Ο ψηφιακός μετασχηματισμός , το ψηφιακό κράτος, και οι ψηφιακές συναλλαγές με τις τράπεζες διευκολύνουν τις μεταρρυθμίσεις, περιορίζουν το γραφειοκρατικό κόστος αλλά, ας μην έχουμε αυταπάτες, δημιουργούν λιγότερες θέσεις μισθωτής εργασίας, από εκείνες που καταργούν. Όλες οι σχετικές μελέτες σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν.
Το θετικό σ΄ αυτή την υπόθεση είναι ότι διευκολύνεται, η αυτοεξυπηρέτηση των πολιτών (self serves) και μειώνεται από αυτή τη συνθήκη το λειτουργικό΄κόστος του κράτους, εξοικονομώντας χρόνο και χρήμα για τους πολίτες. Έτσι όμως αφαιρείται και ένα επιχείρημα για τους νεοφιλελεύθερους για το υπερβολικό κόστος του κράτους. Για μισθωτές θέσεις εργασίας που χάνονται η μόνη ρεαλιστική θέση για να διατηρηθούν κάπως οι θα ήταν η μείωση του ωραρίου εργασίας.
Το πραγματικό κέρδος λοιπόν της εργασίας ως αγαθό, από την ψηφιακή τεχνολογία, είναι η δυνατότητα αυτοδιαχείρησης και αυτοαπασχόλησης και ο χρόνος που εξοικονομείται μαζί με τη δυνατότητα μεταφοράς οικονομικών πόρων από την υλική παραγωγή στην οικονομία της κοινωνικής φροντίδας, όπου υπάρχουν πάντοτε πολλές πραγματικές ανάγκες.
Το άλλο «κέρδος» του ψηφιακού μετασχηματισμού είναι στο περιβαλλοντικό αποτύπωμα και η ενίσχυση της πολιτικής για το κλίμα.
Δεδομένου ότι, όλες οι προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις που είχαν ως καύσιμο τον άνθρακα και το πετρέλαιο, έφεραν περιβαλλοντικές καταστροφές και την μεγάλη απειλή της κλιματικής αλλαγής.
Η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση με καύσιμο το υδρογόνο και τον ηλεκτρισμό και με μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα, ανατρέπει αυτό το φαύλο κύκλο για τη βιωσιμότητα της βιόσφαιρας. Ο ενάρετος κύκλος διαχείρισης για το περιβάλλον ανήκει πλέον στη δημοκρατία.
Ταυτόχρονα σπάει το φράγμα της στενότητας των πόρων έχοντας ως δυνατότητα πηγή ενέργειας την αφθονία του ήλιου. Η ψηφιακή τεχνολογία, η τεχνητή νοημοσύνη και η βιοτεχνολογία μας δίνουν άπειρες δυνατότητες για οικολογική βιομηχανική παραγωγή, όπως για παράδειγμα την κατασκευή δέρματος για παπούτσια από βιοκαλλιέργειες χωρίς να σφάζονται ζώα.
Αυτές οι νέες συνθήκες ωθούν πιεστικά προς αναθεώρηση των οικονομικών και πολιτικών δογμάτων. Υπάρχει μια πρόκληση αναστοχασμού. Οι τεράστιες ανισότητες που απειλούν τα κράτη με κρίσεις χρέους, δεν είναι φυσική επιλογή, ούτε η επικαλούμενη ολιγαρχικής προέλευσης αξιοκρατία είναι το έλλειμμα. Το πρόβλημα ξεκινάει από την ιδεολογική κατασκευή, από την πίστη ότι το πρωτείο ηγεμονίας ανήκει στο άτομο και στην αγορά. Και άρχεται από αυτούς που νέμονται την πολιτική εξουσία και την οικονομική εξουσία μαζί.
Οι δύο όψεις της δημοκρατίας
Η δημοκρατία σήμερα παρουσιάζει δύο όψεις πρώτον: τα δημοκρατικά ανθρώπινα ατομικά δικαιώματα και ελευθερία του λόγου και δεύτερον: την οικονομική Δημοκρατία που κυριαρχείται από την οικονομική ολιγαρχία και την πυραμιδική άσκηση της οικονομικής εξουσίας. Το γεγονός της διόγκωσης των ανισοτήτων δεν αναιρεί τις πολιτικές ελευθερίες που εξασφαλίζει η μονοδιάστατη δημοκρατία. Η θεωρία της μεταδημοκρατίας που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια σε κάποιους πανεπιστημιακούς κύκλους, αγνοεί ένα τεράστιο πλέγμα θεσμών που εξασφαλίζουν τα ατομικά δημοκρατικά δικαιώματα και εστιάζει μόνο στην υποχώρηση της οικονομικής δημοκρατίας. Η προσέγγιση αυτή είναι λάθος.
Είναι λάθος γιατί ακριβώς αυτοί οι θεσμοί της πολιτικής δημοκρατίας συνιστούν τη επιτρέπουν σήμερα στην Ευρώπη και στην Αμερική μετά την κρίση της πανδημίας να επιστρέψουν στο παρεμβατικό κράτος και το κοινωνικό κράτος για οικονομική ενίσχυση των αδυνάτων.
Για να δούμε τι ακριβώς συνέβη με την οικονομική δημοκρατία τον 20 αιώνα αξίζει να μελετήσουμε το βιβλίο του Τόμας Πικεττύ «το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα».
Ο 20ός αιώνας σημαδεύτηκε αρχικά από τη μείωση των ανισοτήτων. Οι πόλεμοι προκάλεσαν μια χωρίς προηγούμενο ανακατανομή του συσσωρευμένου πλούτου. Η ανάπτυξη, όμως, σε συνθήκες ειρήνης οδήγησε στην αύξηση των ανισοτήτων, καθώς η απόδοση του κεφαλαίου είναι μεγαλύτερη από τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Ταυτόχρονα, ένα νέο φαινόμενο επιτείνει τις ανισότητες: η εκτόξευση, πέρα από κάθε λογική, των αμοιβών της ελίτ των μάνατζερ.
Επιπροσθέτως, οι μεγάλες περιουσίες εξασφαλίζουν τόσο υψηλότερες αποδόσεις όσο μεγαλύτερη είναι η αρχική συσσώρευση πλούτου. Το αποτέλεσμα είναι μια συνεχής διεύρυνση των ανισοτήτων, που ξαναφέρνει τον κόσμο μας στο ακραίο σημείο που βρισκόταν πριν ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι αρχές της αξιοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης υποχωρούν.
Το βιβλίο βέβαια, δεν προτείνει κάτι άλλο ως λύση από αυτό που προτείνει η κλασική σοσιαλδημοκρατία: χρειάζεται διεθνής συνεργασία λεει ο Πικεττυ για την επιβολή ενός παγκόσμιου φόρου στο κεφάλαιο. Αυτό αποτελεί επείγουσα ανάγκη, καθώς η αύξηση των ανισοτήτων συνιστά άμεση απειλή για τη δημοκρατία.
Το θεωρητικό πρόβλημα με αυτό το εξαιρετικό βιβλίο που καταγράφει με ακρίβεια τα οικονομικά μεγέθη και την εξέλιξη των ανισοτήτων τους τελευταίους δύο αιώνες, είναι ότι δεν προτείνει κάτι άλλο ως λύση από αυτό που προτείνουν οι παραδοσιακοί σοσιαλδημοκράτες οι οποίοι μιλούν για επιστροφή στο κράτος πρόνοιας και υψηλή φορολογίας στους πλούσιους.
Όπως και οι οπαδοί του τρίτου δρόμου που μιλούν για εκσυγχρονισμό και στοχευμένο κράτος πρόνοιας για αυτούς που δεν μπορούν να εργαστούν. Αντίστοιχα άλλοι θεωρητικοί της σοσιαδημοκρατίας όπως η Σέρι Μπέρμαν μιλούν για το «Πρωτείο της πολιτικής» έναντι της οικονομίας και της αγοράς αλλά στο τέλος δεν έχουν κάτι άλλο προτείνουν από διορθωτικές παρεμβάσεις του καπιταλισμού από το κράτος, μέσα από μια νεοκενσυανική προσέγγιση της πολιτικής.
Αναγνωρίζουν βέβαια ότι, σήμερα η φιλελεύθερη δημοκρατία βρίσκεται σε κρίση Όχι γιατί απειλείται από κάποιους εξωτερικούς εχθρούς αλλά ,από τις αντιφάσεις του ίδιου του συστήματος που οδηγούν στις οικονομικές κρίσεις αλλά, δεν προτείνουν τίποτε για ένα εναλλακτικό παραγωγικό παραδειγματικό μοντέλο.
Για τον τρίτο τομέα της οικονομίας που αναδύεται μέσα από την συνεργατική οικονομία και κατέχει ήδη το 10% της οικονομίας στις δυτικές αναπτυγμένες χώρες. Για την οικονομία της κοινωνικής φροντίδας που σε αντιδιαστολή με τη ψηφιακή τεχνολογία δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας και απαντά στην κρίση της συρρίκνωσης της μισθωτής εργασίας. Αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να είναι και μια εναλλακτική προσέγγιση για τη νέα σοσιαλδημοκρατία.