Βραχίονας και παρακαταθήκη στήριξης της ελληνικής οικονομίας διά της ανάπτυξης της τουριστικής βιομηχανίας είναι ο διαδικτυακός τουρισμός. Και τούτο διότι υποστηρίζει το 3,2% του ελληνικού ΑΕΠ και το 4,0% στην ευρύτερη οικονομία.
Ο τομέας ταξιδίων και τουρισμού υποστηρίζει συνολικά το 19,2% του ΑΕΠ και το 23,7% της απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των έμμεσων και επαγόμενων επιπτώσεων.
Τα παραπάνω καταγράφει η μελέτη της Oxford Economics που διενεργήθηκε για λογαριασμό της Google. H μελέτη με τίτλο: «Ο αντίκτυπος του ηλεκτρονικού περιεχομένου στον ευρωπαϊκό τουρισμό» σημειώνει ότι «η κάλυψη με την τρέχουσα βέλτιστη πρακτική στις αγορές “πηγές άντλησης τουριστών” δεν θα αυξήσει μόνο το μερίδιο της ταξιδιωτικής και τουριστικής δραστηριότητας που είναι οργανωμένη σε απευθείας σύνδεση αλλά θα αυξήσει τον όγκο της οικονομικής δραστηριότητας του τομέα, βελτιώνοντας το μερίδιο της ανταγωνιστικότητας και του προορισμού δημιουργώντας επιπλέον 173.000 θέσεις εργασίας σε όλη την ελληνική οικονομία».
Οπως αναφέρει η έκθεση της Oxford Economics, η Ελλάδα παραμένει μια από τις λιγότερο συνδεδεμένες στο Διαδίκτυο ευρωπαϊκές χώρες, παρά τη σημαντική βελτίωση τα τελευταία χρόνια. Περίπου το 70% των ελληνικών νοικοκυριών είχε πρόσβαση στο Διαδίκτυο το 2016 από 54% το 2012 ποσοστό, όμως, χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (85%). «Οι Ελληνες είναι επίσης λιγότερο πιθανό να χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο καθημερινά. Ομως, οι τουριστικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη πρέπει να γνωρίζουν τις προτιμήσεις για online ενημέρωση και κράτηση μεταξύ των ταξιδιωτών από τις αγορές πηγών. Η άνοδος της χρήσης κοινωνικών μέσων δικτύωσης μεταξύ της νεότερης γενιάς σημαίνει ότι η επιρροή του περιεχομένου στο Διαδίκτυο θα συνεχίσει να αυξάνεται.
Ο τομέας του τουρισμού οδηγεί την ευρύτερη ευρωπαϊκή οικονομία στην υιοθέτηση ηλεκτρονικών πλατφορμών αλλά οι πωλήσεις παραμένουν περιορισμένες σε πολλές χώρες και ιδιαίτερα στην Ελλάδα» αναφέρει η μελέτη που παρουσιάστηκε σε ειδική εκδήλωση της Google και του ΣΕΤΕ.
Η μελέτη υποστηρίζει ότι «oι λιγότερο συχνές online πωλήσεις σε έναν προορισμό προέρχονται από τη δυσπιστία προς τις ηλεκτρονικές αγορές στη χώρα αυτή. Οι ηλεκτρονικές παροχές στον τομέα του τουρισμού θα πρέπει να αντιστοιχούν στις προτιμήσεις των αγορών-πηγών και όχι στην εγχώρια αγορά. Χρησιμοποιώντας καθιερωμένες και αξιόπιστες online πλατφόρμες, οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις μπορούν να ανταγωνιστούν ευκολότερα στις διεθνείς αγορές. Οι μικρότερες ανεξάρτητες επιχειρήσεις μπορούν να ανταγωνίζονται ευκολότερα (…) με μεγαλύτερες εγκαταστάσεις».
Ειδικότερα, το ποσοστό των ταξιδιών που οργανώνονται ηλεκτρονικά αυξήθηκε από το 2012 σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Οι αυξημένες πληροφορίες στο Διαδίκτυο έχουν αυξήσει την ανταγωνιστικότητα του προορισμού που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης και των εσόδων από τον τουρισμό ενθαρρύνοντας παράλληλα τους ταξιδιώτες να κάνουν πρόσθετες εκδρομές.
Το μερίδιο των ταξιδιών που οργανώνονται ηλεκτρονικά στην Ελλάδα έχει αυξηθεί σε περίπου 17% από μόλις 7% το 2012. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό υπολείπεται του μέσου όρου της Ε.Ε. και άλλων ανταγωνιστικών προορισμών.
Βασικά, αυτό υπολείπεται των προτιμήσεων μεγάλων αγορών-πηγών τουρισμού. Αυτή η διαφορά μεταξύ των προτιμήσεων της αγοράς-πηγής τουρισμού και των τάσεων προορισμού παρέχει μια ευκαιρία για ανάπτυξη.
Το περιεχόμενο πρέπει να ταιριάζει με τις ανάγκες των πιθανών ταξιδιωτών στις αγορές-πηγές τουρισμού. Οι επιχειρήσεις πρέπει να συνεργάζονται με πιθανούς ταξιδιώτες που χρησιμοποιούν αξιόπιστες πλατφόρμες και να παρέχουν περιεχόμενο που να είναι χρήσιμο. Τα κοινωνικά μέσα και οι ιστότοποι αξιολόγησης από ομότιμους εξασφαλίζουν ότι αποκαλύπτεται η ποιότητα, συχνά σε πραγματικό χρόνο, σε ένα διαφορετικό κοινό μέσω ευρέως χρησιμοποιούμενων και αξιόπιστων διαδικτυακών πλατφορμών. Για παράδειγμα, το 35% του τουρισμού στην Ελλάδα αναζητά πολιτιστικές δραστηριότητες και αξιοθέατα. Αυτό είναι μεγαλύτερο από το 24% των αφίξεων που πραγματοποιούνται για αυτές τις δραστηριότητες. Οι σχετικές πληροφορίες πρέπει να μοιράζονται ηλεκτρονικά για να παραμείνουν ανταγωνιστικές και να καλύπτουν πλήρως τη ζήτηση της πηγής στην αγορά.