Το πιο εντυπωσιακό κοινωνικό φαινόμενο τον τελευταίο αιώνα, αν το καλοσκεφτούμε, είναι η μετατόπιση των αναγκών και των μορφών εργασίας παράλληλα με την υπερσυγκέντρωση πληθυσμού στα αστικά κέντρα. Ένα άλλο καθοριστικό φαινόμενο είναι αυτό της μισθωτής εργασίας που κυριάρχησε στην συγκεντροποίηση της παραγωγής αλλά και της υπερδιόγκωσης του οικονομικού ρόλου του κράτους, αν σκεφτούμε ότι περί το 1920 βρισκόταν στο 10% του ΑΕΠ, ενώ σήμερα στην Ελλάδα έχει ανέλθει περίπου στο 50%.
Τα οικονομικά μεγέθη των μετατοπίσεων όμως δεν σταματούν εδώ. Πριν ένα αιώνα το 80% της οικονομίας βασιζόταν κυρίως στην γεωργία και στην μεταποίηση για την ικανοποίηση βασικών αναγκών διατροφής. Ένα μεγάλο μέρος της εργασίας ήταν αφιερωμένο στην παραγωκατανάλωση, δηλαδή οι άνθρωποι της εποχής παρήγαγαν κυρίως για να τραφούν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους.
Οι νέες τεχνολογίες και η βιομηχανοποίηση της παραγωγής άλλαξαν άρδην τους συσχετισμούς αυτούς και διαχώρισαν τον παραγωγό από τον καταναλωτή. Η οικονομία εμπορευματοποιήθηκε και απογειώθηκε η μισθωτή εργασία. Σήμερα η αγροτική παραγωγή και η μεταποίηση μαζί δεν υπερβαίνουν το 17% του ΑΕΠ στη χώρα μας. Ένα μεγάλο ποσοστό περίπου 36% αφορά το λιανικό εμπόριο και το υπόλοιπο καλύπτεται από υπηρεσίες στις οποίες εξέχουσα θέση έχει ο τουρισμός, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις ψυχαγωγίας.
Όλες αυτές οι μετατοπίσεις σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της τεχνολογίας είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της παραγωγικότητας σε βασικά αγαθά και την απελευθέρωση του χρόνου των εργαζομένων, γεγονός που προσμετρείται στις ευεργετικές επιδράσεις της βιομηχανοποίησης, ενώ αντίστροφα αρνητικά όπως συμβαίνει, ο χρόνος αυτός απορροφάται και διοχετεύεται στον καταναλωτισμό της εμπορευματοποιημένης μαζικής κουλτούρας.
Σύμφωνα, με μια πρόβλεψη του Κέυνς το 1930, η ανάπτυξη της τεχνολογίας θα μπορούσε να μειώσει το ωράριο εργασίας σε 15 ώρες/εβδομάδα το 2000!
Αυτό ασφαλώς δεν συνέβη, όχι γιατί οι σύγχρονες τεχνολογίες δεν μπορούν να προσφέρουν επάρκεια τροφής και κάλυψης βασικών αναγκών στον κόσμο, αλλά γιατί το καταναλωτικό σύστημα εφευρίσκει νέες ανάγκες και προϊόντα που απορροφούν την ζωτική ενέργεια των κοινωνιών στο να καλύψουν βασικές ανάγκες του πληθυσμού.
Αντίθετα, τροφοδοτούνται φαντασιακές ανάγκες κοινωνικού στάτους, με συνακόλουθες παρενέργειες εκτροχιασμού από την ικανοποίηση ζωτικών αναγκών στην ικανοποίηση πλαστών/τεχνητών αναγκών.
Αυτό είναι η συνέπεια μιας «αόρατης σφήνας» μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Μία παρενέργεια και της μισθωτής εργασίας ,που υπνωτισμένη προσωρινά σε ένα ασφαλές περιβάλλον, συμβάλλει στον διαχωρισμό παραγωγού-καταναλωτή και επιτρέπει μια τεράστια αλυσίδα διαμεσολαβήσεων που ανεβάζουν τις τιμές των προϊόντων και φουσκώνουν τις κοινωνικές αξίες της ασημαντότητας ενός star system. Έτσι οι συνέπειες είναι ορατές:
· Στην τροφή, της οποίας η τιμή σε πολλές περιπτώσεις πολλαπλασιάζεται από το χωράφι, στο ράφι και στο χώρο εστίασης.
· Στην ψυχαγωγία, όπου η βιομηχανική κουλτούρα συγκεντροποίησε την παραγωγή και την κατανάλωση σε μια ολιγοπωλιακή αγορά (κανάλια και κέντρα διασκέδασης) που απορρόφησε με μύριους τρόπους σημαντικό τμήμα του εισοδήματος και του χρόνου των καταναλωτών.
· Στην «οικονομία – καζίνο», όπου τα τελευταία χρόνια έχουμε γνωρίσει διάφορες εκδοχές, από το χρηματιστηριακό καζίνο του 2000, στα ποικίλα τυχερά παιχνίδια μέχρι την μεγάλη «φούσκα» του χρηματοπιστωτικού τομέα των τραπεζών.
Οι τεχνολογικές αλλαγές από μόνες τους, παρά την θεαματική τους ανάπτυξη, ούτε τις ώρες εργασίας μείωσαν, ούτε τις βασικές ανάγκες για όλους ικανοποίησαν. Αντιθέτως, από την δεκαετία του 70 και πέρα οι ανισότητες σταδιακά αυξήθηκαν και το 1/3 σήμερα της κοινωνίας βρίσκεται στην ανεργία, αποκλεισμένο και από την παραγωγή και από την κατανάλωση.
Στο επικοινωνιακό επίπεδο, βομβαρδιζόμαστε από διάφορους τεχνοκράτες και πολιτικούς ότι οι νέες τεχνολογίες και η «έξυπνη» διαχείρισή τους θα λύσουν προβλήματα. Μας προβάλλουν «έξυπνα» προϊόντα τα οποία θα κάνουν την ζωή μας καλύτερη. Η πραγματικότητα όμως στο τελικό αποτέλεσμα είναι ότι οι πολίτες και τα κράτη διογκώνουν τα χρέη τους τα οποία σε βάθος χρόνου δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν. Εδώ είναι η αντίφαση και λαβύρινθος των αντινομιών στη χρήση των τεχνολογικών καινοτομιών.
Η χρήση της τεχνολογίας ως όπλο υπεροχής των μεγάλων εταιριών έναντι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και μικροπαραγωγών που οδηγεί στον οικονομικό και κοινωνικό αποκλεισμό μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
ΤΟ ΑΝΑΓΚΑΙΟ ΙΣΟΔΥΝΑΜΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗΣ ΘΕΣΜΙΚΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΠΑΡΑΒΛΕΠΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟΣΙΩΠΑΤΑΙ βέβαια, ότι η «έξυπνη» διαχείρισή» της γνώσης αφορά την οργανωτική και πολιτική τεχνογνωσία και την συμμετοχική οικονομία. Το αξίωμα ότι τα παραγωγικά μέσα και η ταχύτητα παραγωγής δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός. Τούτων δοθέντων, ως βαθύτερα αίτια της οικονομικής κρίσης η επανεφεύρεση της συνεργατικής-συνεταιριστικής εργασίας είναι η μόνη δυνατότητα δημιουργίας, νέων ευκαιριών εργασίας όπως δείχνουν οι παγκόσμιες τάσεις της οικονομίας.
Γνωρίζουμε βέβαια ότι για μια μεγάλη περίοδο απαξιώθηκε ο συνεργατισμός στην Ελλάδα, καθώς το κράτος δημιούργησε αντικίνητρα αυξάνοντας ραγδαία τις θέσεις εργασίας στο δημόσιο από 300,000 περίπου το 1975, στους 1,300,000 στο 2009. Αυτοί οι διορισμοί διόγκωσαν ως γνωστόν κατά αλόγιστο τρόπο το δημόσιο χρέος αυξάνοντας τη γραφειοκρατία και όχι την παραγωγικότητα του δημοσίου.
Παραδόξως εδώ οι τεχνολογίες της ηλεκτρονοποίησης δεν ωφέλησαν την κοινωνία αλλά, συγκεκριμένες γραφεικρατικές ελίτ και συντεχνίες. Το πρόβλημα επομένως εκτός από οικονομικό είναι πρωτίστως ηθικό και πολιτικό. Η ευημερία με δανεικά προεξοφλώντας μελλοντικά εισοδήματα, υποκλέπτει το μέλλον των νέων γενεών. Αυτή είναι μια ανήθικη πολιτική επιλογή. Όπως λέει και ο Θ. Τάσσιος, «πριν πτωχεύσουμε οικονομικά, είχαμε πτωχεύσει ηθικά».
Τώρα πλέον, παρατηρούμε μια αναγκαστική διαρκή μείωση των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Για παράδειγμα ηλεκτρονοποίηση στο χώρο των τραπεζών και η αυτοεξυπηρέτηση των συναλλασσόμενων με το e–banking θα απελευθερώσει θέσεις εργασίας και από αυτό το τομέα.
Που θα βρεθούν όμως οι νέες θέσεις εργασίας για να αντικαταστήσουν αυτές που χάνονται;
Η απάντηση είναι ότι μια νέα περίοδος αυτοαπασχόλησης και παραγωκατανάλωσης έρχεται ως αναπόφευκτη λύση. Το «κίνημα χωρίς μεσάζοντες» αλλά και η τάση για νέους καταναλωτικούς συνεταιρισμούς και γέφυρες συνεργασίας μεταξύ δικτύων καταναλωτών και παραγωγών είναι η πρώτη ένδειξη.
Αυτή η τάση παρεμποδίζεται προφανώς από την γραφειοκρατία και τις οργανωμένες συντεχνίες που είναι βολεμένες από το βιομηχανοποιήμενο και συγκεντρωτικό σύστημα οικονομίας. Η ανεργία όμως και η φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού πιέζουν και η μόνη απάντηση είναι η ενίσχυση της συνεργατικής- κοινωνικής οικονομίας.