Του Βασίλη Τακτικού
Η Κοινωνική Οικονομία είναι η οικονομία της αλληλεγγύης και του συνεργατισμού, της ομαδικής, κοινοτικής και συλλογικής επιχειρηματικότητας. Η οικονομία που δεν αποσκοπεί στο κέρδος των κεφαλαιούχων αλλά στη δημιουργία απασχόλησης και εισοδήματος για όλους.
Κινείται πέρα από την αντίληψη της ανταγωνιστικότητας, υπερβαίνοντας τις αντινομίες του κράτους και της αγοράς, τον κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό των κοινωνικά αδυνάτων.
Δημιουργεί έτσι, συμπληρωματικά εναλλακτικό εισόδημα και ευκαιρίες απασχόλησης εκεί που σε διαφορετική περίπτωση υπάρχει δυσπραγία, ανεργία και φτώχεια. Το συγκριτικό της πλεονέκτημα είναι το μειωμένο κόστος συναλλαγών. Η αξιοποίηση ανενεργών υλικών και ανθρώπινων πόρων. Η ανοικτή διάδοση της γνώσης και της οργανωτικής τεχνολογίας.
Οι ιστορικές ρίζες της Κοινωνικής Οικονομίας ανάγονται στις συνεταιριστικές επιχειρήσεις του 19ου αιώνα με τη μορφή αλληλοβοηθητικών φορέων, μη κερδοσκοπικών ενώσεων, συνεταιρισμών και συλλογικών επιχειρήσεων που μέσα σε δύο αιώνες εξελίχθηκαν σε πολυποίκιλες μορφές κοινωνικών επιχειρήσεων.
Όσο «άνθιζε» ο κρατισμός στην οικονομία από τη μια μεριά, και ο μονεταρισμός από την άλλη, και μπορούσαν να ικανοποιήσουν το βασικό αίτημα ανάπτυξης και απασχόλησης για όλους, η Κοινωνική Οικονομία βρισκόταν υπό τον περιορισμό της απόλυτης κυριαρχίας του κράτους και της αγοράς.
Σήμερα, η παρατεταμένη κρίση του κράτους πρόνοιας και η αδυναμία της αγοράς να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, επέτρεψε την επάνοδο της χρησιμότητας των συνεταιρισμών και την άνοδο μιας νέας μορφής Κοινωνικής Οικονομίας, της επονομαζόμενης «οικονομίας της αλληλεγγύης». Έτσι, έχουμε την επέκταση των δραστηριοτήτων της, από την παραγωγή και τη διάθεση υλικών αγαθών σε ένα πλήθος από άυλα αγαθά, υπηρεσίες υγείας, παιδείας και πολιτισμού και διαχείρισης γνώσης.
Το βασικό εργαλείο πραγμάτωσης των σκοπών της Κοινωνικής Οικονομίας είναι οι κοινωνικές επιχειρήσεις και, δευτερευόντως, οι πράξεις της φιλανθρωπίας. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις ως θεσμικό εργαλείο μπορούν να αξιοποιούν ανενεργούς- κατακερματισμένους υλικούς και ανθρώπινους πόρους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κρατικών οργανισμών και ιδρυμάτων. Ανενεργές πάγιες κτιριακές εγκαταστάσεις και αγροτεμάχια, καθώς και χώρους εκθετηρίων για έκθεση προϊόντων σε δημοτικούς και δημόσιους χώρους, προσφέροντας θέσεις εργασίας και εισοδήματα σε ιδρύματα και κοινωνικούς συνεταιρισμούς.
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις κατ’ αυτό τον τρόπο μπορούν να παράγουν αγροτικά προϊόντα και προϊόντα μεταποίησης αλλά και υπηρεσίες με κοινωφελείς σκοπούς έχοντας ως αντικειμενικό στόχο τη διεύρυνση της απασχόλησης.
Η Κοινωνική Οικονομία, από άποψη οργάνωσης, βασίζεται στα κοινωνικά δίκτυα, τους θεσμούς αλληλεγγύης και τις συμπράξεις πολιτών. Στην αλληλέγγυα συνεργασία συγκροτείται το λεγόμενο κοινωνικό κεφάλαιο, βάσει του οποίου γίνονται εφικτές οι επενδύσεις σε τοπικό επίπεδο και σε περιφερειακό επίπεδο, μεταφέροντας πόρους από τα θεσμικά δίκτυα αλληλεγγύης προς τομείς της πραγματικής οικονομίας που είναι μεν αναγκαίοι τομείς, αλλά στους οποίους δεν επενδύουν οι αγορές λόγω χαμηλής κερδοφορίας.
Ο όρος Κοινωνική Οικονομία δεν αναφέρεται φυσικά στον κρατισμό και τις υπηρεσίες του κράτους πρόνοιας και δεν αφορά τις κρατικές επιχειρήσεις, οι οποίες όχι μόνο δεν ενσωματώνουν κοινωνικό κεφάλαιο και συνυπευθυνότητα αλλά ούτε και αυτοδιαχείριση των εργαζομένων.
Η Κοινωνική Οικονομία είναι η αλληλέγγυα οικονομία που είτε αφορά μη χρηματικές ανταλλαγές, είτε αφορά κοινωνικές επιχειρήσεις κοινωφελούς σκοπού σε όλους τους τομείς, όπως: ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία, οικοτεχνία και βιοτεχνία στη μεταποίηση, συνεταιριστικές υπηρεσίες υγείας και υπηρεσίες εκπαίδευσης μέσω μη κερδοσκοπικών φορέων.
Η διαφοροποίηση από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις δεν έχουν αποκλειστικό σκοπό το κέρδος αλλά την κοινωνική ωφέλεια και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Δηλαδή, μπορούν να περιορίζονται στο κοινωνικό κέρδος της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Πολλές φορές οι ιδιώτες που λειτουργούν στο πλαίσιο της αγοράς ως επαγγελματίες ή επιχειρηματίες συστήνουν οι ίδιοι παράλληλα, κοινωνικούς, προμηθευτικούς, καταναλωτικούς και οικιστικούς συνεταιρισμούς, για να διασφαλίσουν καλύτερα εισοδήματα, αγαθά και υπηρεσίες έχοντας διπλή οικονομική ιδιότητα, που κάνει ολοένα και πιο αποδεκτή την ιδέα της Κοινωνικής Οικονομίας σε ευρύτερα στρώματα πληθυσμού.
Αυτή η διεισδυτικότητα της Κοινωνικής Οικονομίας, της δίνει ένα ακόμη πρακτικό και ηθικό πλεονέκτημα: ότι μπορεί να αφορά και να εξυπηρετεί σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας.
Για την Κοινωνική Οικονομία σε σχέση με την τεράστια σημασία της στο σύγχρονο κόσμο έχουν γραφτεί πολύ λίγα και ακόμα λιγότερα έχουν κοινοποιηθεί από τα κυρίαρχα επικοινωνιακά συστήματα, μολονότι, η συμβολή της, λειτουργεί ως ασπίδα αντισωμάτων για το σύνολο της οικονομίας.
Στη σύγχρονη ιστορία της οικονομίας της αγοράς γινόμαστε μάρτυρες των καταστροφικών επιπτώσεων από τις «φούσκες» στις χρηματαγορές, τα τοξικά ομόλογα και τα τραπεζικά προϊόντα τα οποία οδηγούν στη φτώχεια και την ανεργία μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Η Κοινωνική Οικονομία έρχεται λοιπόν, να επουλώσει πληγές, να σταθεροποιήσει και να διασώσει τις τοπικές κοινωνίες από την παρακμή και τη διαφθορά.
Από μια άλλη άποψη, η Κοινωνική Οικονομία λειτουργεί όπως τα βιολογικά προϊόντα και η βιολογική διατροφή. Από ένα σεβαστό ποσοστό και πάνω, διασφαλίζει την υγεία του οικονομικού συστήματος, όπως η βιολογική διατροφή την υγεία των ανθρώπων και το κατορθώνει αυτό, γιατί με τη συνεταιριστική-συμμετοχική οργάνωση της παραγωγής συμμετέχει όλη η κοινωνία στο παραγόμενο προϊόν και απολαμβάνει τα οφέλη. Δεν υπάρχει βέβαια κερδοφορία με πλασματικό τρόπο, όπως οι χρηματαγορές, αλλά δεν εκθέτει και την οικονομία σε τοξικά προϊόντα.
Έτσι, η πρακτική της Κοινωνικής Οικονομίας βασίζεται στη συμμετοχικότητα της κοινότητας, στην ελεύθερη βούλησή της, στην ανοιχτή διαβούλευση στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης για την μείωση του κόστους των συναλλαγών, την αλληλέγγυα φροντίδα για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών προς όφελος των πολλών και όχι των κερδοσκόπων.
Με βάση τις συλλογικότητες που εκφράζουν οι Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, μπορούν να ληφθούν σημαντικές πρωτοβουλίες για ανθρωπιστική βοήθεια, το περιβάλλον, τον πολιτισμό, τοπικού αλλά και εθνικού χαρακτήρα και με αυτό τον τρόπο να ενεργοποιηθεί το τοπικό κοινωνικό κεφάλαιο, το οποίο τελικά συντελεί καταλυτικά στην ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και αυτό είναι κάτι μετρήσιμο σήμερα ως πραγματιστικό φαινόμενο.
Στο πεδίο της δημιουργικής πολιτικής, η Κοινωνική Οικονομία είναι μια θέσμις(κ)η οριζόντια από τα κάτω παράλληλα με τη συμμετοχική δημοκρατία, με τη συγκρότηση του κοινωνικού κεφαλαίου, μέσα από τους θεσμούς της αλληλεγγύης, του εθελοντισμού και κοινωνικού ακτιβισμού των οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών.
Σε διεθνές επίπεδο, υπάρχει πλέον η επιστημονική τεκμηρίωση ότι ο δείκτης ανάπτυξης των οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών έχει άμεση σχέση με την Κοινωνική Οικονομία και αυτός ο δείκτης, με τη σειρά του, έχει σχέση με την ανθεκτικότητα της οικονομίας και την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και της διαφθοράς. Η κοινωνία των πολιτών, στο βαθμό που είναι αναπτυγμένη, επιβάλλει από τα κάτω καθαρούς κανόνες του οικονομικού παιχνιδιού και διαφάνεια, υποστηρίζοντας έτσι και τους οικονομικά ασθενέστερους.
Η άτυπη και συστηματική μορφή
Εδώ θα πρέπει να γίνει μια διάκριση μεταξύ των παραδοσιακών μορφών Κοινωνικής Οικονομίας και σύγχρονων άτυπων και τυπικών μορφών συστηματικής Κοινωνικής Οικονομίας, προκειμένου να κατανοηθεί η ιστορική της εξελικτική διαδικασία.
Η άτυπη παραδοσιακή Κοινωνική Οικονομία είναι εκείνη της αλληλεγγύης, της φιλανθρωπίας, των μη χρηματικών ανταλλαγών, συστηματική είναι η οργάνωση μέσω κοινωνικών επιχειρήσεων και ιδρυμάτων.
Στις παραδοσιακές αγροτικές οικονομίες, υπήρχε πάντοτε μία άτυπη μορφή ανταλλαγών σε είδος, εργασία και μέσα παραγωγής, που διευκόλυνε τους χωρικούς στις ανταλλαγές τους, αφού είχαν αντικειμενικά πολύ περιορισμένα χρήματα. Αντάλλαζαν έτσι, όχι μόνο προϊόντα, αλλά και χρόνο εργασίας μεταξύ τους – «ξέλαση» είναι ο όρος που χρησιμοποιούταν στις αγροτικές κοινωνίες. Αυτή η διαδικασία στην ουσία, απέκλειε τους μεσάζοντες και λειτουργούσε υπέρ των παραγωγών.
Ακόμη και σήμερα, στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες, συναντάμε αυτές τις μη χρηματικές ανταλλαγές με τη μορφή λέσχης, σ’ αυτούς που δυσκολεύονται να βρουν ικανοποιητική απασχόληση για να καλύψουν τις ανάγκες και ανταλλάσσουν μεταξύ τους χρόνο εργασίας για να εξασφαλίσουν κάποιες βασικές υπηρεσίες διαβίωσης. Ανάλογες πρωτοβουλίες πρέπει να σημειώσουμε αναπτύσσονται από οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών με τις λεγόμενες τράπεζες χρόνου.
Πέρα όμως από αυτές τις άτυπες μορφές (μη χρηματικές ανταλλαγές) υπάρχει η θεσμική οργάνωση της Κοινωνικής Οικονομίας αλληλεγγύης, που εξελίσσεται μέσω των κοινωνικών επιχειρήσεων του μη κερδοσκοπικού τομέα, δημιουργώντας διαρκή απασχόληση και εισοδήματα για τους εργαζομένους ή τους συνεταιρισμένους και εξασφαλίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο, όφελος επίσης στους μικροπαραγωγούς και σε εκείνους που προσφέρουν κοινωνικές υπηρεσίες.
Μ’ αυτή την έννοια, η Κοινωνική Οικονομία είναι πολλαπλασιαστής της κοινωνικής υπευθυνότητας και λειτουργεί ως ταμιευτήρας της αλληλεγγύης και των ανθρώπινων πόρων, απέναντι στον κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό. Δημιουργεί εισοδήματα εκεί που δεν υπάρχει επαρκής συγκέντρωση κεφαλαίου αλλά υπάρχει αυξημένη διάθεση συνεργασίας ώστε να γίνουν τελικά επενδύσεις σε τομείς που είναι κοινωνικά αναγκαίοι, αλλά δεν προσφέρουν ισχυρό κίνητρο κέρδους, ώστε να προσελκύσουν ιδιωτικές επενδύσεις.
Έτσι, οι «επενδύσεις» στις κοινωνικές επιχειρήσεις γίνονται στη βάση μιας συλλογικής συμφωνίας για ένα κοινωνικό συνεταιρισμό ή μια Σύμπραξη με συστατικό στοιχείο το κοινωνικό κεφάλαιο, κεφαλαιοποιώντας τις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών ενός συνεταιρισμού αλλά και τις σχέσεις εμπιστοσύνης με τους καταναλωτές. Σε αυτές τις συμπράξεις ως εγγυητής, αλλά και ως συμβάλλων εταίρος, μπορεί να συμμετέχει και η Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Αυτές οι σχέσεις εμπιστοσύνης μπορούν να εξασφαλίσουν δουλειές εκ των προτέρων και συμφωνίες που μπορούν να κάνουν μια επιχείρηση βιώσιμη. Με αυτό τον τρόπο, οι Συμπράξεις και οι κοινωνικές επιχειρήσεις (Κοιν.Σ.Επ.) προβάλλουν σήμερα ως η πλέον συμφέρουσα λύση για την Τοπική Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα λειτουργικά της κενά στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών σε συνεργασία με τους κοινωνικούς συνεταιρισμούς.
Στόχος, λοιπόν, της Κοινωνικής Οικονομίας, δεν είναι η κατανάλωση ως αυτοσκοπός, αλλά καταρχήν η κάλυψη βασικών αναγκών, μέσω φιλοδίκαιης κατανομής των πόρων και των σχέσεων αλληλεγγύης.
Με άλλα λόγια, αναφερόμαστε στον -υπό ευρεία έννοια- τρίτο τομέα της Οικονομίας, με τα όρια μεταξύ των τριών να μην είναι πάντοτε ευδιάκριτα. Ο πρώτος τομέας αφορά στην ιδιωτική εμπορευματική οικονομία, δηλαδή τις επιχειρήσεις που λειτουργούν με σκοπό το κέρδος. Ο δεύτερος τομέας αφορά στη δημόσια ή κρατική οικονομία, που το κράτος ή άλλες μονάδες προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες με αναδιανεμητικό χαρακτήρα.
Ο τρίτος τομέας αφορά στο ευρύ πεδίο της αλληλέγγυας οικονομίας. Είναι μία οικονομική δραστηριότητα που ξεκινάει «από κάτω». Πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για μία πρωτοβουλία των πολιτών («οικονομία των πολιτών», δηλαδή από τους πολίτες και για τις ανάγκες αυτών) που δεν αποσκοπεί στο κέρδος. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια «οικονομία των “πραγματικών” αναγκών».
Αναγνώριση και Αντιθέσεις
Σχετικά με το ερώτημα πώς αντιμετωπίζεται η Κοινωνική Οικονομία από το υπάρχον πολιτικό σύστημα, οι απαντήσεις διίστανται ανάμεσα στις προοδευτικές πολιτικές ελίτ και το συντηρητικό πολιτικό σύστημα. Οι προοδευτικές δυνάμεις επιδιώκουν την ενσωμάτωση και οι συντηρητικές την απώθηση από το οικονομικό σύστημα.
Από την «ομοσπονδιακή» Ευρώπη, η Κοινωνική Οικονομία αναγνωρίζεται ως μία πραγματικότητα και ενισχύεται οικονομικά για την ανάπτυξή της με συγκεκριμένα προγράμματα και επιδοτήσεις – όπως, βέβαια, γίνεται και στον ιδιωτικό τομέα. Από την άλλη, οι εθνικοκεντρικές δυνάμεις του πολιτικού συστήματος την αντιμετωπίζουν εχθρικά, ακριβώς επειδή ενισχύεται από την ΕΕ.
Οι πολιτικοί εχθροί συνήθως είναι οι λεγόμενοι κρατιστές και οι εθνικο-λαϊκιστές, οι οποίοι αντιστρατεύονται την Κοινωνική Οικονομία, διότι θεωρούν ότι υποκαθιστά το κράτος πρόνοιας και ότι η ενίσχυσή της μειώνει το μέγεθος των προνομίων των δημοσίων υπαλλήλων και των προμηθευτών του δημοσίου.
Άλλοι πιο φιλελεύθεροι, αλλά ταυτόχρονα ωφελιμιστές, δέχονται θετικά την ενίσχυση της Κοινωνικής Οικονομίας, υπό τον έλεγχο όμως των ιδιωτικών επιχειρήσεων και πολλές φορές ως παρακλάδι μεγάλων επιχειρήσεων και προσπαθούν να την ενσωματώσουν στο «παιχνίδι» της αγοράς.
Αυτά συμβαίνουν στην πραγματικότητα και για το λόγο ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις, που συνήθως είναι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, έχουν το προνόμιο των κοινοτικών επιχορηγήσεων ή το προνόμιο του αφορολόγητου κύκλου εργασιών, κάτι που δεν ισχύει για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και αυτό το προνόμιο προσπαθούν να το καρπωθούν και πολλοί ιδιώτες.
Έτσι, ξεκινά και εξελίσσεται η λαθροχειρία στο όνομα της Κοινωνικής Οικονομίας, με διασταλτικές ερμηνείες για τους σκοπούς της, από γραφειοκράτες σε θέσεις-κλειδιά και «επιχειρηματίες» που στήνουν επιχειρήσεις με σκοπό την υφαρπαγή των συγκεκριμένων κοινοτικών πόρων για κερδοσκοπικούς σκοπούς.
Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών είναι κατακερματισμένες, ασυντόνιστες και μέσα στην άγνοια και τη σύγχυση για το θεσμικό πλαίσιο της Ευρώπης. Φυσικά, οι συνθήκες αυτές ευνοούν τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ, που θέλουν να ελέγχουν κι αυτό το χώρο, ενώ ανάμεσά τους βρίσκονται ιδρύματα τραπεζών και επιχειρηματικών ομίλων και άλλων μεγάλων επιχειρήσεων.
Συντελεστές και φορείς της Κοινωνικής Οικονομίας
Για να προσδιορίσουμε περισσότερο το χώρο δράσης που εξελίσσεται η Κοινωνική Οικονομία, το αντικείμενο και το υποκείμενο δραστηριότητας και, τελικά, τι είναι και τι δεν είναι Κοινωνική Οικονομία, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιος είναι ο σκοπός, ποιοι οι συντελεστές, ποιες μορφές κοινωνικών επιχειρήσεων εξυπηρετούν αυτό το σκοπό και ποιοι μπορεί να είναι οι συμπράττοντες.
Καταρχήν, συμπράττοντες εταίροι μπορεί να είναι όλοι. Το κράτος, οι δήμοι, οι επιχειρήσεις, τα επιμελητήρια και οι συνδικαλιστές. Δεν μπορεί να είναι όμως αυτοί οι φορείς της Κοινωνικής Οικονομίας. Ξεκάθαροι φορείς κοινωνικής επιχειρηματικότητας είναι οι συνεταιρισμοί και τα ιδρύματα που παράγουν έργο κοινωνικών υπηρεσιών όπως π.χ. νοσοκομεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα, πολιτιστικές υπηρεσίες κ.λπ.
Οι δήμοι μπορεί να είναι πρωταγωνιστές στην ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας, δεν μπορούν όμως να είναι από μόνοι τους επιχειρηματίες, μπορούν να συνεργάζονται με τους συνεταιρισμούς και να συμπράττουν. Αυτό γίνεται και συντελείται σε πολλούς δήμους σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, όπου αναπτύσσονται δράσεις Κοινωνικής Οικονομίας και κοινωνικών επιχειρήσεων, προσφέροντας ουσιαστικές λύσεις στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανεργίας, καθιστώντας τους πιο αποτελεσματικούς συγκριτικά με άλλους δήμους που δε συμπράττουν στις κοινωνικές επιχειρήσεις. Κλειδί προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι «Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις» με εταίρους τις οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, επιμελητήρια, συνεταιρισμοί, τοπικές επαγγελματικές ενώσεις και σωματεία.
Οι συντελεστές ανάπτυξης της Κοινωνικής Οικονομίας είναι ενδεικτικά οι εξής:
Οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών και όλοι οι Μη Κερδοσκοπικοί Φορείς
Οι συνεταιρισμοί
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση
Οι χορηγοί
Η εκκλησία και διάφορες κοινότητες