Σε μια περίοδο δραματικής μείωσης της χρηματοδοτικής ενίσχυσης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα από το κράτος, η μόνη διέξοδος αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής που διαφαίνεται στους δήμους είναι οι εφαρμογές κοινωνικής οικονομίας.
Ειδικότερα, εάν λάβουμε υπόψη ότι η φορολογική δυνατότητα έχει προ πολλού εξαντληθεί για τους νομοταγείς πολίτες, ώστε να συγκεντρωθούν πρόσθετοι φόροι και τέλη.
Πως μπορούν όμως με λιγότερη χρηματοδότηση του κράτους να γίνουν αναπτυξιακές επενδύσεις και σε κοινωνικές υποδομές;
Η κοινωνική οικονομία δίνει την απάντηση σε αυτό το ερώτημα με την επινόηση μιας νέας σύνθετης πολιτικής και οριζόντιας συνεργασίας σε επίπεδο Τοπικής Κοινωνίας, Τοπικής Αυτοδιοίκησης και συνεργαζόμενων φορέων και επιχειρήσεων.
Η κοινωνική οικονομία, με έξυπνο τρόπο μπορεί να συγκεντρώσει κοινωνικό κεφάλαιο και ανενεργούς υλικούς ανθρώπινους πόρους με το συνεργατισμό και, όπως μια μεγάλη λιμνοδεξαμενή που συγκεντρώνει το νερό της βροχής και το χειμάρρων για αρδευτικούς σκοπούς, να δημιουργήσει νέα αναπτυξιακά δεδομένα.
Έτσι, με οργανωτικό μέσο τις κοινωνικές Συμπράξεις και τις κοινωνικές επιχειρήσεις, μπορούν να γίνονται επενδύσεις και να ανοίγουν δουλειές με μικρό χρηματικό κεφάλαιο και κόστος διαμεσολάβησης, εκεί που διαφορετικά κυριαρχεί η ανεργία και η φτώχεια.
Οι κοινωνικοί Συνεταιρισμοί και οι κοινωνικές αναπτυξιακές συμπράξεις μπορούν να χαρακτηριστούν το θεσμικό εργαλείο για αυτό το σκοπό.
Με μοχλό την κοινωνική υποστήριξη των Δήμων και των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών, άνεργοι και οικονομικά αποκλεισμένοι βρίσκουν δουλειά και κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων λειτουργούν ακόμη και με το μισό χρηματικό κόστος, περιορίζοντας τη γραφειοκρατική διαμεσολάβηση.
Τα οφέλη σε κάθε περίπτωση είναι πολλαπλά, όχι μόνο στη αντιμετώπιση ανεργίας και φτώχειας, αλλά και στη διεύρυνση κοινωνικής και αναπτυξιακής πολιτικής .
Υπό αυτή την έννοια, η κοινωνική οικονομία λειτουργεί ως καινοτόμος Κοινωνική Πολιτική προς δύο βασικές κατευθύνσεις:
- Πρώτον, στη μείωση των τιμών υπέρ των καταναλωτών και του κόστους ανταλλαγών και διαμεσολάβησης, καθώς και υπέρ της ανταγωνιστικότητας και της βιωσιμότητας μικρών επιχειρήσεων και παραγωγών μέσω των συνεταιρισμών.
- Δεύτερον, στη συμπληρωματικότητα του κράτους πρόνοιας, προσφέροντας εναλλακτικές λύσεις και δυνατότητες.
Η μεταβίβαση μέρους της πολιτικής “πρόνοιας” του κράτους προς τα κάτω, στο επίπεδο της πρωτοβάθμιας εξουσίας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, έχει μια σειρά από πλεονεκτήματα, καθώς σ’ αυτό το επίπεδο γίνεται εφικτή η υποστήριξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας, που ενσωματώνει το κοινωνικό κεφάλαιο, την αλληλεγγύη, τον εθελοντισμό, την κοινωνική ευθύνη και τη συμμετοχή για την τοπική ευημερία.
Κλειδί, λοιπόν, αυτής της κοινωνικής πολιτικής καινοτομίας είναι η συμπληρωματικότητα του κράτους πρόνοιας από την κοινωνική οικονομία της αγοράς.
Υπάρχουν πλήθος εφαρμοσμένων παραδειγμάτων συνεργατισμού και κοινωνικής οικονομίας, που επικυρώνουν αυτή την παραδοχή, σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενώ, στην Ελλάδα αντίστοιχα, υπάρχει θεσμικό έλλειμμα που είναι ανάγκη να καλυφθεί γρήγορα.
Χρειάζεται όμως ανάλογη προσοχή, όπως σε όλα τα άλλα διαρθρωτικά ελλείμματα που επηρεάζουν την κρίση χρέους και δυσκολεύουν την ανάκαμψη.
Τηρουμένων των αναλογιών, ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στην Ελληνογερμανική συνεργασία στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ώστε να βρεθεί ένα νέο γόνιμο πεδίο εφαρμογών με χειροπιαστά αποτελέσματα στους τομείς της κοινωνικά υποστηριζόμενης γεωργίας στα farm market, στις υπηρεσίες υγείας και στο τουρισμό.
ΟΙ ΤΟΜΕΙΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ
Ιδιαίτερη σημασία της μείωσης του κόστους διαμεσολάβησης πρέπει να δοθεί στους τομείς διατροφής υγείας και πράσινης ανάπτυξης.
Όπως είναι κατανοητό, το έλλειμμα διατροφής – στέγασης και υπηρεσιών υγείας χαρακτηρίζει κατ’ εξοχήν μια κατάσταση φτώχειας.
Γι’ αυτό το λόγο, η κοινωνική οικονομία επικεντρώνεται καταρχήν σε αυτούς τους τομείς. Ένα πρόγραμμα που μειώνει τις τιμές στους παραπάνω τομείς έχει ιδιαίτερη σημασία για την κοινωνική πολιτική.
Στη Γερμανία, γνωρίζουν πολύ καλά και εφαρμόζουν την κοινωνική οικονομία της αγοράς από το 1949, παράλληλα με την πολιτική για το κοινωνικό κράτος πρόνοιας.
Το 1990, με την επανένωση της Ανατολικής Γερμανίας με τη Δυτική και την κρίση που ακολούθησε, για ν’ αντιμετωπιστεί η καταστροφική ανεργία, εφαρμόστηκε ένα επιτυχές πρόγραμμα 400 εργασιακών συνεργατισμών μέσα σ’ ένα χρόνο, με σημαντικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της ανεργίας και την κοινωνική συνοχή.
Η Ελλάδα, σήμερα, αντιμετωπίζει ένα μεγαλύτερο πρόβλημα ανεργίας και πρέπει, με μεγαλύτερη ένταση, να προχωρήσει σε ανάλογες πρακτικές κοινωνικής οικονομίας.
Συνεργατικές πρωτοβουλίες και συμπράξεις κοινωνικών εταίρων μπορούν ακόμη να συμβάλουν στην ανανέωση και επαναλειτουργία σε δημόσιες και κοινωνικές υποδομές.
Μια τέτοια προσέγγιση είναι και προς όφελος των εταίρων μας στην Ε.Ε. και μπορούν να βοηθήσουν σε αυτήν τη διαδικασία, εάν πράγματι στόχος είναι η ανάπτυξη των οικονομικών ανταλλαγών.
Η χρηματοδοτική στήριξη άλλωστε υπάρχει μέσα από τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου που διαθέτει αντίστοιχους πόρους και προωθεί την κοινωνική οικονομία στην Ευρώπη.
Το πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα ελάχιστα αξιοποιούνται δημιουργικά αυτοί οι διαθέσιμοι χρηματικοί πόροι, πέρα από την ανάλωση των επιδοτήσεων σε μια “βιομηχανία” σεμιναρίων και επιφανειακής συμβουλευτικής χωρίς αντίκρισμα, και αυτό είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να ξεπεραστεί με την ουσιαστική ενίσχυση και υποστήριξη των κοινωνικών επιχειρήσεων.
Δυο έννοιες κλειδιά σχετικά με την κοινωνική οικονομία θα πρέπει να έχει κανείς στο νου του, όταν εξετάζει τα πλεονεκτήματα αυτής της προσέγγισης.
- Η μείωση της γραφειοκρατικής διαμεσολάβησης του κράτους και της φορολογικής διαμεσολάβησης σημαίνει σημαντική εξοικονόμηση πόρων για παραγωγικές και κοινωνικές επενδύσεις. Πολύ περισσότερο όταν αυτό συνδυάζεται με τη μείωση της διαφθοράς, στη διασπάθιση των κοινοτικών πόρων.
- Η μείωση του κόστους της διαμεσολάβησης στην αγορά μέσω των κοινωνικών και συνεταιριστικών επιχειρήσεων είναι το άλλο στοιχείο κοινωνικής πολιτικής που επιδρά στη μείωση των τιμών, ειδικότερα στο ζήτημα της διατροφής και υγείας.
Ας σημειώσουμε ότι η μείωση των τελικών τιμών δε λειτουργεί μόνον υπέρ του καταναλωτή, αλλά μπορεί να λειτουργεί και υπέρ του παραγωγού στο πλαίσιο της κοινωνικά υποστηριζόμενης Γεωργίας, αφαιρώντας ένα μεγάλο κόστος από τη διαμεσολάβηση.
Με αυτόν τον τρόπο άλλωστε, δημιουργείται και το κατάλληλο ανταγωνιστικό περιβάλλον για τη βιωσιμότητα των μικρών επιχειρήσεων και κοινωνικών επιχειρήσεων.
Αυτά πρέπει να είναι και τα κριτήρια αξιολόγησης της αυθεντικής κοινωνικής οικονομίας και διάκρισης έναντι της ψευδεπίγραφης και προσχηματικής.
Νέο έδαφος για ανάπτυξη μπορεί να βρει και η Τοπική Αυτοδιοίκηση, σε ένα συνεργατικό περιβάλλον σχετικά με τη βέλτιστη ενεργοποίηση των ανθρώπινων πόρων και σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον σχετικά με τη μείωση των τιμών υπέρ του πολίτη-καταναλωτή.
Συνεργατισμός λοιπόν και ανταγωνιστικότητα, δύο καταρχήν αντιφατικές έννοιες στην κοινωνική οικονομία, μπορούν να βρεθούν σε μια αρμονική ισορροπία και να δημιουργήσουν μια νέα δυναμική ανάπτυξης στις τοπικές κοινωνίες, με τη στήριξη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.