδύεται πέραν του κράτους και της αγοράς και το οποίο αναφέρεται στο συνεργατικό μοντέλο των επιχειρήσεων.
Στη μετάβαση από την 3η στην 4η βιομηχανική επανάσταση, η εργασία αντιμετωπίζει εκτός των άλλων την πρόκληση για βαθιά αναδιάρθρωση, η οποία θεσμικά πρέπει να διευθετηθεί και να προσαρμοστούν οι κατάλληλες πολιτικές.
Μέχρι τα τέλη περίπου του 20ο αιώνα γνωρίζαμε ότι οι νέες επενδύσεις και η ανάπτυξη δημιουργούσαν αυτομάτως και νέες θέσεις εργασίας. Τώρα όμως που στις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις και υπηρεσίες, ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός καταργεί σε μεγάλο βαθμό τα εργατικά χέρια χρειάζεται αναθεώρηση.
Ο κρατικός παρεμβατισμός υπέρ. της ενεργούς ζήτησης έχει επίσης φτάσει στα όρια του. Οι συνέπειες της υπέρ-αυτοματοποίησης, της ψηφιακής τεχνολογίας και της ρομποτικής περιορίζουν τις θέσεις εργασίας χωρίς αντίβαρο στην διεύρυνση της απασχόλησης.
Κάτω από αυτό το ασφυκτικό κλίμα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έντασης εργασίας συμπιέζονται και δημιουργείται ένας κενός χώρος επιχειρηματικής δραστηριότης καθώς, δεν έχουν επαρκή κεφάλαια για να αντέξουν τον μεγάλο ανταγωνισμό. Για παράδειγμα το 1/3 περίπου των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έκλεισε στον Ευρωπαϊκό Νότο μετά το 2008.
Το αποτέλεσμα είναι στάσιμη ανεργία ενώ πολλοί εργαζόμενοι αναγκάζονται να γίνουν αυτοαπασχολούμενοι, και εργαζόμενοι από το σπίτι. Και αυτό φυσικά έρχεται σε αντίθεση με την καθιερωμένη αντίληψη πως κάθε τεχνολογική πρόοδος αναπτύσσει απεριόριστα τη προσφορά και τη ζήτηση εργασίας .
Το γεγονός ότι, με τη βιομηχανική επανάσταση αναπτύχθηκε σε υψηλό βαθμό το επίπεδο μισθωτής εργασίας, δεν σημαίνει ότι με την περαιτέρω αυτοματοποίηση, την ρομποτική και την επιστήμη των υπολογιστών θα έχουμε την ίδια τάση.
Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει με τη νέα τεχνολογική επανάσταση και το ψηφιακό κράτος και τις τράπεζες, ενώ αναμένεται πλήρης ανατροπή στη μονοδιάστατη μισθωτή εργασία. Ο περιορισμός είναι δεδομένος ότι και να λένε οι επί μέρους στατιστικές για τη μισθωτή εργασία.
Επίσης, είναι γνωστό πως ένα μεγάλο μέρος της συμβατικής βιομηχανίας μετακινήθηκε στο τρίτο κόσμο. Στην Κίνα τις Ινδίες, το Βιετνάμ στην Πολυνησία, δημιουργώντας μεγάλες πιέσεις ανεργίας στη Δύση.
Προβάλλοντας στατιστικά στοιχεία εξέλιξης της μισθωτής εργασίας στη Δύση που αριθμεί 800 εκατομμύρια πολίτες, δεν είναι αντικειμενικά σωστό να μην συνυπολογίζουμε στην εξίσωση τα άλλα πέντε (5) με έξι (6) δισεκατομμύρια του παγκόσμιου πληθυσμού και της προσφοράς εργασίας στο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα.
Αυτό που επίσης μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι ότι νόμος της «προσφοράς και της ζήτησης» στην εργασία, δεν αυτορυθμίζεται τουλάχιστον όσο υπόσχονται οι κλασικές θεωρίες. Οι κρατικές παρεμβάσεις δεν γίνεται πάντα με ορθολογικό τρόπο για τις ανάγκες της κοινωνίας.
Μπορεί να ανταποκρίνονται βέβαια στις προϋποθέσεις της οικονομικής μεγέθυνσης και στη παραγωγή πλούτου, αγνοούν, ωστόσο, το κομμάτι εκείνο που ζει μέσα στη φτώχεια. Παραδόξως δεν υπάρχει επιστήμη για την καταπολέμηση της φτώχειας.
Η κλασική η εργασιακή θεωρία της αξίας, δεν λειτουργεί όπως πιστεύεται και χρειάζεται αναθεώρηση. Σύμφωνα με τη σκέψη τριών κλασικών οικονομολόγων, των Άνταμ Σμιθ, Ντέιβιντ Ρικάρντο και τ Καρλ Μαρξ, η Θεωρία της Αξίας επικεντρώνεται στην εργασία. Ο Σμιθ προτείνει την εργασία ως μέτρο της αξίας, με την έννοια ότι είναι ένα μέσο για να εκφραστεί η αγοραστική δύναμη του εμπορεύματος, όπως και το χρήμα για να εκφράσει την αγοραστική δύναμη του εμπορεύματος στην τιμή του.
Υπό αυτήν την έννοια, η εργασία είναι απλώς ένα μέτρο αξίας, ένα «πραγματικό πρότυπο» μέτρησης.
Ο Ρικάρντο υποστήριξε ότι όλη η παραγωγή προέρχεται τελικά από την απασχόληση εργασίας, το κεφάλαιο και τη γη. Υποστήριξε δηλαδή ότι η αξία των αγαθών επηρεάζεται από την ποσότητα του κεφαλαίου σε μορφή εργαλείων που χρησιμοποιείται για την παραγωγή τους.
Ο Μαρξ υποστήριξε ότι, η εργασία ήταν η μόνη ουσία που δημιουργεί την αξία και ότι η συνολική εργάσιμη ημέρα χωρίζεται σε δύο μέρη, ένα από τα οποία αναπαράγει την επιβίωση της εργασίας, το άλλο από την οποία παρέχει την υπεραξία του κεφαλαίου.
Ο Κέυνς ο σπουδαίος οικονομολόγος του εικοστού αιώνα, παρατήρησε ότι, οι νέες τεχνολογίες προωθούσαν την παραγωγικότητα και μείωναν το κόστος εμπορευμάτων και υπηρεσιών με πρωτόγνωρους ρυθμούς. Εμείωναν επίσης δραστικά τις ανθρωποώρες που απαιτούντο για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Έτσι εισήγαγε τον όρο της “τεχνολογικής ανεργίας’.
Ο Κέυνς έσπευσε να προσθέσει ότι η τεχνολογική ανεργία, παρά το ότι βραχυπρόθεσμα είναι ενοχλητική μακροπρόθεσμα συνιστά μία μεγάλη ευλογία καθώς σημαίνει ότι η ανθρωπότητα θα περάσει στην αφθονία και θα εργάζεται λιγότερες ώρες.
Αν αυτό δεν έχει συμβεί ακόμη παρά την τεράστια τεχνολογική ανάπτυξη οφείλεται στο γεγονός ότι, τα μονοπώλια και οι πολυεθνικές εταιρείες που ελέγχουν τα μεγάλα κεφάλαια και τους επενδυτικούς πόρους τους κατευθύνουν αποκλειστικά σε τομείς υψηλής κερδοσκοπίας για τους οποίους δεν υπάρχει ελεύθερος ανταγωνισμός και επομένως είναι μύθος η έννοια της ανταγωνιστικότητας. Όπως για παράδειγμα συμβαίνει τώρα με την ενεργειακή κρίση.
Ζούμε μια σειρά από αντινομίες του συστήματος . Από τη μία πλευρά, ο μεγάλος ανταγωνισμός στην αναζήτηση του κέρδους μειώνει το ποσοστό κέρδους, και από την άλλη η τεχνολογική καινοτομία και η αυτοματοποίηση καθώς και η πνευματική ιδιοκτησία, εξασφαλίζουν υψηλή κερδοφορία για το Κεφάλαιο που αγοράζει, επενδύει σε καινοτομίες και κατέχει δικαιώματα ιδιοκτησίας.
Δημιουργώντας έτσι, νέους προνομιούχους τομείς στη κερδοφορία με λιγότερους εργαζομένους. Από την άλλη δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως καταστρέφονται τομείς έντασης εργασίας οι οποίοι δεν μπορούν να λειτουργήσουν μέσα στο κερδοσκοπικό πλαίσιο χωρίς κρατικές επιδοτήσεις.
Σύμφωνα, με αυτές τις εξελίξεις η κοινωνική οικονομία είναι αναγκαία συνθήκη και για έναν ακόμη λόγο. Το κράτος καθώς μειώνεται το εύρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και μειώνεται το εργατικό προσωπικό που απασχολείται είναι επόμενο να έχει μειωμένη φορολογική βάση και περιορισμένα έσοδα. Έτσι όχι μόνο δεν μπορεί να επεκτείνει τις προσλήψεις, αλλά, δεν μπορεί καν να τις διατηρήσει στο ίδιο επίπεδο, καθώς διαχειρίζεται απαραίτητα λιγότερους πόρους και πρέπει να καλύψει περισσότερες ανάγκες στην κοινωνική πολιτική και τα κοινωνικά οφέλη.
Η μισθωτή εργασία ήταν προϋπόθεση για τα κέρδη των επιχειρήσεων και τα κέρδη προϋπόθεση για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας από τους εργοδότες. Όταν με τη νέα τεχνολογική επανάσταση τα κέρδη δεν προέρχονται πλέον από αυτήν τη σχέση, αλλά για μεγάλο μέρος του κεφαλαίου προερχόταν κυρίως από αυτοματοποιημένες βιομηχανίες, χρηματοπιστωτικές αγορές και τράπεζες, με λίγους υπαλλήλους και περιορισμένη γραφειοκρατία, τότε εργοδότες που επιχειρούν σε παραδοσιακές αλλά αναγκαίες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται σε δυσμενή θέση και κλείνουν. Κι αυτό συμβαίνει καθώς εκλείπει το κίνητρο να διατηρήσουν τις επιχειρήσεις τους επιφέροντας ως τελικό αποτέλεσμα να χάνεται και ένα σημαντικό μέρος από θέσεις εργασίας.
Η καταστροφή της μεσαίας τάξης μειώνει το εύρος της επιχειρηματικότητας στα μικρομεσαία στρώματα (επαγγέλματα) όπου χάνονται επιπλέον θέσεις εργασίας και στο τέλος όλα αυτά συντελούν στην πτώση ιδεώδους του καταναλωτισμού. Οι νέες συνθήκες αλλάζουν και τα καταναλωτικά πρότυπα καθ’ όσο η κοινωνία αναγκαστικά συνηθίζει σιγά – σιγά να πορεύεται με ένα πιο λιτό βίο που εστιάζεται στις βασικές ανάγκες ενέργεια – τροφή , κατοικία και φροντίδα υγείας.
Η τάση αυτή έγινε εμφανής στις μεσογειακές χώρες και παράδειγμα στην Ελλάδα είχαμε μετά την κρίση και το κλείσμο παραπάνω από 100.000 επιχειρήσεων από τις οποίες χάθηκαν και αντίστοιχες 1.000.000 θέσεις εργασίας.
Το έλλειμμα αυτό δεν πρόκειται να αναπληρωθεί για τον απλούστατο λόγο, ότι δεν δύναται να υπάρξουν στο μέλλον βιώσιμες ιδιωτικές επιχειρήσεις χωρίς κέρδος. Τα κέρδη υπάρχουν πλέον μόνο σε εκείνες τις μεγάλες επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται μαζικές αγορές, δημόσιες υποδομές και κατασκευές, διόδια, καύσιμα, ενέργεια, λιμάνια, μεταφορές χρηματοοικονομικές συναλλαγές.
Πολλοί άλλωστε μικρομεσαίοι βρίσκονται παγιδευμένοι στα χρέη και συνεχίζουν μόνο και μόνο για να μη χάσουν περιουσίες, τις οποίες απόκτησαν πριν την κρίση. Άλλοι για να εξασφαλίσουν απλώς ένα μισθό, σαν κι αυτό που παίρνουν οι υπάλληλοι τους. {}
Δεν πρόκειται λοιπόν ουσιαστικά για κερδοσκοπικές επιχειρήσεις αλλά για νέες δυνάμει μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, οι οποίες εάν, θέλουν να επιβιώσουν στο νέο ασφυκτικό περιβάλλον του ανταγωνισμού πρέπει να στηριχθούν από το κοινωνικό περιβάλλον και τα κοινωνικά δίκτυα. Θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη ότι έρχεται η άνοδος της εργασίας στο σπίτι και την προσαρμογή σ΄ αυτές τις νέες συνθήκες.