Επαναξιολογώντας την εργασία

Όταν μηχανικά και χημικά μέσα άρχισαν να υποκαθιστούν την ανθρώπινη εργασία στη γεωργική παραγωγή, εκατομμύρια άνθρωποι υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν στις πόλεις και να αρχίσουν να εργάζονται ως ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι εργάτες στα εργοστάσια. Και όταν τα εργοστάσια πέρασαν στην αυτοματοποιημένη παραγωγή, εκατομμύρια βιομηχανικοί εργάτες άλλαξαν ρούχα, απέκτησαν νέες δεξιότητες και άρχισαν να εργάζονται ως υπάλληλοι γραφείων στον αναπτυσσόμενο τομέα των υπηρεσιών.

Παρομοίως, όταν οι «έξυπνες» τεχνολογίες άρχισαν να αντικαθιστούν την ανθρώπινη εργασία στον τομέα των υπηρεσιών, το εργατικό δυναμικό «μετανάστευσε» στους τομείς της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, της κοινωνικής εργασίας, της ψυχαγωγίας, των ταξιδιών και του τουρισμού.

Σήμερα, ωστόσο, και στους τέσσερις αυτούς τομείς – της γεωργίας, της βιομηχανίας, των υπηρεσιών και της περίθαλψης και ψυχαγωγίας – το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και οι «έξυπνες» τεχνολογίες αντικαθιστούν σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό τη μαζική μισθωτή εργασία.

Jeremy Rifkin

Η αλλαγή του τρόπου με τον οποίο σκεφτόμαστε την εργασία θα αποτελέσει αυτή τη φορά πολύ μεγαλύτερη πρόκληση. 

Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα τι θα απογίνουν τα εκατομμύρια των μισθωτών της βιομηχανικής εποχής όταν η ανθρωπότητα θα έχει περάσει από το στάδιο της κατασκευής των υποδομών της Τρίτης Βιομηχανικής Επανάστασης και θα έχει εισέλθει στη συνεργατική εποχή;

Είναι πολύ πιθανό ότι οι αλλαγές που θα επέλθουν θα έχουν πολλές ομοιότητες με τον τεράστιο κοινωνικό αναβρασμό που επακολούθησε τη χειραφέτηση των δουλοπάροικων από το φεουδαρχικό σύστημα και τη μετατροπή τους σε ελεύθερους επαγγελματίες και μισθωτούς στην οικονομία της αγοράς. Το ζήτημα επομένως είναι να δημιουργήσουμε ένα νέο όραμα για το τι εννοούμε με τη λέξη «εργασία», αντί απλά να επανεκπαιδεύσουμε το εργατικό δυναμικό.

Υπάρχουν τέσσερις τομείς στους οποίους μπορούν να βρουν εργασία οι άνθρωποι: στον ιδιωτικό τομέα, στο δημόσιο τομέα, στην ανεπίσημη οικονομία και στην κοινωνία των πολιτών. Όμως η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα θα εξακολουθήσει να συρρικνώνεται εξαιτίας της εισαγωγής όλο και πιο εξελιγμένων τεχνολογικών συστημάτων. Αλλά και στο δημόσιο τομέα θα μειώνεται το εργατικό δυναμικό, καθώς θα εισάγονται «έξυπνες» τεχνολογίες σε ένα ευρύ φάσμα, από τη συλλογή των φόρων μέχρι τη στρατιωτική υπηρεσία. Όσο για την ανεπίσημη οικονομία – στην οποία συμπεριλαμβάνονται η οικιακή παραγωγή, ο αντιπραγματισμός, αλλά και η μαύρη αγορά και οι εγκληματικές οικονομικές δραστηριότητες -, θα συρρικνώνεται στο βαθμό που η επίσημη οικονομία θα μεταβαίνει στη συνεργατική εποχή.

Απομένει, λοιπόν, ως χώρος προσφοράς εργασίας η κοινωνία πολιτών, την οποία αποκαλούν συχνά «τρίτο τομέα», υπονοώντας ότι είναι λιγότερη σημαντική τόσο από τις αγορές και τον ιδιωτικό τομέα, όσο και από τα κράτη και το δημόσιο τομέα. Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών χαρακτηρίζονται με εξίσου υποτιμητικούς όρους: «μη κερδοσκοπικές» και «μη κυβερνητικές», δύο όροι που τις ταυτίζουν με κάτι που δεν είναι.

Η κοινωνία των πολιτών είναι ο χώρος όπου δημιουργείται το κοινωνικό κεφάλαιο, ενώ την αποτελούν οργανώσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται σε ένα τεράστιο φάσμα: τη θρησκεία, τον πολιτισμό, την εκπαίδευση, την έρευνα, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τις κοινωνικές υπηρεσίες, τον αθλητισμό, το περιβάλλον, τις ψυχαγωγικές δραστηριότητες και την υπεράσπιση δικαιωμάτων και αιτημάτων που αποσκοπούν στη δημιουργία κοινωνικών δεσμών.

Παρόλο που πολλοί υποβιβάζουν την κοινωνία των πολιτών στην τελευταία βαθμίδα της κοινωνικής ζωής και θεωρούν τη σημασία της περιθωριακή σε σχέση με την οικονομία και το κράτος, είναι ο κατεξοχήν χώρος στον οποίο εξελίσσεται ο πολιτισμός. Δε γνωρίζω ούτε ένα παράδειγμα στην ιστορία όπου οι άνθρωποι πρώτα ίδρυσαν αγορές ή κράτη και στη συνέχεια δημιούργησαν μια κουλτούρα. Αντίθετα, οι αγορές και τα κράτη είναι προεκτάσεις της κουλτούρας. Ο λόγος είναι ότι η κουλτούρα δημιουργεί τα κοινωνικά αφηγήματα που μας ενώνουν και μας επιτρέπουν να ενσυναισθανόμαστε τους άλλους, σαν να ανήκαμε σε μια μεγάλη, φαντασιακή οικογένεια. Μοιραζόμενοι μια κοινή κληρονομιά, σκεφτόμαστε τον εαυτό μας ως μέλος μιας συλλογικότητας και συσσωρεύουμε την εμπιστοσύνη χωρίς την οποία θα ήταν αδύνατο να ιδρυθούν και να διατηρηθούν τόσο οι αγορές όσο και τα κράτη.

Η κοινωνία των πολιτών είναι ο χώρος όπου δημιουργούμε το κοινωνικό κεφάλαιο – το οποίο στην πραγματικότητα δεν είναι παρά συσσωρευμένη εμπιστοσύνη – που οι άνθρωποι επενδύουν στις αγορές και στα κράτη. Αν οι αγορές και τα κράτη κατέστρεφαν αυτή την κοινωνική εμπιστοσύνη, οι άνθρωποι θα απέσυραν την υποστήριξή τους ή θα απαιτούσαν την αναδιοργάνωσή τους.

Η κοινωνία των πολιτών είναι επίσης μια αναδυόμενη οικονομική δύναμη. Σύμφωνα με μια οικονομική ανάλυση που πραγματοποιήθηκε το 2010 από το Κέντρο Μελετών για την Κοινωνία των Πολιτών Τζον Χόπκινς, οι λειτουργικές δαπάνες του  τρίτου τομέα ανέρχονται σε 2,2 τρις. Δολάρια. Σε οχτώ χώρες για τις οποίες συγκεντρώθηκαν στατιστικά στοιχεία – τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Γαλλία, την Ιαπωνία, την Αυστραλία, την Τσεχία, το Βέλγιο και τη Νέα Ζηλανδία -, ο τρίτος τομέας αντιπροσώπευε κατά μέσο όρο το 5% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι η συμβολή του μη κερδοσκοπικού τομέα στο ΑΕΠ αυτών των οχτώ χωρών υπερέβαινε τη συμβολή του τομέα κοινής ωφέλειας – συμπεριλαμβανομένης της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, της παροχής φυσικού αερίου και της ύδρευσης -, ήταν ίσο με τη συμβολή του κατασκευαστικού τομέα (5,1%) και προσέγγιζε τη συμβολή των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών και των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (5,6%). Επιπλέον, η συμβολή του μη κερδοσκοπικού τομέα δεν απείχε πολύ από τη συμβολή των μεταφορών, η οποία ήταν κάτα μέσο όρο 7%.

Μπορεί να προκαλέι έκπληξη, όμως ο τρίτος τομέας είναι υπεύθυνος για ένα σημαντικό μέρος της απασχόλησης σε πολλές χώρες. Παρόλο που εκατομμύρια άνθρωποι προσφέρουν εθελοντικά το ταλέντο τους, τις δεξιότητες τους, τους πόρους τους και το χρόνο τους στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, εκατομμύρια άλλοι εργάζονται ως μισθωτοί υπάλληλοι σε διάφορες οργανώσεις της.

Οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις απασχολούν περίπου πενήντα έξι εκατομμύρια εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης, δηλαδή κατά μέσο το 5,6% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού σε σαράντα δύο χώρες στις οποίες διεξήχθη η έρευνα. Το εργατικό δυναμικό των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων υπερβαίνει το εργατικό δυναμικό παραδοσιακών τομέων της αγοράς – μεταξύ αυτών, του κατασκευαστικού τομέα, του τομέα μεταφορών, του τομέα κοινής ωφέλειας, του τομέα τηλεπικοινωνιών και του μεγαλύτερου μέρους του τομέα της μεταποίησης – στις χώρες όπου πραγματοποιήθηκε η έρευνα. Η ανάπτυξη του μη κερδοσκοπικού τομέα είναι μεγαλύτερη στην Ευρώπη, υπερβαίνοντας αύτη των Ηνωμένων Πολιτειών. Το 15,9% των μισθωτών στην Ολλανδία εργάζεται στο μη κερδοσκοπικό τομέα. Το 13,1% όλων των μισθωτών στο Βέλγιο εργάζεται στο μη κερδοσκοπικό τομέα, ενώ το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 11% στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε 10,9% στην Ιρλανδία και σε 9% στη Γαλλία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 9,2% των μισθωτών εργάζεται στο μη κερδοσκοπικό τομέα, ενώ στον Καναδά το 12,3%.

Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ο τρίτος τομέας είναι αυτός στον οποίο αυξάνεται με γρηγορότερους ρυθμούς η απασχόληση σε πολλές χώρες του κόσμου. Στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, το 40% της συνολικής αύξησης της απασχόλησης οφείλεται στο μη κερδοσκοπικό τομέα – ή 3,8 εκατομμύρια θέσεις εργασίας μεταξύ 1990 και 2000.

Είναι ευρέως διαδεδομένη η εσφαλμένη αντίληψη ότι ο τρίτος τομέας εξαρτάται εξ ολοκλήρου για την επιβίωσή του από τις φιλανθρωπικές δωρεές του ιδιωτικού τομέα και από τις κρατικές επιχορηγήσεις και, ως εκ τούτου, είναι ανίκανος να λειτουργήσει από μόνος του, πολύ περισσότερο να δημιουργήσει εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, οι αμοιβές για την παροχή υπηρεσιών και την παραγωγή προϊόντων αντιστοιχούν στο 50% των εσόδων του τρίτου τομέα στις χώρες στις οποίες πραγματοποιήθηκε η έρευνα, ενώ η κρατική ενίσχυση αποτελούσε το 36% των εσόδων και οι φιλανθρωπικές δωρεές του ιδιωτικού τομέα μόνο το 14% των εσόδων.

Πολλοί από τους ευφυέστερους νέους σε όλο τον πλανήτη αποφεύγουν να αναζητήσουν εργασία στον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα, προτιμώντας να εργαστούν στο μη κερδοσκοπικό τρίτο τομέα. Ο λόγος είναι ότι, λόγω της κατανεμημένης και συνεργατικής φύσης του, ο τρίτος τομέας αποτελεί μια πιο θελκτική λύση για τη γενιά που μεγάλωσε με το Διαδίκτυο και συμμετέχει σε κατανεμημένους και συνεργατικούς κοινωνικούς χώρους. Όπως και ο ανοιχτός χώρος κοινών αγαθών του Διαδικτύου, έτσι και ο τρίτος τομέας είναι ένας χώρος κοινών αγαθών, στον οποίο οι άνθρωποι μοιράζονται τις ικανότητες τους και τις ζωές τους, επειδή χαίρονται να δημιουργούν κοινωνικούς δεσμούς. Και παρόμοια με το Διαδίκτυο, η βασική θεμελιώδης αρχή της κοινωνίας των πολιτών είναι ότι το να προσφέρεις τον εαυτό σου στην ευρύτερη δικτυωμένη κοινότητα βελτιστοποιεί τόσο την αξία της ομάδας, όσο και την αξία των μεμονωμένων μελών της.

Αντίθετα από τις αγορές όπου οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους είναι εργαλειακές και αποτελούν το μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού – τη βελτιστοποίηση του υλικού ατομικού συμφέροντος-, οι σχέσεις στον τρίτο τομέα είναι αυτοσκοπός και, άρα, η αξία του είναι ουσιαστική και όχι ωφελιμιστική.

Κατά πάσα πιθανότητα, μέχρι τα μέσα του 21ου αιώνα η κοινωνία των πολιτών θα έχει γίνει μια πηγή προσφοράς εργασίας εξίσου σημαντική με τις αγορές, για τον απλό λόγο ότι η δημιουργία του κοινωνικού κεφαλαίου βασίζεται στην ανθρώπινη διάδραση, ενώ η δημιουργία του χρηματικού κεφαλαίου θα βασίζεται όλο και περισσότερο στις «έξυπνες» τεχνολογίες. Ωστόσο, η αύξηση της απασχόλησης στον τρίτο τομέα θα προσφέρει ένα διαρκώς μεγαλύτερο ποσοστό των εισοδημάτων που είναι απαραίτητα για την αγορά αγαθών και την παροχή υπηρεσιών σε μια ολοένα και πιο αυτοματοποιημένη παγκόσμια οικονομία.

Όπως οι βιομηχανικές επαναστάσεις του 19ου και του 20ου αιώνα απελευθέρωσαν τους ανθρώπους από τη δουλοπαροικία και τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση και η συνεργατική εποχή θα απελευθερώσουν τους ανθρώπους από τη μηχανοποιημένη εργασία και θα τους επιτρέψουν να ψυχαγωγούνται σε βάθος – που είναι η ουσία της κοινωνικότητας. Χρησιμοποιώ τον όρο βαθιά ψυχαγωγία επειδή δεν εννοώ την επιφανειακή διασκέδαση, αλλά την δημιουργία ενσυναίσθησης με τους συνανθρώπους μας. Η βαθιά ψυχαγωγία είναι ο τρόπος που μας επιτρέπει να βιώνουμε τους άλλους, να υπερβαίνουμε τον εαυτό μας και να συνδεόμαστε με τις ευρύτερες κοινότητες της ζωής στην κοινή αναζήτησή μας για την καθολικότητα. Ο τρίτος τομέας είναι ο χώρος όπου συμμετέχουμε ακόμα και στο πιο απλό επίπεδο, στο πιο σημαντικό ταξίδι της ζωής: στην αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης μας.

Ο Φρίντριχ Σίλερ, στο δοκίμιο του Περί της Αισθητικής Αγωγής των Ανθρώπων, το οποίο έγραψε το 1795, στην αυγή της εποχής της αγοράς, υπογράμμιζε ότι «ο άνθρωπος ψυχαγωγείται μόνο όταν έχει πλήρη επίγνωση της λέξης “ανθρώπινο ον” και είναι ένα πλήρες ανθρώπινο ον μόνο όταν ψυχαγωγείται».

Το 19ο και τον 20ο αιώνα, η εργατικότητα ήταν η αρετή που έκανε έναν άνθρωπο να ξεχωρίζει και το να είναι κανείς παραγωγικός αποτελούσε στόχο ζωής. Γενιές ανθρώπων μεταμορφώθηκαν σε μηχανές σε ένα αδιάκοπο κυνήγι του υλικού πλούτου: ζούσαμε για να δουλεύουμε. Η Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση και η συνεργατική εποχή προσφέρουν στην ανθρωπότητα την ευκαιρία να απελευθερωθεί από τα δεσμά μιας μηχανοποιημένης ζωής μέσα σε έναν ωφελιμιστικό κόσμο και να αναπνεύσει έναν αέρα ελευθερίας: να ζούμε για να ψυχαγωγούμαστε. Ο γάλλος φιλόσοφος Ζαν Πολ Σαρτρ είχε συλλάβει τη στενή συγγένεια ανάμεσα στην ελευθερία και την ψυχαγωγία. Είχε γράψει ότι «στο βαθμό που ο άνθρωπος θα αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ελεύθερο ον και θα επιθυμεί να χρησιμοποιεί την ελευθερία του… τότε η δραστηριότητά του θα είναι η ψυχαγωγία». Θα ήθελα να προσθέσω: Δεν αισθάνεται κανείς απόλυτα ελεύθερος όταν ψυχαγωγείται;

Τα επόμενα σαράντα χρόνια θα μας εξασφαλίσουν πολύτιμο χρόνο. Όσοι γεννήθηκαν στις αρχές του 21ου αιώνα και τα παιδιά τους θα πρέπει να μάθουν να εργάζονται και να ζουν τόσο στη βιομηχανική όσο και στη συνεργατική οικονομία. Τα παιδιά τους ωστόσο θα εργάζονται όλο και περισσότερο στον τρίτο τομέα και θα δημιουργούν κοινωνικό κεφάλαιο, ενώ οι «έξυπνες» τεχνολογίες θα υποκαταστήσουν σε πολύ μεγάλο βαθμό – αλλά όχι εντελώς – την ανθρώπινη εργασία στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.

Η απελευθέρωση της ανθρωπότητας από το μόχθο της εξασφάλισης της οικονομικής επιβίωσής της υπήρξε επί αιώνες το όνειρο των φιλοσόφων. Αν καταφέρουμε να προσφέρουμε στο ανθρώπινο πνεύμα τη δυνατότητα να ανιχνεύει τα ανεξερεύνητα κοινωνικά σύνορα, να επιδίδεται στην πανάρχαια αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης και να προσπαθεί να κατανοήσει τη θέση μας στο κοσμολογικό σχήμα των πραγμάτων, θα έχουμε κληροδοτήσει στους απογόνους μας το πιο πολύτιμο δώρο που μπορεί κανείς να χαρίσει σε κάθε άνθρωπο που γεννιέται σε αυτό τον πλανήτη. Για αιώνες έπρεπε να αφιερώνουμε ένα δυσανάλογα μεγάλο διάστημα του περιορισμένου χρόνου μας στη Γη στην εξασφάλιση των ελάχιστων μέσων για την επιβίωση μας, αφήνοντας πολύ λίγο χρόνο για την βαθιά ψυχαγωγία μας και την επαφή μας με το υπερβατικό – με συνέπεια να ζούμε μια ζωή που δεν έχει «εξεταστεί» αρκετά.

Η δυνατότητα να αφιερώνουμε περισσότερο από το χρόνο και την προσοχή μας στην προώθηση της κοινωνίας των πολιτών και στη δημιουργία κοινωνικού κεφαλαίου είναι συναρπαστική και αναδύεται με γρήγορους ρυθμούς στις ανεπτυγμένες χώρες. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να παραβλέπουμε το γεγονός ότι το 40% των ανθρώπων ζουν με 2 δολάρια την ημέρα ή και λιγότερα, καταφέρνοντας με δυσκολία να επιβιώσουν. Αυτή η τραγική πραγματικότητα επιδεινώνεται από την τρομακτική αστάθεια των τιμών σε όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες, από βασικά είδη διατροφής και τα οικοδομικά υλικά μέχρι το πετρέλαιο και τις μεταφορές, αλλά και από τον ακόμα πιο τρομακτικό αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής στην παγκόσμια γεωργία, ενώ την ίδια στιγμή μπαίνουμε στο τελικό στάδιο της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης.

Χάρη στην Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση, οι φτωχότερες χώρες του πλανήτη – που δεν έλαβαν μέρος ούτε στην Πρώτη ούτε στη Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση – θα έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν ένα απευθείας άλμα στη νέα εποχή του κατανεμημένου καπιταλισμού. Κανείς, ούτε καν εγώ, δεν αμφισβητεί ότι είναι τεράστια η πρόκληση που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. 

Το να εξασφαλίσουμε ότι το 40% των ανθρώπων, που σήμερα με δυσκολία επιβιώνουν, θα φτάσουν σε ένα επίπεδο υλικής άνεσης που θα τους απαλλάξει από τα δεσμά της εξαντλητικής χειρωνακτικής εργασίας και του συχνά άνευ νοήματος μόχθου στην οικονομία της αγοράς ή στην ανεπίσημη οικονομία, ώστε να είναι ελεύθεροι να ψυχαγωγούνται σε βάθος και να δημιουργούν κοινωνικό κεφάλαιο, δε θα είναι μια εύκολη αποστολή – ενώ την καθιστά ακόμα πιο δύσκολη η ανάγκη να αναδιοργανώσουμε την οικονομική ζωή προκειμένου να αμβλύνουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Παρ’ όλα αυτά, για πρώτη φορά στην ιστορία, βρισκόμαστε τόσο κοντά στο να φανταζόμαστε αυτή τη δυνατότητα, κάτι που με γεμίζει με συγκρατημένη αισιοδοξία ότι θα τα καταφέρουμε.

Σε όλη την διάρκεια της ιστορίας, οι πολιτισμοί έφταναν σε μια κρίσιμη καμπή, όπου έπρεπε να αλλάξουν ριζικά την πορεία τους και να προσαρμοστούν στο μέλλον προκειμένου να μην εξαφανιστούν. Κάποιοι κατάφεραν να μετασχηματιστούν εγκαίρως άλλοι όχι. Στο παρελθόν, ωστόσο, οι συνέπειες της εξαφάνισης ενός πολιτισμού ήταν περιορισμένες στο χώρο και στο χρόνο, ενώ δεν επηρέαζαν το σύνολο της ανθρωπότητας. Αυτό που διαφοροποιεί τη σημερινή περίοδο είναι η αυξανόμενη πιθανότητα μιας ποιοτικής μεταβολής της θερμοκρασίας και της χημείας της Γης εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, η οποία θα μπορούσε να πυροδοτήσει την έναρξη της μαζικής εξαφάνισης της χλωρίδας και της πανίδας, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για τον ολοκληρωτικό αφανισμό του είδους μας.

Οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε το κεφάλαιο του δημόσιου τομέα, το κεφάλαιο του ιδιωτικού τομέα και το κοινωνικό κεφάλαιο για να φέρουμε σε πέρας την κρίσιμη αποστολή της μετάβασης στην Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση και στην εποχή μετά τον άνθρακα. Για να πραγματοποιήσουμε έναν τέτοιας κλίμακας μετασχηματισμό, θα πρέπει ταυτόχρονα να αποκτήσουμε συνείδηση της βιόσφαιρας.

Μόνο όταν θα αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σαν να ανήκουμε σε μια μεγάλη παγκόσμια οικογένεια, η οποία δεν περιλαμβάνει μόνο το είδος μας αλλά και όλους τους συνοδοιπόρους μας στο εξελικτικό ταξίδι μας πάνω στη Γη, θα μπορέσουμε να σώσουμε την κοινή μας βιόσφαιρα και αναγεννήσουμε τον πλανήτη για τις επόμενες γενιές.