Η ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΤΗΣ Μ.ΚΟ. «ΕΡΥΜΑΝΘΟΣ»

«ΕΡΥΜΑΝΘΟΣ» Περιβαλλοντική Μη Κυβερνητική Οργάνωση

Δίκτυο πολιτιστικών συλλόγων και περιβαλλοντικών οργανώσεων των ορεινών περιοχών Ηλείας, Αχαΐας, Αρκαδίας

Ο «Ερύμανθος» είναι ένας τόπος, ένα ορεινό συγκρότημα στην ενδοχώρα της Πελοποννήσου, αλλά και μια Μη Κυβερνητική Οργάνωση, ένα δίκτυο 30 συλλογικών οργανώσεων της ευρύτερης ορεινής περιοχής Ηλείας, Αχαΐας και Αρκαδίας. Πεδίο δράσης του φορέα είναι οι Δήμοι Λαμπείας, Φολόης, Λασιώνας, Πηνείας, Αροανίας, Φαρρών, Τριταίας, Παΐων, Λευκασίου, Κοντοβαζαίνης, Κλείτορος και κοινότητας Καλετζίου.

Η Μ.Κ.Ο. «Ερύμανθος» συντονίζει την εθελοντική δραστηριότητα που κατευθύνεται στην περιοχή, για την προστασία και ανάδειξη του φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Λειτουργεί ως κέντρο ενημέρωσης και συμβουλευτικής των παραπάνω Δήμων και των συλλόγων της περιοχής, για το σχεδιασμό και την υλοποίηση προγραμμάτων που στοχεύουν στην ανάπτυξη του οικοτουρισμού και του πολιτιστικού τουρισμού.

Στο πλαίσιο αυτό, έχει πραγματοποιήσει ειδικές εκδόσεις, βιβλία, περιοδικά, ενημερωτικά φυλλάδια κλπ, ενώ έχει διοργανώσει ημερίδες, συνέδρια και εκθέσεις με αντικείμενο τον αγροτουρισμό. Επίσης, έχει συστήσει το «Παρατηρητήριο Ερυμάνθου», με σκοπό την προώθηση διαδικασιών ανάπτυξης της συγκεκριμένης περιοχής. Τέλος, έχει παράσχει συμβουλευτικές υπηρεσίες για την υλοποίησης έργων εκ μέρους των Δήμων, και έχει διενεργήσει πλήθος δράσεων, για την προστασία των φυσικών και πολιτιστικών πλεονεκτημάτων της περιοχής και την καλλιέργεια ενός τοπικού οράματος.

            Ήδη, το αποτέλεσμα της δράσης της αναγνωρίζεται στη διαμόρφωση της αντίληψης που έχουν αρχίσει να σχηματίζουν οι Δήμοι της περιοχής του Ερυμάνθου. Πλέον, προσανατολίζονται στην εφαρμογή ενός πιλοτικού σχεδίου, έχοντας ως σκεπτικό ότι οι άλλοτε θεωρούμενες ως άγονες και φτωχές ορεινές περιοχές, σήμερα διαθέτουν ένα πλούσιο φυσικό περιβάλλον, αγνή αγροτική παραγωγή και ποιοτική διαβίωση, που προσφέρουν ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη του οικοτουρισμού – αγροτουρισμού.

          Όπως ήδη αναφέρθηκε στο κεφάλαιο για την Ανάδυση του τοπικού οράματος, ο «Ερύμανθος» έχει συμβάλλει ενεργά στην συνειδητοποίηση των πλεονεκτημάτων της περιοχής από την τοπική κοινωνία, μέσα από μια σειρά μελετών που έχει εκπονήσει και έργων που έχει προτείνει. Πολύ περισσότερο, όμως, η δράση του στοχεύει στην ανάδειξη των γενικότερων πλεονεκτημάτων που μπορούν να αναδειχθούν για μια περιοχή, μέσα από την επιλογή της οικοανάπτυξης.

Οικοανάπτυξη και Οικοδιαδρομές Ερυμάνθου

Συνέντευξη του Βασίλη Τακτικού με το Γιάννο Παπαϊωάννου

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΟΥ: Η δράση που έχει αναπτύξει η Μη Κυβερνητική Οργάνωση «Ερύμανθος»,  το τοπικό όραμα και το σχέδιο οικοανάπτυξης που προτείνει, είναι γνωστά από τις δημοσιεύσεις, τα βιβλία και τη συμβουλευτική που προσφέρει στους Δήμους για την οικοκοτουρισμό και αγροτουρισμό. Όλα αυτά συνιστούν μια καινοτόμα δράση για την περιφέρεια που, όπως φαίνεται, βρίσκει αναγνώριση σε επίπεδο κορυφής της τοπικής αυτοδιοίκησης.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Μέσα από τη δράση του «Ερύμανθου», αποκόμισα μια ανάμικτη αίσθηση για την ανταπόκριση στην όλη προσπάθεια. Βεβαίως, υπάρχει  αναγνώριση στο επίπεδο της προσφοράς για τον τόπο, όμως η συστράτευση της κοινωνίας σε έναν κοινό αγώνα, που απαιτείται ώστε να πραγματοποιηθούν οι ιδέες και να οδηγήσουν σε ένα αποτέλεσμα οικοανάπτυξης, είναι ακόμη πολύ μικρή. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ακόμη έλλειψη κατανόησης του βάθους της κοινής προσπάθειας που χρειάζεται και της συλλογικής δημιουργίας που απαιτείται, για να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο.

Για παράδειγμα, τώρα πλέον, σχεδόν όλοι υιοθετούν τις ιδέες μας για την ανάπτυξη του οικοτουρισμού, όμως μερικοί νομίζουν ότι αρκεί να αντιγράψει κανείς τα καλά παραδείγματα για να πετύχει. Στην ουσία πρόκειται για πιο σύνθετη διαδικασία και εδώ δημιουργείται ο κατάλογος των χαμένων ευκαιριών τα τελευταία οκτώ χρόνια.

Ελάχιστοι αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να δημιουργήσεις υποκείμενο για την  οικοανάπτυξη, να οικοδομήσεις νέους θεσμούς και συλλογικές οργανώσεις για κάθε κοινωνική ομάδα, για τους επιχειρηματίες στον οικοτουρισμό, τους κτηνοτρόφους, τους νέους, τις γυναίκες. Και μάλιστα είναι αρκετοί εκείνοι οι παράγοντες που δεν θέλουν κάτι τέτοιο. Λείπει ο δημόσιος διάλογος και περισσεύει η κουβέντα του καφενείου.

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΟΥ: Από ό,τι καταλαβαίνω, αναφέρεις μια σειρά από άλλες προϋποθέσεις και θεσμούς που πρέπει να προηγηθούν. Εσείς, στην προσπάθειά σας, δεν έχετε εθελοντές και χορηγούς που να αντιλαμβάνονται το νόημα των απόψεών σας και να ευαισθητοποιούνται από την περιβαλλοντική και πολιτιστική δράση;

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Πράγματι, θα πρέπει να πούμε από την αρχή ότι για να αλλάξει και να αναβαθμιστεί η τοπική κοινωνία και οικονομία, πρέπει να αλλάξουν όχι μόνον τα πρόσωπα των δημοτικών αρχών, αλλά και ο τρόπος σκέψης των ανθρώπων, η οργανωτική μας κουλτούρα. Προκειμένου να συμβεί αυτό, πρέπει να γίνει διάλογος, να κυκλοφορήσουν βιβλία και δημοσιεύσεις, αλλά κυρίως να υπάρχουν παραδείγματα καινοτομίας. Τα ζωντανά, όμως, παραδείγματα απαιτούν πολύ χρόνο και χρήμα……και ελάχιστοι είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν. Δυστυχώς βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή γιατί, όπως προείπαμε, όλα αυτά  χρειάζονται χρόνο, χρήμα και πολλούς εθελοντές.

Ήδη έχουμε αναπτυξιακές πρωτοβουλίες σε εξέλιξη, όμως αυτό συμβαίνει σε περιορισμένη κλίμακα, σε σύγκριση με τις ανάγκες που υπάρχουν. Πολλοί άνθρωποι θέλουν να προχωρήσουν αλλά μοιάζουν εγκλωβισμένοι στην καθημερινότητά τους, στις συνήθειές τους, στην τηλεόραση, στο καφενείο. Οι γυναίκες είναι ακόμη περιορισμένες στα οικιακά τους, οι νέοι παγιδευμένοι στα καταναλωτικά πρότυπα, οι παραγωγοί στον ατομισμό τους. Εν γένει οι άνθρωποι δε συνεργάζονται εύκολα, δεν αντιμετωπίζουν από κοινού το μέλλον τους. Πολλοί αντιμετωπίζουν τον εθελοντισμό με ειρωνεία ή καχυποψία.

Ωστόσο, υπάρχει κάποια ελπίδα κι αυτό φαίνεται όταν δημιουργούμε διάφορα πολιτιστικά και επικοινωνιακά γεγονότα. Τότε οι άνθρωποι ανοίγονται και χαίρονται από τις πρωτοβουλίες μας, προβληματίζονται και, στο τέλος, βρίσκονται κάποιοι που θέλουν να συνεισφέρουν στην προσπάθειά μας.

Πάντως, σε γενικές γραμμές, προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι διάφορες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες σπανίως προκύπτουν από τους παραδοσιακούς θεσμούς, αλλά κυρίως επινοούνται και εμφυτεύονται από κάποια οργάνωση στην τοπική κοινωνία. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση του Ερυμάνθου, με δραστηριότητες που οργανώθηκαν από την Μ.Κ.Ο., όπως το πέρασμα του Ερυμάνθου, την έκθεση πολιτιστικής κληρονομιάς και περιβαλλοντικής δράσης κλπ. Ωστόσο, είδαμε πρόσφατα αρκετούς να χαίρονται με τις επιτυχίες που σημειώσαμε για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος του ποταμού, και αυτό είναι αρκετά παρήγορο.

Όραμα – βίωμα και ενσάρκωση των ιδεών της οικοανάπτυξης

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΟΥ: Έχεις αναφερθεί πολλές φορές στον όρο της οικοανάπτυξης. Ασφαλώς, το πρώτο άκουσμα έχει σχέση με την οικολογία, την προστασία του περιβάλλοντος και την τοπική ανάπτυξη. Όμως, φαίνεται να σημαίνει και κάτι περισσότερο από αυτό, όπως την εισαγωγή της πράσινης επιχειρηματικότητας στην τοπική αυτοδιοίκηση και την κοινωνική οικονομία.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Για να γίνει αντιληπτός ο όρος της οικοανάπτυξης χρειάζεται πνευματική διέγερση από την πλευρά της τοπικής κοινωνίας, χρειάζεται ανθρώπους που να μπορούν να αμφισβητούν και να σκέπτονται πολιτικά και φιλοσοφικά.   Το ζήτημα, όμως, είναι να απαντήσουμε πριν από όλα στην αναγκαιότητα αυτής της πολιτικής, με σημείο αιχμής την τοπική αυτοδιοίκηση, την τοπική οικονομία και απασχόληση και τις κοινωνικές δυνάμεις που μπορούν να προωθήσουν αυτό το στρατηγικό στόχο.

Η έννοια της οικοανάπτυξης μπορεί να επιτευχθεί με τους νέους τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας που δημιουργεί η κοινωνική οικονομία, οι οποίοι προσδίδουν προστιθέμενη αξία σε κάθε περιοχή και την ενισχύουν με αναπτυξιακές πρωτοβουλίες στον οικοτουρισμό, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την οικιστική πολιτική, τα πάρκα φυσικής ανανέωσης και υγείας. Έτσι, οικοανάπτυξη σημαίνει πρώτα από όλα βελτίωση των συνθηκών ζωής στο οικείο περιβάλλον του πολίτη, στο χωριό του ή στη γειτονιά του, έτσι ώστε το συγκεκριμένο όραμα να μπορεί να μετατραπεί και να λειτουργήσει ως βίωμα.

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΟΥ: Έχοντας αναφερθεί στην έννοια της οικοανάπτυξης, θα ήθελα να εστιάσουμε στο όραμα που κρύβεται πίσω από τις ενέργειες, οι οποίες την μετατρέπουν σε πράξη. Νομίζω ότι θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η αφήγηση της ξεχωριστής οκτάχρονης περιπέτειάς σου, αναφορικά με την πορεία σου στην παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών στην τοπική αυτοδιοίκηση του Ερυμάνθου. Πώς ξεκίνησες αυτή την πρωτοβουλία και ποια ήταν τα κίνητρά σου;

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Πράγματι, αυτή η εξιστόρηση έχει ενδεχομένως  ενδιαφέρον, εάν το ζητούμενο είναι η καταγραφή της πορείας μου ως περιπέτειας ιδεών, που έχει κάποιο νόημα στον προσανατολισμό της τοπικής κοινωνίας. Θα πρέπει να πω από την αρχή ότι το κίνητρο που με ώθησε σε αυτή τη διαδικασία ήταν το όραμα της οικοανάπτυξης. Ωστόσο, εάν ήξερα ότι αυτή η ιδέα θα αργήσει τόσο πολύ να καρποφορήσει, πιθανόν να μην είχα ακολουθήσει αυτόν τον αντισυμβατικό δρόμο. Μου πήρε πάρα πολύ χρόνο να «περάσω» στην τοπική κοινωνία ορισμένα απλά πράγματα που υπηρετούν το συλλογικό συμφέρον.

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΟΥ: Είναι βέβαιο ότι αντιμετώπισες προβλήματα στην προσπάθειά σου να συνθέσεις τις ιδέες σου και να αρθρώσεις τελικά έναν πολιτικό λόγο που να τις περιγράφει. Εγώ, όμως, θα ήθελα να μείνουμε περισσότερο στην εμβέλεια του οράματος της οικοανάπτυξης, που φαίνεται να είναι μεγαλύτερη από τοπική. Γιατί, αυτό που εσύ εκφράζεις αφορά στη συνολικότερη διαδρομή σου στον ιδεολογικό, κομματικό,  κοινωνικό και επαγγελματικό χώρο, και ξαφνικά αναδεικνύεται ότι μπορεί να προσομοιωθεί σε τοπικό επίπεδο και να αποτελέσει μαγιά για πολύ μεγαλύτερα πράγματα.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Πίσω από το όραμα υπάρχει πάντα μια ιδεολογία. Το ερώτημα είναι πώς υλοποιείς αυτό το όραμα με τους συγκεκριμένους ανθρώπους που υπάρχουν στην περιοχή. Νομίζω ότι αυτό που πρέπει να διερευνηθεί περισσότερο είναι εάν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στον συγκεκριμένο τόπο είναι διατεθειμένοι να συνεργαστούν, στο πλαίσιο δεσμευτικών ενεργειών που δομούν αυτό το όραμα και ανοίγουν νέους δρόμους συλλογικής δημιουργίας.

Εμείς που μεταφέρουμε κάποιες ιδέες σαφώς έχουμε μια θητεία στη λεγόμενη κομματική – πολιτική παρέμβαση, μέσα από την επαγγελματική μας πορεία στις  εφημερίδες. Θα αναφέρω ότι για ένα διάστημα είχα την ευθύνη για την «Εξόρμηση των Ιδεών». Εκεί προσπάθησα να φέρω σε επαφή τους σκεπτόμενους της περιφέρειας με τις ιδέες που έχουν κατατεθεί και καταγραφεί σε βιβλία, πάντα στο μέτρο των δυνατοτήτων που έχει ένα έντυπο περιορισμένης κυκλοφορίας. Αυτό που επιδίωξα ήταν να τις  επικοινωνήσω, σε όσο το δυνατόν περισσότερα στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης, με έναν εκλαϊκευμένο τρόπο.

Έτσι έλαβα μια θετική ανταπόκριση και διακρίθηκα σε σχέση με τον τεράστιο όγκο δημοσιευμάτων που υπάρχουν από τις μεγάλες εφημερίδες και τα μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια. Διαπίστωσα ότι υπάρχει ένα κρίσιμο κοινό, περίπου πέντε χιλιάδες το είχα  υπολογίσει τότε στην Ελλάδα, το οποίο ενδιαφέρεται να ακούσει για ένα όραμα με έναν άλλο λόγο, που να έχει σχέση με τη συμμετοχική δημοκρατία, τη συλλογική δημιουργία και να είναι πέραν του κράτους και της αγοράς.

Παράλληλα, έχοντας θητεύσει και στον τομέα της επικοινωνίας, διαπίστωσα ότι αυτά που θέλει ο μη διαπλεκόμενος πολίτης, ο ανεξάρτητος και ελεύθερος διανοούμενος,  η κοινωνία «προς τα κάτω», δεν προσφέρεται σε επάρκεια και, σε κάθε περίπτωση, η ανεύρεση γίνεται με δυσκολία. Με άλλα λόγια, δεν προσφέρεται η κατάλληλη πνευματική πρώτη ύλη με την οποία ο πολίτης θα μπορέσει να δημιουργήσει τη δικιά του πρωτοβουλία. Δεν του προσφέρεται καν χρηστική γνώση και πληροφόρηση για να υλοποιήσει, για παράδειγμα, ένα πρόγραμμα κοινωνικής οικονομίας, ένα πρόγραμμα στην τοπική αυτοδιοίκηση, ένα πρόγραμμα οικοτουρισμού – αγροτουρισμού.

Συνεπώς, διαπίστωσα ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη ανάγκη αλλά απουσιάζει η πολιτική που θα την καλύψει. Και η πολιτική αυτή δεν μπορεί να υπαγορευτεί ούτε από τα κόμματα, τα οποία είναι γραφειοκρατικοποιημένα, κυριαρχούμενα από δημόσιους υπαλλήλους. Η κοινωνία, σε πολλά πράγματα, θέλει προχωρημένες λύσεις αλλά δεν μπορεί αυτόματα να τις προσεγγίσει. Χρειάζεται κάποιος να της δώσει το know – how, την τεχνογνωσία. Χρειάζεται να βρεθούν καινούριοι τρόποι, ώστε να αξιοποιηθούν οι ανθρώπινοι πόροι που θα δώσουν εναλλακτικές ιδέες και προτάσεις.

Από την άλλη πλευρά υπάρχουν άνεργοι, νέοι που έχουν πάρει πτυχία και δεν ξέρουν τι να τα κάνουν. Άνεργοι που βρίσκονται στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ θα μπορούσαν απασχοληθούν στην ύπαιθρο, εάν υπήρχαν δουλειές. Εδώ φαίνεται ότι λείπει το κατάλληλο πλαίσιο στήριξης στην περιφερειακή τοπική αυτοδιοίκηση για την τόνωση της απασχόλησης.

 Ασφαλώς, έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες μέσα από το σχέδιο «Καποδίστριας» και τα κοινοτικά προγράμματα, όμως και αυτό δεν είναι επαρκές. Το πρόβλημα είναι στην πολιτική σκέψη, στις συνδυαστικές ενέργειες της οικοανάπτυξης, που θα μπορούσε να υποστηριχθεί εάν είχε αναδυθεί το κατάλληλο πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο, για μια αποτελεσματική προώθηση.

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: Να προσθέσω εδώ το εξής οξύμωρο: παρότι σήμερα έχουμε το θεωρητικό υπόβαθρο και υπάρχουν οι τεχνοκράτες που μπορούν να μας δώσουν τις συντεταγμένες για να κινηθούμε, γιατί δεν μπορούμε να υλοποιήσουμε το όραμα τις οικοανάπτυξης στην πράξη; Μήπως, τελικά, το πρόβλημα δεν είναι μόνο στις υψηλές πολιτικές βαθμίδες αλλά απευθύνεται και στη μεσαία βαθμίδα, των δημοτικών συμβούλων, οι οποίοι θα έπρεπε να λάβουν κάποια σχετική εκπαίδευση;

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Σωστή η παρατήρηση, αλλά νομίζω ότι δε μπαίνει στην καρδιά του ζητήματος. Ήδη, υπάρχουν πάρα πολλά προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, αλλά τελικά το αποτέλεσμα είναι ελάχιστο. Και αυτό συμβαίνει διότι δεν αρκεί απλώς να έχουμε θεωρητικό υπόβαθρο, αλλά απαιτείται να μπορούμε να κινητοποιήσουμε τους ανθρώπινους πόρους, το κοινωνικό υποκείμενο που θα επαληθεύσει ιδέες και προτάσεις. Και εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι πριν από το κοινωνικό υποκείμενο υπάρχει το πολιτικό υποκείμενο, το οποίο κινητοποιεί τους ανθρώπινους πόρους και φέρνει την ανάπτυξη. Εδώ έχουμε το μεγάλο ζήτημα.

Στα μεγάλα αστικά κέντρα έχουμε συνήθως πιο καλλιεργημένους, οργανωτικά και πολιτιστικά, ανθρώπινους πόρους. Στην ύπαιθρο υπάρχουν τα λεγόμενα παραδοσιακά επαγγέλματα, οι κτηνοτρόφοι, οι γεωργοί κ.τ.λ., οι οποίοι δουλεύουν ακόμη με σχετικά παραδοσιακές μεθόδους, καθώς δεν έχουν ενσωματώσει νέες τεχνολογίες και οργάνωση. Υπάρχει, δηλαδή, ένα χάσμα στη διάρθρωση των ανθρώπινων πόρων και μια λάθος χωροταξική κατανομή τους. Έτσι, ειδικότητες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν οργανωτικά στην ανάπτυξη της υπαίθρου, πολύ απλά, δε βρίσκονται εκεί. Γι’ αυτό, έχουμε πρόβλημα και στα μεγάλα αστικά κέντρα και στα χωριά. 

Επίσης, έχουμε σαφώς οικολογικό πρόβλημα στις μεγαλουπόλεις, όπου λόγω της συσσώρευσης πολλών ανθρώπων, είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε μεγάλα έργα υποδομής. Από την άλλη πλευρά, έχουμε δημογραφικό πρόβλημα στα χωριά, ερήμωση της υπαίθρου και καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος στις ερημωμένες περιοχές, καθώς αυτές ενίοτε γίνονται πεδίο αλόγιστης εκμετάλλευσης φυσικών πόρων. Έτσι έχουμε μία διαρκή αδιέξοδη διαδικασία και για την πόλη και για το χωριό.

Παραδείγματα εναλλακτικών επενδύσεων

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: Ωστόσο, σε περιοχές όπως η Ήπειρος, που έως πρόσφατα ήταν η πιο καθυστερημένη σε ανάπτυξη στην Ευρώπη, όταν υπήρξε η πολιτική βούληση και βέβαια η κατάλληλη συνειδητοποίηση από το κοινωνικό υποκείμενο, έγιναν αξιοπρόσεχτες παρεμβάσεις στον τομέα της οικοανάπτυξης. Εδώ βλέπουμε αντιστοιχίσεις με τη δική σας περιοχή, την Αρκαδία: μια περιοχή ξεχασμένη, ορεινή, με παρθένα φύση και, ταυτόχρονα, με όμορφα χωριά. Η Αρκαδία πλέον έχει αξιοποιήσει ένα σημαντικό μέρος αυτής της κληρονομιάς και, έχοντας όλα αυτά τα στοιχεία, μπορεί να εξελιχθεί σε πυλώνα οικοανάπτυξης.

Ήθελα λοιπόν να ρωτήσω το εξής: Αφού έχουμε υστέρηση του πολιτικού υποκειμένου και αδυναμία του κοινωνικού υποκειμένου να είναι επισπεύδον, μήπως θα έπρεπε να παρέμβει το επιχειρηματικό κεφάλαιο και, αν θέλεις, να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες της περιοχής; Υπάρχει αυτή η  περίπτωση;

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Πράγματι, η ιστορικότητα αυτού του τόπου, ως κατεξοχήν Αρκαδικού, αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα. Μην ξεχνάς ότι έχει μεγάλο μυθολογικό και ιστορικό βάθος, βρίσκεται δίπλα στην Ολυμπία και πολλοί από τους άθλους του Ηρακλή έχουν πραγματωθεί σε αυτό το γεωγραφικό χώρο. Ο Ηρακλής, μάλιστα, θεωρείται και οικιστής σε κάποιες περιοχές του Ερυμάνθου, και ειδικότερα στην αρχαία Ψωφίδα. Επίσης, η περιοχή διαθέτει πλούσιους φυσικούς πόρους, όπως τα ποτάμια, το δρυοδάσος της Φολόης κ.α.

Με άλλα λόγια, διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία στην Αμερική θα είχαν αξιοποιηθεί, σε πολύ μεγάλο βαθμό, στα πλαίσια της πολιτιστικής και πράσινης επιχειρηματικότητας. Αντιθέτως, στην Ελλάδα βλέπουμε ότι αυτά τα ζητήματα μόλις τώρα μπήκαν για πρώτη φορά στην ατζέντα και είναι, πραγματικά, πολύ δύσκολο να περάσουν ως προτεραιότητα στα δημοτικά συμβούλια. Η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει ότι υπάρχει μεγάλο έλλειμμα κατανόησης από την πλευρά του πολιτικού και κοινωνικού υποκειμένου.

Από την άλλη πλευρά, σχετικά με το επιχειρηματικό κεφάλαιο, θα έλεγα ότι, ως γνωστόν, σπεύδει να επενδύσει όπου διαβλέπει δυνατότητα κερδών, χωρίς απαραίτητα να έχει ανάγκη όλη αυτή την κοινωνική και επικοινωνιακή κουλτούρα. Όμως, το επιχειρηματικό κεφάλαιο έχει και ένα μειονέκτημα: ότι πάει μόνο εκεί που είναι «στρωμένα» τα πράγματα, δηλαδή εκεί όπου έχουν πραγματοποιηθεί κάποιες βασικές οι υποδομές.

Όμως, για να απαντήσω και στην ερώτηση του παραλληλισμού με την Ήπειρο, θα έλεγα ότι η Ήπειρος, ως ανθρωπογεωγραφική ενότητα, έχει μεγάλη παράδοση φιλοπατρίας και μεγάλων χορηγών. Ας μην ξεχνάμε ότι το Μέτσοβο, ως προορισμός,  είναι δημιούργημα ενός ευπατρίδη από τη Γαλλία. Αντιθέτως, η φιλοπατρία στις περιοχές της Πελοποννήσου είναι σε χαμηλά επίπεδα.

Παρότι από την περιοχή κατάγονται σημαντικοί και επιτυχημένοι άνθρωποι, όπως οι Βασιλόπουλοι που έχουν τα σούπερ μάρκετ, ο Γιάννης ο Ανδρόπουλος που έχει την κατασκευαστική εταιρεία «Αθηνά», ο «Γερμανός» και πολύ άλλοι, βλέπουμε ότι η επιχειρηματικότητά τους δεν είναι στο αντικείμενο του εναλλακτικού τουρισμού. Από την άλλη πλευρά, ίσως να μην έχουν προσκληθεί ποτέ από την τοπική αυτοδιοίκηση να υλοποιήσουν από κοινού κάποιο αναπτυξιακό όραμα για την περιοχή, στο πλαίσιο των συμπράξεων που πλέον μπορούν να υλοποιηθούν μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: Όμως, ποιοι πιστεύεις ότι μπορούν να τα κάνουν όλα αυτά; Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, διάφορα πρόσωπα, ιδιώτες, η τοπική αυτοδιοίκηση; Και με ποιον τρόπο;  

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Πιθανώς, όλοι οι παραπάνω παράγοντες μαζί. Όμως, για να συμβεί αυτό, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η διαβούλευση, η συζήτηση μέσα από θεσμούς που προάγουν τον διάλογο, ώστε να δημιουργηθεί ένα ρεύμα στην περιοχή. Αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει μέσα από την καθιέρωση ενός τοπικού συνεδρίου.

Σε ένα άλλο επίπεδο, θα μπορούσε να συζητηθεί η δυνατότητα δημιουργίας συμπράξεων και μεταξύ Δήμων, ώστε να υπάρξει μια ολοκληρωμένη και συνολική πρόταση για την ανάπτυξη μιας ευρύτερης περιοχής. Παράδειγμα, ο άξονας Καλαβρύτων – Ολυμπίας, που περιλαμβάνει και τον Ερύμανθο.

Η συνεργασία μεταξύ των τριών Δήμων, Αροανίας, Λαμπείας και Φολόης, που υπάρχουν στην περιοχή θα μπορούσε να αξιοποιήσει συνολικά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και να συμβάλλει στην γενικότερη τουριστική της ανάπτυξη. Διότι, το ορεινό τουριστικό κέντρο των Καλαβρύτων, που προσφέρεται για χιονοδρομικό και θρησκευτικό τουρισμό, θα μπορούσε να συμπληρωθεί από το δάσος της Φολόης, και να αποκτήσει μια άλλη διάσταση. Το ίδιο και η περιοχή Ερυμάνθου, που θα μπορούσε να λειτουργήσει συμπληρωματικά ως προς τα Καλάβρυτα.

Τελικά, με αυτή την επιλογή, και το τουριστικό κέντρο εμπλουτίζεται και ενισχύεται ως προορισμός, αλλά ταυτοχρόνως, και η ενδοχώρα παίρνει την απαραίτητη ώθηση που χρειάζεται για να αναπτυχθεί. Η ανάπτυξη του τουρισμού στην ενδοχώρα της Πελοποννήσου αντιστοιχεί με τη δημιουργία ενός δυνατού μέσου για την αντιμετώπιση της ερήμωσης της υπαίθρου, την προσέλκυση νέων ανθρώπινων πόρων και την πολιτιστική και επιστημονική αναβάθμιση, που τόσο πολύ χρειάζεται η ερημωμένη αυτή περιοχή.

Πάντως, πιστεύω ότι περισσότερο από κάθε άλλη μέθοδο, το παράδειγμα είναι αυτό που μπορεί να λειτουργήσει πολύ αποτελεσματικά σε κάθε περίπτωση. Η τοπική κοινωνία και η τοπική αυτοδιοίκηση θα πρέπει να δουν, μέσα από το παράδειγμα, ποιες είναι οι δυνατότητές τους και πως πρέπει να λειτουργήσουν, προκειμένου να αλλάξουν σε τοπικό επίπεδο τα δεδομένα και να οδηγηθούν σε λύσεις που δεν προσφέρονται απαραίτητα από την κεντρική εξουσία.

Επίσης, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε και την σημασία της πληροφόρησης. Η  σωστή και χρηστική πληροφόρηση είναι ένα άλλο στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει στην τοπική ανασύνταξη και δραστηριοποίηση. Διότι, είναι γνωστό ότι οι ενδιάμεσοι του ελέγχου της πληροφόρησης και της γνώσης έχουν στήσει μεταξύ τους ένα δίκτυο και  δεν αφήνουν την τεχνοκρατική γνώση να διαχυθεί στον κάθε ενδιαφερόμενο, παραγωγικό και δημιουργικό πολίτη.

Σε ό,τι αφορά το παράδειγμα του «Ερυμάνθου» και την προσωπική μου δράση, πρέπει να δηλώσω ότι η τοπική διαπλοκή και γραφειοκρατία ξεπεράστηκε πολύ δύσκολα, σε πολλές περιπτώσεις. Αναφέρομαι στις περιπτώσεις εκείνες για τις οποίες ο πολίτης χρειάζεται να αξιοποιήσει ένα χρηματοδοτικό πρόγραμμα ώστε να υλοποιήσει μια επένδυση, π.χ. στον τουρισμό. Εν προκειμένω, θα πρέπει να είναι εγκαίρως ενημερωμένος και δικτυωμένος. Διότι δεν αρκεί μόνο να γνωρίζει πώς θα παράγει το προϊόν, αλλά και πώς θα δικτυωθεί για να το πουλήσει.

Περί «ιδιώτευσης»

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: Παρεμπιπτόντως, έχω μια πολύ ενδιαφέρουσα «εμβόλιμη» παρατήρηση, σχετικά με την εννοιολογία της λέξης «ιδιώτης», την ιστορική της εξέλιξη και το σημερινό της μετασχηματισμό, που λέει πολλά για τις γενικότερες παραστάσεις του σημερινού ανθρώπου και πολίτη.

Στην Αγγλική το “idiot” σημαίνει «βλαξ» και οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν «ιδιώτη» εκείνον που δεν μπορούσε να παίξει ρόλο στη αρχαία αγορά, οπότε αποσύρονταν κι έτσι γινόταν απομονωμένος. Σήμερα, η εννοιολογία αυτή έχει αλλάξει πρόσημο, δηλαδή «ιδιώτης» θεωρείται ο καπάτσος, ο έξυπνος, και αυτό μας λέει πολλά για τα πρότυπα και τις παραστάσεις του σημερινού πολίτη.

Οπότε, μετά τη συζήτηση «περί ιδιωτίας» ας πάρουμε το παράδειγμα της Ηλείας, η οποία υστερεί στην ανάπτυξη όχι γιατί στερείται φυσικών πόρων, αλλά γιατί στερείται συλλογικού πνεύματος. Κάποιοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η Ηλεία είναι από τις πιο πλούσιες περιφέρειες της Ελλάδας σε παραγωγικούς, πολιτιστικούς και τουριστικούς πόρους, αλλά παρόλα αυτά βρίσκεται στην ουρά της περιφερειακής ανάπτυξης.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Πράγματι, η Ηλεία διαθέτει όλες τις απαραίτητες  προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί στον τομέα του τουρισμού, και όχι μόνον. Μολαταύτα, εξακολουθεί να είναι από τις τελευταίες σε κατάταξη Περιφέρειες της Ελλάδας και της Ευρώπης και για αυτό, βέβαια, υπάρχει σοβαρή αιτιολογία.

Το ένα βασικό αίτιο είναι ότι, παραδοσιακά, οι κάτοικοι της Πελοποννήσου, και ιδιαίτερα της Ηλείας, στράφηκαν για την απασχόλησή τους προς τη δημόσια διοίκηση και τη στελέχωση του κράτους. Έτσι, δεν καλλιέργησαν το επιχειρηματικό πνεύμα που θα τους οδηγούσε σήμερα σε αναπτυξιακές επενδύσεις.

Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε ότι το θέμα της ανάπτυξης είναι και θέμα πολιτικών επιλογών. Το κράτος, ως επενδυτής και υποκινητής της οικονομίας, θα μπορούσε να παίξει κάποιον ρόλο και να υλοποιήσει βιομηχανικές ή τουριστικές  επενδύσεις και στην Ηλεία, όπως έκανε για παράδειγμα σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου.

Αλλά και η Ολυμπία, ως ειδική περίπτωση, θα μπορούσε να είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών Ελλήνων επενδυτών, χωρίς αυτό να έχει γίνει. Το παράξενο είναι ότι τόσο οι επιχειρηματίες όσο και οι θεσμικοί επενδυτές δεν βλέπουν κάποια μεγάλη  πρόκληση για επένδυση στην περιοχή της Ηλείας, σχετικά με αυτό που συμβολίζει η  Ολυμπία σε παγκόσμιο επίπεδο.

Εν προκειμένω, πιστεύω ότι λείπει εκείνο που ονομάζουμε «concept», ένα όραμα ιδεών και αναπτυξιακών πρωτοβουλιών από μια κυβέρνηση που βλέπει μακριά, ένα σχέδιο στη διάθεση των επενδυτών αλλά και της τοπικής κοινωνίας. Όμως, αυτό σημαίνει και κάτι άλλο: έλλειψη οργανωτικής, επιχειρηματικής και δρώσας πολιτιστικής  κουλτούρας στην περιοχή από τους ίδιους τους πολίτες.

Ένα άλλο θέμα που προκύπτει είναι γιατί σε μια περιοχή, με κάποια ιστορικά προηγούμενα στη διανόηση, δεν αναπτύσσονται πλέον νέες  δημιουργικές προτάσεις για το μέλλον. Η απάντηση βρίσκεται μάλλον στο γεγονός ότι τα τοπικά μέσα ενημέρωσης και ο τοπικός τύπος δεν παρέχουν την εκλαϊκευμένη πληροφόρηση που είναι απαραίτητη, προκειμένου τοπικοί φορείς και επιχειρηματίες, νέοι, γυναίκες και  μικροπαραγωγοί μιας περιοχής να κατανοήσουν εγκαίρως και επαρκώς τις προϋποθέσεις για μια διαδικασία επιχειρηματικότητας. Τέλος, απαιτείται και ένα κατάλληλο επιχειρηματικό περιβάλλον.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το οροπέδιο και το δρυοδάσος Φολόης, στο οποίο  θα μπορούσαν να αναπτυχθούν δεκάδες δράσεις, από παραγωγικές έως και οικοτουριστικές. Πρόκειται για έναν τόπο που διαθέτει και μεγάλες εκτάσεις, οι οποίες  θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν προς αυτό το σκοπό και να λειτουργήσουν ως  κίνητρο για τους νέους της περιοχή να επενδύσουν στον τόπο τους. Όμως, πώς μπορεί κανείς να προχωρήσει μόνος του, σε ένα αρνητικό επιχειρηματικό περιβάλλον και σε μια περιοχή όπου δεν υπάρχει η κατάλληλη επιχειρηματική κουλτούρα και η ζωντανή πολιτιστική ζωή;

Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι, ειδικά ο οικοτουρισμός, σε αντιδιαστολή με τον  μαζικό τουρισμό, απαιτεί υψηλά επίπεδα παροχής υπηρεσιών και έντονη τοπική πολιτιστική δραστηριότητα, με δράσεις ανάδειξης της παράδοσης και της φυσικής κληρονομιάς. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να σταθεί στο κενό μια οικοτουριστική επιχειρηματική  πρωτοβουλία, ακόμη κι αν στηρίζεται σε κεντρική πολιτική επιλογή.

Αν τώρα πάρουμε το παράδειγμα των Καλαβρύτων, όπου αναπτύχθηκε ο ορεινός τουρισμός με το χιονοδρομικό κέντρο, και εξετάσουμε την ιστορικότητά του, θα διαπιστώσουμε ότι εκεί υπήρξε μια συνειδητή προσπάθεια της τοπικής αυτοδιοίκησης  και επιπλέον μια μεγάλη κινητικότητα των τοπικών συλλόγων και της τοπικής διανόησης στο να αναδειχθούν πράγματα από τη ζώσα παράδοση. Επίσης, υπήρξε και η απαραίτητη κοινωνική κινητοποίηση και αλληλεγγύη, που υποστηρίχθηκε από όλους όσους κατάγονται από την περιοχή, και ειδικότερα όσους ασχολούνται με τη διανόηση. Άρα, το παράδειγμα των Καλαβρύτων δεν είναι τυχαίο. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες συντέλεσαν στην πραγμάτωση ενός συγκεκριμένου οράματος τοπικής ανάπτυξης.

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: Πάμε τώρα στην Ολυμπία. Εκεί, παρότι συντρέχουν πολλές προϋποθέσεις – ιστορικότητα του χώρου, μνημεία παγκόσμιας εμβέλειας, αναβίωση των Ολυμπιακών θεσμών κλπ – φαίνεται να μην υπάρχει η ανάλογη εξέλιξη. Κατά την άποψή μου, η αδυναμία αποδίδεται στην έλλειψη ενός συγκροτημένου οράματος από την τοπική αυτοδιοίκηση και την τοπική κοινωνία. Δεν υπάρχει ο απαραίτητος σχεδιασμός και η κατάλληλη αντίληψη για να εντάξει την Ολυμπία σε μια διαδικασία που να αφορά και το σύγχρονο κόσμο.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Σε αυτό θα πρόσθετα ότι ενδέχεται η τοπική αυτοδιοίκηση να μην αντιλαμβάνεται επαρκώς ότι πρέπει να έχει διαρκή επικοινωνία με τους πολίτες για θέματα τοπικής ανάπτυξης. Θα πρέπει να καταστήσει τους πολίτες συμμέτοχους σε αυτή τη διαδικασία ή καλύτερα να αναζητήσει και να συνεργαστεί με τους πολίτες εκείνους που μπορούν να συνεισφέρουν με τη σκέψη και τη δράση τους στην πραγμάτωση ενός τοπικού οράματος. Θα πρέπει να αναπτύξει τις κοινωνικές υποδομές και να καλλιεργήσει τους ανθρώπινους πόρους.

          Από την άλλη πλευρά, πιστεύω ότι χρειάζεται να υπάρξει δικτύωση των ανθρώπων που μπορούν να παίξουν κάποιο ρόλο στις τοπικές κοινωνίες. Σήμερα, πολλοί είναι εκείνοι που εκπέμπουν κάποιο μήνυμα, όμως ο λόγος τους είναι κατακερματισμένος και δεν έχει την απαραίτητη εμβέλεια ώστε να συσπειρώσει τον κόσμο και να αποτελέσει μια ενότητα εναλλακτικής πολιτιστικής και οικονομικής  παρέμβασης.

          Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να υποστηρίξουμε τον διάλογο. Εάν πραγματικά υπάρχει βούληση, από την πλευρά της τοπικής αυτοδιοίκησης, για ανάπτυξη και ευημερία, θα πρέπει να προηγηθούν ορισμένες ενέργειες. Αυτά τα προαπαιτούμενα είναι η διατύπωση του τοπικού οράματος σε ένα master plan, η καταγραφή νέων, παραγωγικών και γόνιμων ιδεών και η επικοινωνία αυτού του σχεδιασμού στην τοπική κοινωνία με συζητήσεις, διάλογο και παρόμοια μέσα.

Σε αυτό το σημείο φαίνεται και η πολιτική ευθύνη που υπάρχει σε κάθε περίπτωση. Οι τοπικές αρχές δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι ενδιαφέρονται για την τοπική κοινωνία, την τοπική ανάπτυξη, την περιφερειακή πολιτική και αποκέντρωση, χωρίς να έχουν την στήριξη της κοινωνίας. Εξάλλου, κανένας ιδιώτης δεν μπορεί να κάνει ένα μεγάλο και πρότυπο έργο οικοανάπτυξης από μόνος του, χωρίς τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας. Τέτοιες πρωτοβουλίες μπορούν να υλοποιηθούν μόνο από εκείνους που εκφράζουν τη συλλογικότητα.

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: Σε αυτό το σημείο νομίζω ότι μπαίνει το ζήτημα της επιχειρηματικότητας των Δήμων ή το πώς οι Δήμοι μπορούν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις συνεργασίας με ιδιώτες, κάτω από ένα συγκεκριμένο πλαίσιο.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Νομίζω ότι η τοπική αυτοδιοίκηση, πρώτη από όλους,  είναι η «Λυδία λίθος» για να συμβούν μια σειρά από θετικά πράγματα στις τοπικές κοινωνίες. Και αυτό ισχύει διότι η τοπική αυτοδιοίκηση έχει, καταρχήν,  θεσμοθετημένους πόρους και, επίσης, κτηματική και άλλη περιουσία, που μπορεί να αξιοποιήσει. Επιπροσθέτως, διαθέτει κύρος με το οποίο μπορεί να ανοίξει θέματα συνεργασίας με συλλογικές οργανώσεις και ιδιώτες, ώστε να συμβάλλει στη δημιουργία αναπτυξιακών πρωτοβουλιών. Πολλές φορές οι Δήμοι δεν χρειάζεται να δαπανήσουν  ούτε ένα ευρώ για τη διατύπωση ενός κοινού σχεδίου παρέμβασης και οικοανάπτυξης, καθώς μπορούν να επωφεληθούν των χρηματοδοτικών ευκαιριών που προσφέρει και η  Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο ρόλος των ΜΜΕ στην συγκρότηση του τοπικού οράματος

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η τηλεόραση είναι ένα πολύ  δυναμικό μέσο γιατί μπορεί και αξιοποιεί την εικόνα. Η εικόνα, ως γνωστόν,  καθυποβάλλει παραστάσεις, εικόνες, έννοιες και καθορίζει το φαντασιακό στον άνθρωπο. Επομένως, η τηλεόραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και θετικά και αρνητικά στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.

Στην προκειμένη περίπτωση, για την υπό εξέταση περιοχή Ερυμάνθου – Ολυμπίας – Καλαβρύτων, η εικόνα θα μπορούσε να παίξει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στην προώθηση του οικοτουρισμού, εάν υπήρχε μια τοπική παραγωγή σε ντοκιμαντέρ, που να αναδεικνύει όλα τα σημαντικά και ενδιαφέροντα στοιχεία αυτού του τόπου.

Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί αναδεικνύοντας θετικές αναφορές για τη συγκεκριμένη περιοχή στους περιηγητές, τους Αρχαίους συγγραφείς κλπ, όπως τις καταπληκτικές αφηγήσεις του Πουκεβίλ από την Ολυμπία στην Ψωφίδα ή του Παυσανία, του Πολίβιου και του Στράβωνα. Επίσης, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν τα θραύσματα αναφορών για τις πόλεις πέριξ της Ολυμπίας, που υπάρχουν στα κείμενα όλων των αρχαίων συγγραφέων. Τελικά, ο συνολικός πλούτος θα μπορούσε να αναδειχθεί μέσα από ένα ντοκιμαντέρ, με αναφορά στους μύθους, τις λατρείες, τα ηθικά προϊόντα, την αγορά και το θέατρο, τον τρόπο ζωής κ.τ.λ.

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: Δηλαδή μυθολογία, φυσικό κάλλος, ομορφιές, παραδοσιακά αρχιτεκτονήματα, γεφύρια, αλλά και άνθρωποι που βρίσκονται γύρω από αυτά, αποτελούν την πρώτη ύλη ανάδειξης και προβολής του τόπου. Ουσιαστικά, αυτό που θέλουμε είναι να επαναφορτίσουμε και να ενισχύσουμε τη μνήμη που είναι καταγεγραμμένη σε αυτή τη γη, στην ιστορία, στην ψυχή της ανθρωπογεωγραφικής ενότητας, που είναι συνδεδεμένη με το συγκεκριμένο περιβάλλον.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Η ανάδειξη όλου αυτού του πλούτου αξίζει τον κόπο, για όλους τους παραπάνω λόγους, αλλά και για τους ίδιους τους κατοίκους, οι οποίοι εκ των πραγμάτων δεν αντιλαμβάνονται τη συνολική αναπαράσταση της περιοχής τους, που περιλαμβάνει τις ιδέες, την ιστορία και τους μύθους της. Εξάλλου, αυτή η γνώση μπορεί να τους δώσει ιδέες και να τους ωθήσει σε νέους δρόμους δημιουργικότητας μέσα από την επιχειρηματικότητα.

Από την άλλη πλευρά, εάν θέλουμε οι τοπικές κοινωνίες να είναι σε θέση να αρθρώσουν έναν εναλλακτικό πολιτικό λόγο από αυτόν των εργολάβων και του τσιμέντου, είναι αναγκαίο να τους δοθεί μια άλλη παράσταση ιδεών και προτάσεων επιχειρηματικότητας, ώστε αυτό να μπορέσει να φθάσει, ως αντανάκλαση, στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Με αυτή την έννοια το επικοινωνιακό ζήτημα και η πολιτιστική αναβάθμιση είναι πολιτικές καθοριστικής σημασίας, που πρέπει να μπουν στο σχεδιασμό της περιφερειακής ανάπτυξης και του στρατηγικού σχεδιασμού που αναφέραμε  προηγουμένως.

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: Με άλλα λόγια, αναφέρεσαι στον πώς μπορούν οι τοπικές κοινωνίες να αποκτήσουν δύναμη, να αντλήσουν ιδέες και οράματα από το παρελθόν και να το μετουσιώσουν σε μια ποιοτική επιχειρηματικότητα με σεβασμό στο μύθο και στο περιβάλλον. Πόσο μάλλον σήμερα που τα περιθώρια ανάπτυξης σε αυτές τις περιοχές στενεύουν. Ωστόσο, το ουσιώδες είναι ότι αυτό το σχεδόν καταναγκαστικό περιθώριο τυχαίνει να και σύγχρονο και επίκαιρο, τόσο με όρους πολιτικής όσο και με όρους οικονομίας.

Τελικά, μπορούμε να πούμε ότι πέρα από την πιθανή αδυναμία ή ιδιοτέλεια κάποιων, που λαμβάνουν τις αποφάσεις για τέτοια ζητήματα, υπάρχει και ένα γνωστικό κενό, το οποίο αφήνει ανεκμετάλλευτες πολλές πληροφορίες και χαμένα πολλά κονδύλια, καθώς όταν αυτά δεν αξιοποιούνται επιστρέφονται στην πηγή τους.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Αφού, λοιπόν, εξετάσαμε το θέμα της ενεργοποίησης του ανθρώπινου υποκειμένου, από τη μεριά της επικοινωνίας και της πολιτιστικής διαδικασίας, μπορούμε να δούμε και την άλλη προσέγγιση, την καθαρά επιχειρηματική, για τον οικοτουρισμό, την πράσινη και πολιτιστική επιχειρηματικότητα. Γιατί ακόμη και οι επιχειρηματίες που ενδιαφέρονται για το κέρδος, προκειμένου να προσεγγίσουν μια περιοχή και να επενδύσουν, να κάνουν π.χ. ένα μεγάλο πολιτιστικό χωριό ή ένα οικοχωριό, χρειάζονται προηγουμένως όλη αυτή την επικοινωνιακή προβολή και ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της εν λόγω περιοχής.

Εγώ συμφωνώ ότι η επιχειρηματικότητα πολλές φορές είναι το κλειδί για την ανάπτυξη κάποιων περιοχών και την εξέλιξη των τοπικών κοινοτήτων, η οποία στηρίζεται στα κοινά συμφέροντα που απορρέουν από μια συνεργασία και στην κοινή συμφωνία για την παραγωγή ορισμένων προϊόντων. Για παράδειγμα, αν κάποιος θέλει να δημιουργήσει με επιτυχία μια επιχείρηση με βιολογικά προϊόντα, θα πρέπει να σχεδιάσει και τον τρόπο με τον οποίο θα βρει το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό από την τοπική κοινότητα και θα αξιοποιήσει όλους τους μικροπαραγωγούν που βρίσκονται τριγύρω. Επομένως, και  σε αυτή την περίπτωση υπάρχει μια σειρά από προαπαιτούμενα, τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη και να υπολογιστούν στη διαδικασία της οικοανάπτυξης.

Σχετικά με το ζήτημα των χαμένων πόρων, η τοποθέτησή μου είναι ότι αυτοί οι πόροι επενδύονται συνήθως στα μεγάλα αστικά κέντρα των Νομών, σε έργα υποδομής. Όμως, με αυτόν τον τρόπο ανοίγει ένας φαύλος κύκλος, διότι όσο παραμελείται η ύπαιθρος τόσο αυξάνεται η πόλη και, συνεπώς, χρειάζονται συνεχώς νέες υποδομές για να διατηρηθεί ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης για τους πολίτες της. Για να αντιμετωπιστούν όλες αυτές οι παρενέργειες χρειάζεται η πολιτική, με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, δηλαδή η πολιτική των πολιτών. Γιατί, μέχρι σήμερα, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν κάνουν πολιτική, αλλά απλή διαχείριση.

Η πολιτική των πολιτών θα μπορούσε να είναι το ενεργειακό φορτίο για να γυρίσει η «μυλόπετρα» και να δημιουργηθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Μετά από αυτό το όραμα, το σχέδιο και τον στρατηγικό σχεδιασμό, μπορούν να έρθουν οι τεχνοκράτες, οι οποίοι θα κάνουν τη δουλειά της υλοποίησης. Δηλαδή θα αναλάβουν να οδηγήσουν μια συγκεκριμένη επιχειρηματική πρωτοβουλία στην αποτελεσματικότητα και θα κατευθύνουν τους Δήμους, ως προς τις υποδομές που χρειάζονται, για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας.

Το παράδειγμα της Ολυμπίας

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Θέτοντας το στοιχείο της τεχνοκρατικής διάστασης, θα μπορούσαμε να δούμε ορισμένα παραδείγματα που θα αλλάξουν άρδην το τοπίο και την αντίληψη του επιχειρείν. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι αυτό που εσύ έχεις προτείνει για την Αρχαία Ολυμπία, που αξίζει να προσεγγίσουμε και να αναδείξουμε σε ευρύτερη κλίμακα.           

Αυτό που προτείνεις είναι ένα διεθνές πολιτιστικό και οικολογικό χωριό στην περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας, που το ονομάζεις «Πορτοκάλι», και το οποίο θα διαφοροποιείται από οτιδήποτε γίνεται στην περιοχή, σε σχέση με την πολιτιστική επιχειρηματικότητα και την οικολογία.

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: Πράγματι, βλέποντας ότι η Ολυμπία, εκτός από το μαζικό τουρισμό, έχει κι άλλα πράγματα να δώσει, πιστεύω ότι χρειάζεται να γίνουν προτάσεις που θα αξιοποιούν και θα περιλαμβάνουν τόσο τη μοναδική φύση της όσο και το στοιχείο του μύθου και της ιστορίας. Υπό αυτή την έννοια, η Ολυμπία δεν είναι μόνο ο αρχαιολογικός χώρος, το ιερό, αλλά είναι ολόκληρη η περιοχή γύρω από αυτό. Εγώ συμφωνώ με την άποψη που θέλει το ιερό να αποκτά ιστορικά την αίγλη που γνωρίζουμε, ακριβώς επειδή η φύση το επέβαλλε.

          ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Άρα πιστεύεις ότι αυτοί οι μύθοι, αυτές οι ιδέες που κάποτε έδιναν νόημα στον συγκεκριμένο χώρο, μπορούν να ξαναγοητεύσουν στη σημερινή εποχή και να δημιουργήσουν έναν νέο πόλο έλξης, με τρόπο που να προσεγγίζει το σύγχρονο άνθρωπο και τις ανάγκες του.

          ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: Ακριβώς. Για αυτό οι προτάσεις μας πρέπει να είναι σύγχρονες και ολιστικές, που να συνδυάζουν και να αξιοποιούν όλα τα στοιχεία που διαθέτει ακόμη αυτή η περιοχή, όπως τους μύθους, τη φύση, τα νερά της.

Κατά καιρούς έχω υποβάλλει στον Δήμο κι άλλα σχέδια τοπικής ανάπτυξης, στη βάση του πλούτου που συγκεντρώνει η Ολυμπία, όπως την μετατροπή της παραγωγής της περιοχής σε οικολογική και τη φιλοξενία ενός μεγάλου φυσιολατρικού και πολιτιστικού γεγονότος, ενός river – party, κάθε ολυμπιακό έτος. Παράλληλα, έχω προτείνει τη φιλοξενία ενός διεθνούς φόρουμ των μη κυβερνητικών οργανώσεων, που θα κορυφώνεται σε κάθε Ολυμπιάδα. Τέλος, έχω κάνει και την πρόταση για πολιτιστικές δράσεις, με την άμεση συμμετοχή των πρεσβειών των ξένων χωρών στην Ελλάδα, δύο εκ των οποίων κάθε χρόνο θα μπορούν να προβάλουν τη χώρα τους με εκδηλώσεις, εποπτικά μέσα, αντιπροσωπευτική μουσική και παραδοσιακή κουζίνα κλπ.

Όλα αυτά μπορούν να υποστηριχθούν και από το κορυφαίο γεγονός της αφής της Ολυμπιακής φλόγας που συντελείται εκεί, και το οποίο δυστυχώς παραμένει ανεκμετάλλευτο. Πρέπει να βρεθεί τρόπος ώστε ο συμβολισμός και η ενέργεια αυτής της γιορτής να δημιουργήσει νέα δεδομένα και περαιτέρω αποτελέσματα, κυρίως για την τοπική κοινωνία.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Θα ήθελα να σταθούμε και στο θέμα της οικοτουριστικής παρέμβασηςπέριξ του Ερυμάνθου, με τη συμμετοχή όλων των δήμων που αποτελούν αυτή την περιοχή. Οι επτά-οκτώ δήμοι που συγκροτούν την «παραεριμάνθια» περιοχή μπορούν από κοινού να υιοθετήσουν συγκεκριμένες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, όπως είναι το φυσικό πάρκο του Ερυμάνθου, τα τοπικά περιπατητικά μονοπάτια, η δημιουργία υποδομών για  ράφτινγκ στον Ερύμανθο και πολλές άλλες ιδέες, που έχουν σχέση και με την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου της Αρχαίας Ψωφίδας και την αποκατάσταση του ολυμπιακού μονοπατιού που διέσχιζε παλιότερα την Ψωφίδα μέχρι την Ολυμπία.

Μια πρόταση μεγάλης εμβέλειας, που έχει ήδη μπει σε εφαρμογή με το Πρότυπο Καινοτόμο Πρόγραμμα Ανάπτυξης, είναι να αξιοποιήσουμε το μύθο του Ηρακλή, με τη δημιουργία φυσικών και πολιτιστικών πάρκων, καθώς και άλλων υποδομών, σε κάθε περιοχή όπου υπάρχει αναφορά για τη δράση αυτού του μυθολογικού ήρωα. Έτσι θα δοθεί η δυνατότητα σε περιηγητές Έλληνες και ξένους να ακολουθήσουν οργανωμένα αυτή τη διαδρομή και να λάβουν την αντίστοιχη πληροφόρηση, σε συνδυασμό με διάφορα δρώμενα που θα υλοποιούνται παράλληλα. Όλη αυτή η δραστηριότητα θα μπορούσε να δώσει μια σοβαρή ώθηση στον εναλλακτικό τουρισμό και την οικοανάπτυξη της περιοχής.

Από κει και πέρα, οι άλλες προτεινόμενες διαδρομές του Ερυμάνθου αφορούν κυρίως τοπικές παρεμβάσεις, την ευθύνη για την υλοποίηση των οποίων μπορούν να έχουν οι Δήμοι. Πρόκειται για δράσεις λιγότερο σύνθετες, σε σχέση με το πρόγραμμα «Τόποι, Μύθοι και Άθλοι του Ηρακλή» αλλά εξίσου αποτελεσματικές και απαραίτητες για την τοπική ανάπτυξη.

Ένα τέτοιο έργο θα μπορούσε να είναι μια κυκλική διαδρομή του Ερυμάνθου, την οποία έχουμε ήδη μελετήσει. Εν προκειμένω, έχουμε προτείνει τα εξής σημεία: αν πάρουμε ως αφετηρία την Αθήνα, πρώτος σταθμός είναι τα Τριπόταμα, η Αρχαία Ψωφίδα, και δεύτερος σταθμός το μοναστήρι του Πορετσού στα Αγράμπελα, το οποίο βρίσκεται ήδη σε διαδικασία μετατροπής του σε οικοτουριστική υποδομή. Από τα Αγράμπελα συνεχίζουμε στην Κρυόβρυση, που είναι από τα πιο καταπληκτικά περάσματα του Ερυμάνθου, και μπαίνουμε στο Δήμο Λασιώνος. Η διαδρομή μέχρι του Πανόπουλου είναι καταπληκτική, στις παρυφές και στις διακλαδώσεις του Ερυμάνθου. Από τα νοτιοδυτικά καταλήγουμε στο δρυοδάσος της Φολόης, κοντά λίμνη του Πηνειού, και στην συνέχεια στην Αρχαία Ήλιδα. Από την Αρχαία Ήλιδα επιστρέφουμε στη Λαμπεία, ανεβαίνουμε μέχρι το ελατοδάσος της Δίβρης, και καταλήγουμε στις πηγές του Ερυμάνθου στην Αρχαία Ψωφίδα.

Επίσης, μια άλλη διαδρομή με αφετηρία την Πάτρα είναι προς το Δήμο Φαρρών  Από τη Χαλανδρίτσα, που είναι η έδρα του Δήμου, μπορούν να γίνουν διακλαδωμένες διαδρομές προς τις βορειοδυτικές παρυφές του όρους Ερύμανθος, όπου υπάρχουν πολύ σημαντικά ορειβατικά καταφύγια. Εξάλλου, προς την ίδια κατεύθυνση βρίσκεται και το ιστορικό Καλέτζι. Στην περιοχή υπάρχουν και οι αρχαιολογικοί χώροι της Αρχαίας Τριταίας.

Τέλος, μια διαδρομή μπορεί να οδηγεί στην Αρχαία Ολυμπία, μέσω του δρυοδάσους της Φολόης ή μέσω των δρόμων του νερού, που τον αποτελούν τα ποτάμια  Ερύμανθος, Λάδωνας και Λούσιος.

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: Όμως, εκτός από τις «παραερυμάνθιες» περιπατητικές διαδρομές, το φαράγγι του Ερυμάνθου είναι ένα τμήμα του ποταμού που ενθουσιάζει τους αθλητές του καγιάκ και του ράφτινγκ και ήδη αξιοποιείται για τέτοια σπορ. Αυτό το συγκεκριμένο τμήμα του ποταμού θεωρείται από τις πιο δύσκολες και ωραίες πίστες της Ευρώπης. Ο Ερύμανθος είναι ένας από τους τρεις ποταμούς της Ελλάδας που παρουσιάζει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον στη διαδρομή. Διότι το ποτάμι είναι άγριο, ορμητικό, με πεντακάθαρα νερά, περνάει μέσα από φαράγγι και δημιουργεί όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που ενθουσιάζουν τους λάτρεις του είδους. Παράλληλα, οι όχθες του έχουν πολλές εναλλαγές.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Πράγματι, αυτό είναι κάτι που ισχύει και ο «Ερύμανθος» έχει ήδη καθιερώσει «Το πέρασμα του Ερυμάνθου», δηλαδή ένα περπάτημα δίπλα στο ποτάμι, με πολύ ενδιαφέρον τοπίο. Βέβαια, αυτό είναι ένα μικρό κομμάτι από τη συνολική διαδρομή που φθάνει περίπου τα τριάντα χιλιόμετρα.

Εξάλλου, πέρα από το φυσικό τοπίο, κατά μήκος του ποταμού υπάρχουν και εμφανή δείγματα πολιτιστικής κληρονομιάς, τα οποία μπορεί άμεσα να δει και να θαυμάσει ο επισκέπτης. Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στα παραδοσιακά γεφύρια που ξεκινούν από την Ψωφίδα. Στη συνέχεια, ο επισκέπτης συναντά το Παραλογγίτικο γεφύρι και το Μιδιακίτικο γεφύρι. Και τα τρία αυτά γεφύρια είναι πέτρινα και αποτελούν μνημεία μεγάλης ιστορικής αξίας της νεότερης ιστορίας και αρχιτεκτονικής της περιοχής.

Επίσης, σε πολλά χωριά του Ερυμάνθου υπάρχουν νερόμυλοι και νεροτριβές, λόγω των άφθονων νερών που ρέουν στην περιοχή. Κάθε χωριό έχει επίσης τη μεγάλη του πηγή και τις λιθόκτιστες βρύσες του. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το Αγρίδι, οι Καμενιάνοι, το Λειβάρτζι, το Πορετσό  και τα Τριπόταμα με τους μύλους τους. Η Ορεινή, τέλος, έχει καταπληκτικούς μύλους και νεροτριβές.

Όλα αυτά είναι μνημεία έχουν αναδειχθεί από τον «Ερύμανθο», μέσα από μια πρωτοβουλία που ανέλαβαν οι νέοι μας στα πλαίσια ενός προγράμματος της «Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς». Έτσι, έχει γίνει μια προσπάθεια να αναδειχθεί το  χαρακτηριστικό στοιχείο της περιοχής, που είναι ο πλούτος και ο πολιτισμός του νερού.

Ακόμη, σε κάθε περιοχή υπάρχει τεράστια βιοποικιλότητα, ως προς τα στοιχεία που προσφέρει η χλωρίδα και η πανίδα. Η γνωστή «Πανάκεια» είναι ένα σπάνιο βότανο που φύτρωνε στην περιοχή. Όπως έχουμε δείξει και στο βιβλίο «Τα Χωριά του Ερυμάνθου και η Ιστορία της Αρχαίας Ψωφίδας», η «Πανάκεια» ήταν το βασικό εξαγώγιμο προϊόν στην αρχαιότητα. Κατά τον Διοσκουρίδη, η Πανάκεια της Ψωφίδας ήταν «Πλήστη και Αρίστη» και εξαγόταν μέχρι τα παράλια της Μικράς Ασίας. Τόση ήταν η φήμη της και σε τόση έκταση γινόταν το εμπόριό της. Λέγεται ότι ήταν ένας γαλακτώδης χυμός, τον οποίο καλλιεργούσαν όπως καλλιεργούν ένα κηπευτικό λάχανο. Σύμφωνα με κάποιους, η Ψωφίδα θεωρούνταν ως μια από τις πόλεις που είχε τη φαρμακοβιομηχανία της εποχής. Δυστυχώς, όμως, η δυνατότητα ταυτοποίησης της «Πανάκειας» έχει σήμερα χαθεί. Στο πλαίσιο των δράσεων που προωθούμε, όπως για παράδειγμα το φυσικό πάρκο του Ερυμάνθου, η έρευνα και η ανάδειξη της «Πανάκειας» είναι από τα βασικά θέματα.

Ένα άλλο προϊόν που χαρακτηρίζει την περιοχή είναι η πέστροφα του Ερυμάνθου, που είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Άλλωστε υπάρχει και επάνω στα νομίσματα της Αρχαίας Ψωφίδας. Σε αυτήν αναφέρονται όλοι οι περιηγητές της αρχαιότητας, μεταξύ άλλων και ο Παυσανίας. Οπότε είναι ένα πολύ ιδιαίτερο τοπικό προϊόν. Εξάλλου, η πέστροφα είναι ένα μέτρο της καθαρότητας του βιότοπου του Ερυμάνθου, καθώς αυτό το ψάρι δεν πάει σε μολυσμένα νερά, λ.χ. του Αλφειού.

Όμως, πρέπει να πούμε ότι τα τελευταία χρόνια η πέστροφα ψαρεύεται με βάναυσο τρόπο (χημικά κ.τ.λ.), με αποτέλεσμα να μειώνεται δραστικά, καθώς δημιουργείται πρόβλημα στο γόνο. Βέβαια, δεν έχει εξαφανιστεί, αλλά έχει μειωθεί δραματικά. Χρειάζονται άμεσα μέτρα προστασίας της πέστροφας του Ερυμάνθου, που μπορεί να είναι ένα πρόγραμμα εκτατικής καλλιέργειας, για παράδειγμα, ή η οργανωμένη, προστατευόμενη αλιεία και όχι απαραίτητα ένα ιχθυοτροφείο.

Εξάλλου, εάν προστατεύσουμε την πέστροφα,  προστατεύουμε αυτόματα και το οικοσύστημά της, που είναι ο Ερύμανθος. Εμείς ως Μ.Κ.Ο. έχουμε κάνει προσπάθειες ευαισθητοποίησης της τοπικής κοινωνίας στο παρελθόν. Αλλά προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθούν άμεσα και οι Δήμοι. Πράγματι, οι Δήμοι φαίνεται τώρα τελευταία να αναγνωρίζουν αυτό τον πλούτο. Θα μπορούσε και σήμερα η πέστροφα, εκτός από είδος διατροφής, να αποτελεί και στοιχείο προσέλκυσης επισκεψιμότητας στην περιοχή.

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: Εδώ μπορούμε να δούμε εάν οι πολιτιστικοί σύλλογοι που υπάρχουν μπορούν να παίξουν κάποιον ρόλο πίεσης προς αυτή την κατεύθυνση. Οι συνεταιρισμοί πώς βλέπεις ότι μπορούν να λειτουργήσουν σε μια σύγχρονη βάση και αντίληψη οικοανάπτυξης που συζητάμε;

          ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Εμείς έχουμε ξεκινήσει μια προσπάθεια με τους συλλόγους, αλλά με μέτρια αποτελέσματα. Μάλιστα ο «Ερύμανθος» έχει ωθήσει ορισμένους από αυτούς να κάνουν προγράμματα και έχει συμβεί, με την παρέμβαση και τη συμβουλευτική μας, να δημιουργηθεί ένα πολιτιστικό κέντρο, μια βιβλιοθήκη κ.τ.λ., όπως για παράδειγμα στο σύλλογο Λειβαρτζίου.

Ωστόσο, εμείς πιστεύουμε ότι οι σύλλογοι πρέπει να μπουν στη διαδικασία, πέρα από έναν ετήσιο χορό και μία κοπή πίττας, να κάνουν οικολογικές παρεμβάσεις, να δραστηριοποιηθούν γύρω από την πολιτιστική επιχειρηματικότητα. Ως ομάδα «Ερυμάνθου» έχουμε εκδώσει και έχουμε γράψει πολλά κείμενα για αυτό το σκοπό. Υπάρχει μια σχετική ανταπόκριση, κυρίως σε αμυντικούς αγώνες για την προστασία του ποταμού Ερυμάθου, όμως δεν υπάρχει ακόμα στους συλλόγους η απαραίτητη επιχειρηματική κουλτούρα ώστε να αναδειχθεί περισσότερο το περιβάλλον και η πολιτιστική επιχειρηματικότητα.

Οι νέες ιδέες και προτάσεις που έχουμε καταθέσει δεν έχουν αξιοποιηθεί ακόμη  από την τοπική αυτοδιοίκηση με πόρους. Δεν έχουν δοθεί τα κίνητρα, δεν έχει γίνει η απαραίτητη γόμωση μεταξύ συλλόγων και τοπικής αυτοδιοίκησης. Και αυτό είναι ένα από τα ζητούμενα που εμείς θέτουμε συνέχεια προς τους Δήμους, ότι πλέον όλοι πρέπει να πάρουμε πολύ πιο σοβαρά το ρόλο μας, σε σχέση με το περιβάλλον, τον πολιτισμό και την οικοανάπτυξη. Γιατί, ο εθελοντισμός που εμείς αναπτύσσουμε έχει περιορισμένα περιθώρια και δε μπορεί να καλύψει το κενό της Τ.Α. στον τομέα αυτό.

Από την άλλη πλευρά,οι συνεταιρισμοί μπορούν να έχουν νέο αντικείμενο, όπως είναι τα βιολογικά προϊόντα, όπου χρειάζεται τεχνογνωσία και οργάνωση. Ήδη στην Αρκαδία υπάρχουν πολύ επιτυχημένα παραδείγματα, όπου οι συνεταιρισμοί έχουν εξελιχθεί σε κατάλληλες δομές στήριξης αυτής της διαδικασίας. Επομένως, οι συνεταιρισμοί μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο, όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, καλύπτοντας το κενό της αγοράς για ποιοτικά προϊόντα και αξιόπιστους παραγωγούς. Επομένως, υπάρχει χώρος δραστηριοποίησης και για αυτούς, αρκεί να προσθέσουν νέο περιεχόμενο στη λειτουργία τους.

Έτσι κι αλλιώς σήμερα υπάρχει και μια άλλη τάση στην αγορά: η ζήτηση προς το ποιοτικό, το ξεχωριστό. Αυτή η τάση καθιστά απαραίτητο τον μικροπαραγωγό, τον μικροεπενδυτή, ο οποίος επενδύει δίπλα στο σπίτι του, χτίζοντας λ.χ. δύο δωμάτια για να νοικιάζει, καλλιεργώντας ταυτόχρονα και βιολογικά προϊόντα που μπορεί να προσφέρει στον επισκέπτη.

Όλο αυτό το πλαίσιο του οικοτουρισμού δε μπορεί να εξυπηρετηθεί ούτε να  καθοδηγηθεί από μια μεγάλη εταιρεία που κυνηγάει τα κέρδη. Εξάλλου, στην περιοχή  έχουμε ένα πολύ ζωντανό παράδειγμα, εκείνο της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Καλαβρύτων. Μπορεί οι πρωτοβάθμιοι συνεταιρισμοί να μαραζώνουν, ωστόσο η Ένωση  που έχει τη βιομηχανία γάλακτος, έχει καταφέρει να παράγει πολύ υψηλή ποιότητα, με ονομασία προέλευσης, να είναι περιζήτητη και προπωλημένη η παραγωγή της από την προηγούμενη χρονιά και να επεκτείνει τις δραστηριότητές της διαρκώς, φτάνοντας μέχρι την Ολυμπία, την Αρκαδία και την Αχαΐα για να συλλέξει γάλα. Είναι δηλαδή, μία παραγωγική μονάδα πολύ μεγάλης εμβέλειας, η οποία στηρίζεται σε πολύ χαμηλό ποσοστό κέρδους, προσφέροντας την υψηλότερη τιμή που θα μπορούσε ποτέ να πάρει ο παραγωγός. Αυτό το παράδειγμα μπορεί να επεκταθεί και στα βιολογικά προϊόντα.

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: Άρα, λοιπόν, υπάρχει μια νέα προσέγγιση και μια νέα εμπλοκή του συνεταιριστικού κινήματος στα σύγχρονα πράγματα και στη σύγχρονη οικονομία. Ποια είναι η διαφορά με τις εταιρείες λαϊκής βάσης;

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Ο συνεταιρισμός έχει το χαρακτηριστικό ότι δεν αποδίδει κέρδη, αλλά αποδίδει εισόδημα. Και αυτό εξακολουθεί να ενδιαφέρει την τοπική κοινωνία και τους παραγωγούς. Το κέρδος ενδιαφέρει τους μετόχους – ιδιώτες μιας επένδυσης. Ο σκοπός του συνεταιρισμού δεν είναι να παράγει κέρδος αλλά να δημιουργεί εισοδήματα και να μειώνει την κερδοφορία των μεσαζόντων. Ο συνεταιρισμός είναι ουσιαστικά θωράκιση για την προάσπιση του εισοδήματος των παραγωγών έναντι των εμπόρων.   

Βεβαίως, το συνεταιριστικό κίνημα είναι ακόμη δυσκίνητο ως προς την υιοθέτηση νέων ιδεών και επενδύσεων, επειδή χρειάζεται μια πρόταση να ψηφιστεί από όλους τους συνεταιρισμούς, τη γενική συνέλευση. Δηλαδή, υπάρχουν ακόμη κάποιες διαδικαστικές κωλυσιεργίες στη λειτουργία ενός συνεταιρισμού.

Η διαφορά με τις εταιρείες λαϊκής βάσης είναι ότι πρόκειται για ανώνυμες εταιρείες, με το χαρακτηριστικό της πολύ μεγάλης διασποράς μετοχών σε μια συγκεκριμένη περιοχή και την υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου αντικειμενικού κοινωνικού σκοπού. Σε αυτή την περίπτωση καθοριστικός παράγοντας για να αγοράσει κάποιος τη μετοχή της εταιρείας δεν είναι το προσδοκώμενο κέρδος, όπως γίνεται με τις χρηματιστηριακές μετοχές, αλλά ο σκοπός που πρέπει να εμπνέει τους ανθρώπους μιας περιοχής, κατοίκους και καταγόμενους, όπως η ενίσχυση του τοπικού εισοδήματος συνολικά. Γνωρίζουμε ήδη ότι έχουν γίνει συνεταιριστικές τράπεζες, με τη συμμετοχή όλων αυτών που αναφέραμε, οι οποίες επιτυγχάνουν θαυμαστά αποτελέσματα.

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: Θα μπορούσαμε εδώ να δώσουμε έναν ορισμό των εταιριών λαϊκής βάσης, με έμφαση στο σκοπό τους; Είναι πράγματι ποιο ευέλικτο εργαλείο σε σχέση με τον συνεταιρισμό;  

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Το παράδειγμα των συνεταιριστικών τραπεζών είναι ουσιαστικά μια μορφή εταιρίας λαϊκής βάσης με κοινωνικούς στόχους. Ένας σκοπός τους  είναι να δίνουν τη δυνατότητα επενδύσεων σε στρατηγικούς τομείς για την περιοχή  αλλά και ολόκληρη την οικονομία των αστικών κέντρων, επενδύοντας λ.χ. στην υγιεινή διατροφή. Ο ρόλος μιας τέτοιας εταιρείας είναι να παρέχει ποιοτική διατροφή στους κατοίκους της περιοχής αλλά και σε όλους όσους καταναλώνουν τέτοια προϊόντα, μέσα από το σύστημα της αγοράς.

Για παράδειγμα, ο Δήμος Αροανίας είναι ώριμος να προωθήσει την ιδέα του βιολογικού πάρκου του Ερυμάνθου. Σε αυτή την περίπτωση, το εργαλείο για κάτι τέτοιο  είναι οπωσδήποτε να δημιουργηθεί μια λαϊκής βάσης εταιρεία. Διότι, ο δήμος σαν δομή δε μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά την επιχειρηματικότητα, να υλοποιήσει, να εκτελέσει ένα τέτοιο έργο. Χρειάζεται να φτιάξει μια εταιρεία εξειδικευμένη. Και η  εταιρική μορφή που θα μπορούσε να προωθήσει ένα τέτοιο ζήτημα είναι αυτή της εταιρείας λαϊκής βάσης. Επομένως, σε ένα τοπικό συνέδριο, θα μπορούσε να μπει ως βασικό ζήτημα και αυτό: με ποια θεσμοθετημένα οικονομικά εργαλεία προχωράμε σήμερα στην οικοανάπτυξη;

Εδώ θα πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν επενδύει σε μια περιοχή όπου η απόδοσή του είναι σε χαμηλό επίπεδο. Δεν ενισχύει τον μικρό παραγωγό ή κτηνοτρόφο για να φτιάξει τα βιολογικά του προϊόντα. Αυτό μπορεί να το κάνει μόνο μια εταιρεία κοινωνικού χαρακτήρα, της κοινωνικής οικονομίας. Επομένως, αυτό θα πρέπει να γίνει συνείδηση έναντι οποιασδήποτε προσπάθειας ενάντια στη συλλογικότητα, τους συνεταιρισμούς και σε αυτές τις μορφές εταιρικής δραστηριότητας. Αυτό είναι ένα ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει όλη την Ελλάδα, τους Δήμους και τα κόμματα, σχετικά με το ποια λύση δίνουν στην ερήμωση της υπαίθρου και στο δημογραφικό πρόβλημα.

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: Η επερχόμενη απαξίωση των αγροτικών χωριών είναι μεγάλη και αυτό που ισχυρίζεσαι μπορεί να δώσει μια νέα ώθηση, στα επόμενα χρόνια, προς την μη εγκατάλειψη της υπαίθρου, ως φραγμός στην οπισθοδρόμηση και ελπίδα στην αντιμετώπιση του ζητήματος της ερήμωσης.

Όμως, θα μπορούσαμε να δώσουμε έναν ορισμό για τη «χάρτα οικοτουριστικών διαδρομών», που περιλαμβάνει ουσιαστικά όλα αυτά που προαναφέραμε;

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ: Πράγματι, η «χάρτα οικοτουριστικών διαδρομών» έχει σχέση με όλα αυτά που προαναφέραμε. Είναι βασικά οι οικοδιαδρομές, τα πάρκα, οι επιχειρήσεις, είναι ακόμα τα καταστήματα ειδών τοπικών εδεσμάτων και ειδών διατροφής, είναι όμως, κυρίως, τα θεσμικά εργαλεία που θα προωθήσουν μια τέτοια οικονομία.

Πάντως, δεν θα πρέπει να παρεξηγηθούμε ότι δίνουμε πολύ μεγάλη σημασία στον κοινωνικό τομέα, στους συλλόγους, στους συνεταιρισμούς, στις εταιρίες λαϊκής βάσης και δε βλέπουμε τη δυναμική που έχει η ιδιωτική επιχειρηματικότητα. Δεν εξαιρούμε το ρόλο της αγοράς, το ρόλο των ιδιωτών επιχειρηματιών που πραγματικά μπορούν να δώσουν πολύ μεγάλη ώθηση, όταν όμως έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες προϋποθέσεις και υποδομές. Αυτή είναι η διαφορά και αυτή είναι η διάκριση.

Πάντα, σε κάθε περίπτωση προηγείται η πολιτική απόφαση και η παρέμβαση ενός κυβερνητικού θεσμού ή η παρέμβαση μιας συλλογικότητας. Όταν δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις και ο σχεδιασμός αυτός προκαλέσει μία κινητικότητα, τότε ασφαλώς και οι ιδιώτες επιχειρηματίες θα δώσουν τη μεγάλη ώθηση στις επιμέρους οικονομικές δραστηριότητες με κίνητρο το κέρδος, το οποίο τελικά, λειτουργώντας προωθητικά, μεγεθύνει το οικονομικό αποτέλεσμα.

Κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και στη μικροπεριφέρεια του Ερυμάνθου. Διότι αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει η πρωταρχική κινητικότητα και, συγκεκριμένα στον οικοτουρισμό – αγροτουρισμό, δεν υπάρχουν τα πρώτα βασικά κίνητρα και οι υποδομές. Γι’ αυτό επιμένουμε ότι σε αυτή τη φάση πρέπει, πρώτα από όλα, να δώσουμε μεγάλη σημασία στο ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης και, κατά δεύτερο λόγο, να διευκολύνουμε  την περιφέρεια να κατανοήσει τα αιτήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Μια ορθολογική κυβέρνηση έχει συμφέρον να λειτουργήσει διορθωτικά προς την  περιφερειακή ανάπτυξη, να λειτουργήσει συνθετικά και να αξιοποιήσει τόσο την ιδιωτική πρωτοβουλία, όσο και την πρωτοβουλία των κοινωνικών φορέων. Αυτό είναι αποδεκτό σήμερα στη δυτική Ευρώπη, γι’ αυτό υπάρχουν και συγκεκριμένες πολιτικές για τον κοινωνικό τομέα, όπως είναι το Κοινωνικό Περιφερειακό Ταμείο Ανάπτυξης, οι πρωτοβουλίες για την τοπική απασχόληση, τα προγράμματα Leader – Interreg και Equal, που είναι πολιτικές οι οποίες ενισχύουν τον κοινωνικό τομέα της οικονομίας και ενεργοποιούν ανθρώπινους πόρους που διαφορετικά η αγορά δε θα μπορούσε να κινητοποιήσει. Εξάλλου, ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους και της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ορατός και από το γεγονός ότι ακόμη και η ιδιωτική επιχειρηματικότητα επιχορηγούνται για νέες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον αγροτουρισμό, οικοτουρισμό και τον εναλλακτικό τουρισμό.

Ο τουρισμός είναι μια επιχορηγούμενη επιχειρηματικότητα για τον εκσυγχρονισμό και για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Επομένως, θα πρέπει να δούμε το σύνολο αυτής της πολιτικής και θα πρέπει να κάνουμε μια κριτική για το πώς διατίθενται αυτοί οι πόροι. Γιατί είναι πολλοί αυτοί που θέτουν το ζήτημα, τόσο από την πλευρά της τοπικής αυτοδιοίκησης όσο και από την πλευρά των κοινωνικών εταίρων, ότι οι διαθέσιμοι πόροι δε φτάνουν πάντοτε στον τελικό δικαιούχο, όταν αυτός είναι ένας μικρός επιχειρηματίας, επαγγελματίας, ένας νέος ή μία γυναίκα που θα μπορούσε να αξιοποιήσει ένα επιχορηγούμενο πρόγραμμα. 

Εδώ υπάρχει πραγματικά ένα έλλειμμα. Γιατί να επιστρέφονται πόροι από το Γ’ ΚΠΣ αντί να υπάρξει μια πιο γενναιόδωρη πολιτική βούληση για την ενίσχυση των Μη Κυβερνητικών οργανώσεων, όταν είναι γεγονός ότι μόνο το 10% από τις οργανώσεις αυτές επιχορηγείται για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Και δεν λέμε ότι τα χρήματα  πρέπει να δίνονται χωρίς κριτήρια. Οι επιχορηγήσεις θα μπορούσαν να δίνονται για την υλοποίηση συγκεκριμένων πολιτιστικών ή άλλων δράσεων, για την υλοποίηση προγραμμάτων σχετικών με την πράσινη επιχειρηματικότητα κλπ.

Είναι επιτακτικό, λοιπόν, να γίνει ένας πιο ευνοϊκός προγραμματισμός σε πολιτικό επίπεδο για τον κοινωνικό τομέα και για τη δημιουργία τοπικής απασχόλησης. Για παράδειγμα, τα προγράμματα stage του ΟΑΕΔ δίνονται με φειδώ για τέτοιες δραστηριότητες, ενώ θα μπορούσαν να ενισχυθούν δράσεις οι οποίες, σε τελική ανάλυση, θα αποφέρουν ένα αποτέλεσμα στην τοπική οικονομία και θα αντιμετωπίσουν και το πρόβλημα της ανεργίας.

Από την άλλη πλευρά, ο τρόπος διαχείρισης των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης από τον ΟΑΕΔ οδηγεί σε δυσανάλογα αποτελέσματα σε σχέση με τους χρησιμοποιούμενους πόρους. Η εκπαίδευση και κατάρτιση που γίνεται τις περισσότερες φορές, δεν συνοδεύεται από την προοπτική για τους καταρτιζόμενους να βρουν σχετική απασχόληση στον καταρτιζόμενο τομέα. Αντιθέτως, εάν αυτοί οι πόροι πήγαιναν σε αναπτυξιακές πρωτοβουλίες που δημιουργούν απασχόληση, και μάθηση θα είχαμε αλλά και προστιθέμενη αξία στην περιοχή.

Τελικά, σε σχέση με όλα όσα συζητήσαμε παραπάνω, το μήνυμα για τις τοπικές κοινωνίες και την έξοδό τους από τη φάση της στασιμότητας, είναι η συνεργασία των συλλογικών οργανώσεων με τους φορείς της τοπικής διακυβέρνησης.

Διότι, όλα τα κινήματα που έχουν σχέση με την εθελοντική προσφορά και με τη μη κυβερνητική δράση αποφεύγουν συστηματικά και επίμονα κάθε ιδέα συνεργασίας με τις κυβερνητικές εξουσίες. Και αυτό βέβαια είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, διότι σε μια κοινωνία, οι θεσμοί συλλογικότητας που δημιουργούνται, οφείλουν να συνεργάζονται με τη διακυβέρνηση για το συντονισμό της αναπτυξιακής προσπάθειας και την απόδοση ολόκληρης της κοινωνίας. Διαφορετικά οι Μη Κυβερνητικές οργανώσεις λειτουργούν μόνο ως αμορτισέρ, για να μειώνουν τους κραδασμούς του συστήματος που δημιουργεί μεγάλη κοινωνική ανισότητα.