Τα τελευταία 40 χρόνια ηγεμονία ανήκει σε παγκόσμιο επίπεδο στις αγορές, στους τραπεζίτες τις μεγάλες εταιρείες την ιδιωτική οικονομική. οι αγορές υπαγορεύουν τις αποφάσεις. Οι τραπεζίτες κυβερνούν έμμεσα και άμεσα γίνονται συχνά Υπουργοί οικονομικών. .
Οι αγορές επιβάλλουν τους όρους τους ελέγχουν τους οίκους αξιολόγησης. Επιβάλλουν την δημοσιονομική και νομισματική πολιτική και τον προσανατολισμό των επενδύσεων. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά, μεγάλες οικονομικές κρίσεις με αποκορύφωμα το 2008 που επέφερε μία παρατεταμένη ύφεση που συνεχίζεται και στις μέρες μας.. Πως προέκυψε όμως το «πρωτείο της αγοράς» και πιο εύστοχα των χρηματαγορών στη διαμόρφωση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, και πως παίζει καθοριστικό ρόλο σήμερα;
Στο επίκεντρο της απάντησης βρίσκεται το δόγμα της νεοκλασικής σχολής των οικονομικών ή αλλιώς η σχολή του Σικάγου που κυριάρχησε και ποδηγέτησε το οικονομικό σύστημα. Σε όλη αυτή την περίοδο η νεοκλασική σχολή πέτυχε το στόχο της την αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των πλουσίων, την απόλυτη ελευθερία του κεφαλαίου εις βάρος των δυνάμεων της εργασίας.
Σήμερα αυτό το δόγμα αναγνωρίζεται ως φονταμενταλισμός της αγοράς «Οι κύριοι υποστηρικτές του φονταµενταλισµού των αγορών εκτός από Φρίτμαν ο Αυστριακός οικονοµολόγος Φρίντριχ Χάγιεκ (…) Αντλώντας επιχειρήματα από το σώµα της φιλελεύθερης πολιτικής σκέψης του Τόµας Χοµπς, του Τζων Λοκ και του Τζων Στούαρτ Μιλλ, αποµειώνουν τους ανθρώπους στον «homo economicus», ένα ορθολογικό, εγωιστικό ζώο που αναζητά την ευτυχία του σε ηδονές φτηνών καταναλωτικών αγαθών και συσσώρευσης πλούτου». Για τους φονταμενταλιστές της αγοράς η ελεύθερη αγορά είναι η αρχή των πάντων.
Προβάλλει την Ελευθερία ως γενικότητα επιλογής για κάθε άτομο και την ταυτίζει με την Ελεύθερη αγορά των τραπεζιτών και των μεγάλων εταιρειών. Περουσιάζει τις μεγάλες οικονομικές αποφάσεις με την ελευθερία του οποιουδήποτε καταναλωτή να επιλέξει ένα προϊόν από ένα άλλο. Την μια μάρκα από την άλλη. Και ταυτίζει αυτή την Ελευθερία με Ελευθερία των τραπεζιτών να επιβάλουν τους όρους των χρηματοδοτήσεων και των φόρων που θα επιβληθούν από το κράτος, καθώς και την επιλογή των επενδύσεων που θα γίνουν όχι μόνο από τις επενδύσεις των ιδιωτών αλλά και με τις επιδοτήσεις του κράτους. Ως επιχειρήματα παραθέτει μια σειρά από σοφιστείες όπως: Η οικονομική ελευθερία είναι αυτοσκοπός. Η ελευθερία του ατόμου είναι έσχατος σκοπός. Ελευθερία είναι το δικαίωμα να μην ασφαλίζεσαι για το γήρας, να μη πληρώνεις φόρους για την παιδεία και την υγεία η οποία μπορεί να είναι ιδιωτική. Το χρήμα είναι πηγή της ελευθερίας αφού μπορείς να τα αγοράζεις όλα όσα θέλεις, αφού βέβαια το έχεις. Και μπορούν να το έχουν όλοι εφόσον εργάζονται και δεν είναι τεμπέληδες. Η αγορά χάρις στην αυτορυθμιζόμενη οικονομία της μπορεί να δημιουργεί θέσεις εργασίας για όλους. Άνεργοι είναι όσοι δεν θέλουν να δουλέψουν.
Τέλος, η δικαιολόγηση αυτής της ηγεμονίας της αγοράς γίνεται με την επίκληση στην φυσιοκρατία και κάτω από την σκιά του δικαίου του ισχυρού. Με άλλα λόγια του οικονομικού δαρβινισμού. Επομένως ο πλούτος δικαιωματικά ανήκει στους ισχυρούς. Αποκρύπτεται βέβαια ενώ αποσιωπάται ότι οι πηγές πλούτου από τη γη και οι φυσικοί πόροι μοιράστηκαν σε λίγους από το κράτος της ολιγαρχίας. Έτσι ενώ το δόγμα της νεοκλασικής σχολής μιλάει για δραστικό περιορισμό του κοινωνικού κράτους, σε καμία περίπτωση δεν θέλει να θιγεί το κράτος των προνομίων της οικονομικής ολιγαρχίας.
Ο κεϊνσιανος οικονομολόγος Joseph stiglitz στο βιβλίο του ο θρίαμβος της απληστίας και στη συνέχεια στο «τίμημα της ανισότητας» έχει μιλήσει για τις καταστροφικές επιδράσεις αυτής της οικονομικής σχολής. Θα εξετάσουμε λοιπόν το πρωτείο της αγοράς σε αντιπαράσταση με τις απόψεις των κενσιανών οικονομολόγων. Είναι προφανές πως πίσω από το πρωτείο της οικονομικής κρύβεται η ηγεμονία της οικονομικής ολιγαρχίας. Μία εξουσία που ασφαλώς δεν φανερώνει τις προθέσεις της και δεν μπορεί να πει καθαρά στην κοινωνία ότι ο αντικειμενικός της σκοπός είναι η κερδοσκοπία και όχι η ευημερία των πολλών. Για αυτό στην επικοινωνιακή της στρατηγική φοράει τη μάσκα της ελευθερίας.
Εδώ, αξίζει να επισημάνουμε ότι αυτή η ηγεμονία δοκιμάστηκε πλέον στην πράξη για ένα τρίτο του αιώνα και έχουμε ως αποτέλεσμα ότι ωφελήθηκε το 1% του πληθυσμού και ζημιώθηκε το 99%. Ο Τόμας Πικεττύ στο βιβλίο του «το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα» τεκμηριώνει με στατιστικά στοιχεία αυτή την εξέλιξη. Η άνιση κατανομή του πλούτου έγινε προφανώς υπέρ των πιο πλουσίων κι αυτό είναι το τίμημα της ανισότητας με καταστρεπτικές συνέπειες στην οικονομική ισορροπία και τη βιωσιμότητα του συστήματος που χρειάζεται κάθε φορά το κράτος ως πυροσβέστη για να σώσει τις τράπεζες από “Θρίαμβος της απληστίας” και τις αυτοκαταστρεπτικές συνέπειες. Μπορούμε να επισημάνουμε επίσης, αφ΄ ενός στο ληστρικό πλουτισμό των στελεχών οικονομικού συστήματος και αφ΄ετέρου, στις καταστρεπτικές συνέπειες του ίδιου του οικονομικού συστήματος το οποίο τελικά αυτοπαγιδεύτηκε από την ίδια παγίδα που έστησαν στους καταναλωτές προεξοφλώντας την εργασία του μέλλοντος για δυο γενιές. Την κρίση χρέους και των ενυπόθηκων δανείων.
Οι τραπεζίτες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ, υπερηφανεύονται για τα πανέξυπνα νέα επενδυτικά τους μέσα νέα προϊόντα που είχαν δημιουργήσει, τα οποία παρόλο που διαφημίζονταν ως μέσα διαχείρισης κινδύνων, ήταν τόσο επικίνδυνα που απείλησαν με κατάρρευση ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ.
Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης, ενέκριναν αυτά τα τοξικά μέσα ενώ το καθήκον τους ήταν να βάλουν φρένο στην επέκταση τους και έτσι εκμεταλλεύτηκαν και άλλους εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες και στο εξωτερικό να αγοράσουν τα τοξικά τους προϊόντα ανάμεσά τους πολλά συνταξιοδοτικά ταμεία.
Οργανισμοί που αναζητούσαν ασφαλείς τοποθετήσεις για χρήματα τα οποία είχαν βάλει στην άκρη οι εργαζόμενοι για τη σύνταξή τους, κοντολογίς οι χρηματοπιστωτικές αγορές των ΗΠΑ είχαν αποτύχει σε ότι αφορούσε τις ουσιαστικές κοινωνικές λειτουργίες της διαχείρισης κινδύνων κατανομής κεφαλαίων και κινητοποίησης αποταμιεύσεων, με παράλληλη διατήρηση του κόστους των συναλλαγών σε χαμηλά επίπεδα.
Οι τραπεζίτες φέρθηκαν άπληστα επειδή είχαν τα κίνητρα και τις ευκαιρίες για να εκμεταλλευτούν την ασυδοσία των συναλλαγών. Και αυτό είναι τώρα που πρέπει να αλλάξει λένε οι κεϊνσυανοί οικονομολόγοι.
Στον κολοφώνα της δόξας τους οι αγορές, τα χρόνια πριν από την κρίση παρουσίαζαν φουσκωμένες αγορές που απορροφούσαν το 40% από τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων. Όλες αυτές τις δραστηριότητες οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης της αξιολογούσαν με τρία ΑΑΑ..
Αυτό το φαινόμενο δεν είναι αποτέλεσμα τυχαίας εξέλιξης, αλλά μία σκόπιμη στρατηγική πού είναι η καιρός να αναγνωρίσουμε όσα συνέβησαν τα τελευταία 40 χρόνια. Για να αλλάξουμε ρότα είναι αναγκαία η διατήρηση αυτού του είδους κράτος κοινωνικής πρόνοιας που εξυπηρετεί όλους τους ανθρώπους.
Σύμφωνα με τις αρχές της δικαιοσύνης της ισότιμης μεταχείρισης της ισότητας των ευκαιριών- η οποία δεν προκύπτει από μόνη της αλλά κάποιος και ιδιαίτερα η κοινωνία πρέπει να φροντίσει για αυτό. Είναι προφανές ότι το κράτος στο βαθμό που εκφράζει την κοινωνία, δεν θα πρέπει να αιχμαλωτίζεται από άλλα ειδικά συμφέροντα των ελίτ, χρειάζονται αντίρροπες πολιτικές δυνάμεις.
Γιατί η κοινωνία και η πολιτεία μας έχουν πάψει να συμβαδίζουν όλοι οι ανθρώπινοι θεσμοί είναι επιρρεπής στα λάθη. Οι αγορές δεν είναι αλάνθαστες οι αγορές σφάλουν λέει λέει ο μεγιστάνας των χρηματαγορών Σόρος. Κανείς βέβαια από τους κενσιανούς οικονομολόγους δεν προτείνει να καταργήσουμε τις μεγάλες εταιρείες πολλές φορές όμως αυτές εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους ή βλάπτουν το περιβάλλον ή επιδίδονται σε πρακτικές καταστρατήγησης του ανταγωνισμού.
Το χειρότερο πρόβλημα είναι ότι υπονόμευσαν την πολιτική της πλήρους απασχόλησης και έφεραν τη λιτότητα ως συνέπεια. Από τη μια αυξάνοντας τα δημόσια ελλείμματα σε αντίθεση με αυτά που υποσχέθηκαν, με τον ενυπόθηκο δανεισμό για την επέκταση των κατασκευών κατοικίας και εμπορικών ακινήτων , με τις περικοπές στην κοινωνική ασφάλιση, τη λιτότητα και την ιδεοληψία της δεξιάς τον φετιχισμό των ελλειμμάτων, της έκπτωσης των φόρων προς τους πλούσιους.
Αυτή η εμμονή τελικά έφερε την αυτοπαγίδευση των τραπεζών με τα ενυπόθηκα δάνεια μέσα από την συμπαιγνία της υπερκοστολόγησης των κατοικιών για να βγουν άνετα τα μπόνους. Κατόπιν με το σκάσιμο της φούσκα πρότειναν για θεραπεία τη λιτότητα που αντί να μειώσει τις επιπτώσεις της κρίσης έκανε τα πράγματα χειρότερα.
Μια υπεύθυνη πολιτική για τη διατήρηση της οικονομίας σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης είναι η μακροοικονομική πολιτική νομισματική και δημοσιονομική για πηγαίνουν τα πράγματα καλά. Υπό αυτές τις συνθήκες οικονομία λειτουργεί σε σχεδόν κατάσταση πλήρους απασχόλησης.
Το σύμφωνο σταθερότητας “Σύμφωνο της Ουάσικτον” μας λέει πως οι σύγχρονη μακροοικονομική και νομισματική πολιτική η οποία επικεντρώνεται στο πληθωρισμό είναι η διατήρηση του σε χαμηλά και σταθερά επίπεδα, γεννά δήθεν τις μακροοικονομικές συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να ανθίσει μία οικονομία της αγοράς και να έχουμε συνεχή ανάπτυξη.
Ο πληθωρισμός αντίθετα σε ιδιαίτερα υψηλά και ασταθή επίπεδα μπορεί να αποτελέσει πρόβλημα. Ωστόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη πάνω από ένα τρίτο του αιώνα έχουν να αντιμετωπίσουν σοβαρό πρόβλημα με τον πληθωρισμό. Έτσι οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι προσηλωμένοι στα προβλήματά του χθες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα πιεστικά προβλήματα του σήμερα που προηγήθηκαν της Μεγάλης ύφεσης του 2008 λέει από την πλευρά του ο Ζοζέφ Στίγκλιτς.
Οι αγορές δεν αυτορυθμίζονται τελικώς. Οι αγορές αυτοκαταστρέφονται δίχως την προστασία του Κράτους. Το παράδοξο ιστορικό τους επίτευγμα όμως είναι ότι ελέγχουν με την οικονομική εξουσία το ίδιο το κράτος. Οι αγορές ασκούν οικονομική εξουσία από αυτό εξαρτάται η τεράστια δυναμική τους. Από την απόλυτη εξουσία της αγοράς πάνω στην κοινωνία. Αν αφαιρέσεις αυτή την απόλυτη εξουσία και εφαρμοστεί ο συμβιβασμός κράτους -αγοράς όπως εφαρμόστηκε ιστορικά με κεϊυνσιανό μοντέλο τότε, η ρύθμιση και η πρόληψη από τις αυτοκαταστροφικές τάσεις της αγοράς είναι εφικτή.
Η Κεϊυνσιανή σχολή
Η Κεϊυνσιανή σχολή βασίζεται στο συμβιβασμό κράτους και αγοράς στη βάση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, ξεκινώντας από την έλλειψη θέσεων απασχόλησης και τις ασυμμετρίες της παγκοσμιοποίησης που έχουν γεννήσει ανταγωνισμό για τις θέσεις απασχόλησης αποκαθιστά την ανισορροπία ώστε, Χαμένοι είναι οι εργαζόμενοι ενώ κερδισμένοι είναι οι ιδιοκτήτες κεφαλαίου.
Ένας από τους μύθους που προβλήθηκε από τη νεοκλασική θεωρία ήταν εκείνος της οικονομικής προσφοράς που λέει ότι, η φορολόγηση των πλουσίων θα περιορίσει την εργασία και την αποταμίευση, θα περιοριστούν και θα πληγούν οι εργαζόμενοι και οι εισοδηματίες και όχι μόνον οι πλούσιοι από την αυξημένη φορολογία.
Η οικονομική ιστορία των τελευταίων 30 χρόνων έδειξε ότι παρά τις μειώσεις των φόρων οι επενδύσεις σε αναγκαίους τομείς της οικονομίας, όπως είναι η υγεία, η πρόληψη η και η ασφάλιση, δεν αναπτύχθηκαν περαιτέρω και βλέπουμε σήμερα ιδιαίτερα το πρόβλημα στην Αμερική μετά την επιδημιολογική κρίση του κορονοιού πόσο επλήγη.
Ωστόσο σήμερα το πρόβλημά, δεν είναι η προσφορά αλλά όπώς δείχνει παρεμβατισμός με το πακέτο Βiden η ζήτηση. Οι μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν τα ρευστά διαθέσιμα και χρειάζεται να κάνουν οποία επένδυση θέλουν, Δεν υπάρχει ζήτηση για προϊόντα που αποφέρουν κέρδη αλλά για προϊόντα που είναι κοινωνικά αναγκαία όπως αναφέρεται παραπάνω.
Για να τονωθούν οι επενδύσεις πρέπει να επικεντρωθούμε στο καλύτερο δυνατό τρόπο τόνωσης της ζήτησης κι αυτό θα γίνει γεμίζοντας τις τσέπες των ανθρώπων της μεσαίας και κατώτερης τάξης.
Ποιο ήταν το πρωταρχικό ζητούμενο της ηγεμονίας της αγοράς, ήταν να περιοριστούν οι φόροι για να διευκολυνθεί το κεφάλαιο σε νέες επενδύσεις . Οι θιασώτες αυτής της αντίληψης επιμένουν ότι οι φόροι που επιβάλλει το κράτος δημιουργούν στρεβλώσεις αλλά αυτό δεν ισχύει ειδικότερα για τους φόρους των προσώπων των ακινήτων και των εκτάσεων στην πραγματικότητα βελτιώνουν την αποδοτικότητα της οικονομίας και υπάρχουν και κάποιοι νέοι φόροι που μπορούν να κάνουν περισσότερα αντί να επικεντρώνεται η φορολογία στην εργασία. Πρόκειται για η φορολογία μπορεί να επικεντρωθεί στις δραστηριότητες που ήταν το περιβάλλον όπως είναι το πετρέλαιο οι εξορύξεις οι εταιρείες χημικών και όλες οι τοξικές δραστηριότητες πού μολύνουν το περιβάλλον .Η φορολογία λοιπόν μ΄αυτή τη λογική ο ρυπαίνων πληρώνει.
Η πανδημία άλλαξε τον ρου της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, βύθισε στη Μεγάλη Ύφεση τις ισχυρές οικονομίες και πλήττει όσες στηρίζονταν περισσότερο στον τουρισμό και τις υπηρεσίες (κυρίως μεταφορές), που ήταν και οι πρώτοι δρόμοι που αποκόπηκαν για να ελεγχθεί η πανδημία.
Αυτές οι συνθήκες μας αναγκάζουν περισσότερο να προσέξουμε το παρεμβατικό και κοινωνικό κράτος για να βγει η οικονομία από τη μεγάλη στενωπό.
Το νέο κοινωνικό συμβόλαιο
Για να υπάρξει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο οι κεϊνσιανοί οικονομολόγοι προτείνουν τη δημιουργία ενός συστήματος πιο Προοδευτικής φορολογίας εισοδήματος και εταιρικών κερδών με λιγότερα παραθυράκια διαφυγής των μεγάλων εταιριών από το φορολογικό σύστημα ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα που θα φορολογεί τους κερδοσκόπους τουλάχιστον με τον ίδιο συντελεστή που ισχύει για τα μεσαία και χαμηλότερα εισοδήματα. Η Κευνσιανή Σχολή το αντίποδα της νεοκλασικής σχολής της σχολής του Σικάγο υποστηρίζεται από σημαντικούς οικονομολόγους που επισημαίνουν .
Ενα κοινωνικό Κράτος πού να στοχεύει στην υγειονομική περίθαλψη για όλους την βελτίωση της πρόσβασης για την παιδεία στην ενίσχυση άλλων προγραμμάτων κοινωνικής προστασίας και τη βοήθεια προς τους απλούς πολίτες να αποταμιεύουν.
Η υγειονομική περίθαλψη για όλους, έχει δύο σημαντικά εμπόδια στην προσπάθεια των ανθρώπων υλοποιήσουν τις οικονομικές τους φιλοδοξίες και και πολλές φορές μέσα στις απώλειες είναι και η απώλεια της εργασίας. Για παράδειγμα οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν το πιο ανεπαρκές σύστημα υγείας μεταξύ των προηγμένων βιομηχανικών χωρών με τις χειρότερες επιδόσεις και αυτό γιατί η υγειονομική περίθαλψη των ΗΠΑ ανέκαθεν παρεχόταν από συνεισφορές εργοδοτών ιδιωτικές ασφαλίσεις και όχι από το κράτος.
Το υψηλό κόστος οφείλεται ιδιωτικό χαρακτήρα των ασφαλιστικών ταμείων και φαρμακοβιομηχανιών ενώ άλλες χώρες με καλύτερο κοινωνικό κράτος και αλληλοασφαλιστικά ταμεία έχουν περιορίσει αυτές τις προσόδους. Είναι προφανές ότι η έλλειψη εύκολης πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη συνεισφέρει σημαντικά στην ανισότητα η οποία με τη σειρά της υπονομεύει την απόδοση της ίδιας της οικονομίας.
Η πρόσβαση στην παιδεία μπορεί να βελτιωθεί μόνο με την ποιότητα της δημόσιας Παιδείας και αυτό αποδεικνύεται σε όλο τον κόσμο οι κερδοσκοπικού χαρακτήρα σχολές είτε χρηματοδοτούνται με κρατικά δάνεια ή δάνεια με κρατική εγγύηση, είτε με ιδιωτικά δάνεια που συνοδεύονται από το βρόχο της αδυναμίας διαγραφή σε περίπτωση πτώχευσης. Με αυτές τις συνθήκες απέτυχαν να αυξήσουν τις ευκαιρίες ώστε να γίνει προσιτή η παιδεία για τους φτωχούς αλλά φιλόδοξους Αμερικανούς. Μπορεί μερικοί να βρουν καλύτερες δουλειές αλλά η συντριπτική πλειονότητα απλώς βγαίνει φορτωμένη με ακόμα μεγαλύτερα χρέη.
Χρειάζονται ενεργητικές μορφές εργατικής πολιτικής και ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας. Οι εργαζόμενοι θα χρειαστούν ενεργό συνδρομή για να μπορέσουν να μετακινηθούν από τις θέσεις απασχόλησης που χάνονται στις νέες θέσεις απασχόλησης που δημιουργούνται. Και αυτό μπορεί να γίνει με επένδυση στην Παιδεία την τεχνολογία προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι νέες θέσεις απασχόλησης είναι τουλάχιστον εξίσου καλές με εκείνες που χάνονται.
Επειδή το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα δυσκολεύεται να επανέλθει στη βασική λειτουργία της παροχής των χρηματοδοτικών κεφαλαίων για νέες επιχειρήσεις του μέλλοντος το κράτος είναι απαραίτητο να αναλάβει ακόμη πιο ενεργό ρόλο σε ότι αφορά τη χρηματοδότηση των νέων επιχειρήσεων που θα δημιουργήσουν και νέες θέσεις απασχόλησης.
Με αυτό το τρόπο θα γίνει και η αποκατάσταση της βιώσιμης και δίκαιης οικονομικής μεγέθυνσης, βασισμένης στις δημόσιες επενδύσεις η οποία θα παρέχει τα μέσα για να αντιμετωπίσουμε τα πλέον δυσεπίλυτα προβλήματα της κοινωνίας συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που προκαλούνται αυτή τη στιγμή από την ύφεση. Το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι προηγμένες οικονομίες της Δύσης και της Ευρώπης είναι η έλλειψη ζήτησης. Η τόνωση της ζήτησης και της κατανάλωσης μπορεί να γίνει μόνο με την παρέμβαση του κράτους για την πλήρη απασχόληση.
Η σχολή της ρύθμισης
Μια άλλη σχολή θεώρησης της οικονομίας είναι η σχολή της ρύθμισης η οποία βασίζεται στη θεωρία της κατανάλωσης. Η θεωρία κατανάλωσης της Ρύθμισης βασίζεται σε μία απλή και κομψή ιδέα. Στα προ-Φορντιστικά στάδια οι εργάτες εμπλέκονταν στο καπιταλιστικό σύστημα μέσω κυρίως της παραγωγής, ενώ η κατανάλωση τους παρέμενε προσανατολισμένη σε μη-καπιταλιστικά προϊόντα.
Οι βασικοί αγοραστές των καπιταλιστικών προϊόντων ήταν οι ίδιοι οι καπιταλιστές και τα μεσαία στρώματα. Με την ανάπτυξη του φορτικού μοντέλου μετά τη 2η βιομηχανική επανάσταση η ζήτηση προκαλείται σε μεγάλο βαθμό από την μαζική κατανάλωση των εργατικών μαζών. Έτσι κάθε περιορισμός στη μαζική κατανάλωση αντανακλά και στον περιορισμό της ζήτησης. Με αυτή τη λογική σήμερα η οικονομική κρίση είναι κρίση της ζήτησης στην οποία δεν μπορεί ασφαλώς να απαντήσει η πολιτική της λιτότητας που προτείνει η σχολή του Σικάγο και το Σύμφωνο της Ουάσιγκτον.
Μια δεκαετία πριν την ύφεση του 2008 η νέα σοσιαλδημοκρατία των Εργατικών στην Αγγλία του Τόνυ Μπλέρ και οι Γερμανική σοσιαλδημοκρατία του Σρέντερ εφάρμοσαν την οικονομική πολιτική του τρίτου δρόμου αποδεχόμενοι τον περιορισμό του κράτους στην οικονομία και ιδιαίτερα του κράτους πρόνοιας σε αυτούς που το έχουν πραγματικά ανάγκη.
Ο Γκίντενς θεωρητικός του τρίτου δρόμου μιλούσε για την ανανέωση της Σοσιαλδημοκρατίας σ’ έναν κόσμο, όπου οι απόψεις της παλαιάς αριστεράς έχουν πλέον καταστεί απαρχαιωμένες, ενώ οι θέσεις της νεοφιλελεύθερης παλαιάς δεξιάς έχουν αποδειχτεί ανεπαρκείς και αντιφατικές. Ο Γκίντενς πίστευε ότι η μάχη για τον περιορισμό των ανισοτήτων είναι πάντα αναγκαία και ότι μια κυβέρνηση μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά σε αυτήν. Ο τρίτος δρόμος διατύπωνε δεν επαγγέλλεται την κατάργηση του κράτους πρόνοιας· τάσσεται εναντίον των αλόγιστων κρατικών δαπανών, ενώ, αντίθετα, υποστηρίζει επενδύσεις σε τομείς όπως η εκπαίδευση. Στην παλιά διαμάχη για «περισσότερο» ή «λιγότερο» κράτος ο τρίτος δρόμος απαντά: περισσότερη δημοκρατία σε όλα τα επίπεδα. Πρόβαλε την τον ρόλο της κοινωνίας πολιτών και της κοινωνικής οικονομίας αλλά χωρίς σημαντικά αποτελέσματα σε πρακτικό επίπεδο.
Η προσέγγιση αυτή αποδείχθηκε στην πράξη συντηρικότερη των κεϊνσινών οικονομολόγων και σήμερα έχει εγκαταλειφθεί.
Η ανάπτυξη όμως της κοινωνικής οικονομίας και της πολιτικής για την πράσινη οικονομία παραμένει επίκαιρη. Βρίσκεται βέβαια πέραν του Κεϊνσιανου μοντέλου του κρατικού παρεμβατισμού, αφού εδώ πρόκειται για πρωτοβουλίες της ίδιας της κοινωνίας με τη δημιουργία κοινωνικών επιχειρήσεων.
Ο τέταρτος δρόμος είναι η κατεύθυνση που κινούνται σήμερα οι νέες πολιτικές δυνάμεις που βάζουν μπροστά την κοινωνία και την πολιτική. Ο κοινωνικός παρεμβατισμός στην οικονομία συνοψίζεται στο τρίπτυχο «ανταγωνισμός, στόχευση, μεταρρυθμίσεις». Με αυτή τη προσέγγιση άμεση προτεραιότητα πρέπει να είναι το σπάσιμο των μονοπωλίων, είτε αυτά είναι κρατικά (όπως στην Κίνα, την Ινδία κ.ά. αναπτυσσόμενες χώρες) είτε είναι ιδιωτικά όπως οι «πολύ-μεγάλοι-για-να-αποτύχουν χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί» των ανεπτυγμένων χωρών. Η εκτενής απελευθέρωση των επαγγελμάτων εμπίπτει σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία. «Δεύτερη προτεραιότητα πρέπει να είναι η επίθεση στην ανισότητα με πολύ πιο στοχευμένες και προοδευτικές κοινωνικές δαπάνες».
Αυτές οι δυνάμεις ξεκινούν από την κοινωνία και πρόκειται για κοινωνικό παρεμβατισμό μέσα από τις κοινωνικές συλλογικότητες και έχει ανάλογη αφετηρία όπως εκείνη που το οικολογικό κίνημα για την κλιματική αλλαγή και τη πράσινη οικονομία.
Συντάκτης Βασίλης Τακτικός