5ο Κεφάλαιο
Δια βίου μάθηση και διαχείριση γνώσης ως πόροι της κοινωνικής οικονομίας
Δια βίου μάθηση
Ο επίσημος ορισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δια βίου μάθηση αναφέρεται σε: «Κάθε μαθησιακή δραστηριότητα η οποία αναλαμβάνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής με σκοπό τη βελτίωση των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των εφοδίων, στο πλαίσιο μιας προσωπικής, κοινωνικής οπτικής και/ή μιας οπτικής που σχετίζεται με την απασχόληση» (European Commission, Com (2001) 678).
Ο όρος “δια βίου μάθηση” αναφέρεται σε μια φιλοσοφική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η εκπαίδευση θεωρείται ως μια μακροχρόνια διαδικασία που ξεκινά από τη γέννηση του ανθρώπου και συνεχίζει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ως το πιο κατάλληλο και αστείρευτο μέσο για διαρκή προσωπική βελτίωση και επαγγελματική εξέλιξη. Ο όρος αυτός καλύπτει κυρίως τη βιωματική μάθηση στην εργασία, τον πολιτισμό, καθώς και στη συμμετοχή στη συλλογική δημιουργία στα κοινά, στην εφαρμογή νέων τεχνολογιών αλλά και την άσκηση στην τέχνη και τον εθελοντισμό.
Στη σύγχρονη πρακτική, ενώ η δια βίου μάθηση εκθειάζεται, στην ουσία ακυρώνεται από ένα γραφειοκρατικό σύστημα με «κούφια» πτυχία. Επιπροσθέτως, ενώ εξελίσσεται τα τελευταία 20 χρόνια στη χώρα μας, δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα διότι εκτρέπεται από τον πραγματικό της στόχο που είναι η δια βίου μάθηση μέσα από την εργασία και όχι σε κάποιο σχολείο αποκομμένο από την παραγωγή. Η διαστροφή βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι η δια βίου μάθηση γίνεται στα σχολεία, ενώ θα έπρεπε ρητά να απαγορεύεται να γίνεται σε αυτά. Η εκτροπή είναι καραμπινάτη και σκόπιμη για να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα συμφέροντα από τη διάθεση των πόρων. Αυτή η γενιά προείσπραξε τα χρήματα της επόμενης γενιάς, κάτι που είναι μια πρωτοφανής ιστορική απάτη. Οι πόροι για τη δια βίου μάθηση, λοιπόν, «πετιούνται».
Η δια βίου μάθηση δύναται να εφαρμοστεί σε πολυπληθείς τομείς: π.χ. ως μάθηση στην επιχειρηματικότητα, στην συνεργατική οργάνωση, σε νέα προϊόντα και υπηρεσίες όπου πραγματικά υπάρχει ανάγκη, στην παραγωγικότητα, στη δικτύωση, στην υγιεινή διατροφή, στα ζητήματα της πόλης και το περιβάλλον, στην κηποτεχνική, στη μαγειρική, στη διαδικασία e-learning, στη δημοσιογραφία πολιτών καθώς και σε πολλούς άλλους τομείς.
Το ζήτημα της «δια βίου έξυπνης διαχείρισης της γνώσης»
Το ζητούμενο στην Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι η αναγκαιότητα της αποτελεσματικής διαχείρισης των ανθρωπίνων πόρων της αλλά και της γνώσης που υπάρχει σε πολλούς τομείς που μένουν αναξιοποίητοι λόγω γραφειοκρατικών αγκυλώσεων της διοίκησης είτε του Κράτους είτε των Δήμων. Το άλλο επίπεδο ορθολογικής διαχείρισης της γνώσης, εκτός από το διοικητικό, είναι το επίπεδο της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού και της σύζευξης τεχνικών γνώσεων με την πολιτική συνειδητότητα του πολίτη και του καταναλωτή. Την ενεργό συμμετοχή του πολίτη στη διαχείριση των ζητημάτων.
Καταρχήν, αυτό δε μπορεί να γίνει ανοργάνωτα. Η αποτελεσματικότητα προϋποθέτει οργανωμένη έκφραση μέσα από τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, συμβούλια της γειτονιάς, κοινωνικές δομές των Δήμων και γιατί όχι, μιλώντας για τις σύγχρονες «εκκλησίες του Δήμου». Δηλαδή, τοπικές συνελεύσεις διαβούλευσης στο πλαίσιο της συμμετοχικής δημοκρατίας που μπορούν να επισημαίνουν προβλήματα και να αναλαμβάνουν ευθύνες για την επίλυση τους. Επίσης, μια άλλη μορφή έξυπνης διαχείρισης της γνώσης είναι η δημιουργία και η εξέλιξη των «θεσμών αλληλεγγύης» και η αξιοποίηση τους στην προώθηση της κοινωνικής οικονομίας και επιχειρηματικότητας. Δηλαδή, δημιουργία επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων.
Ο υπεύθυνος και οργανωμένος πολίτης στη πόλη του, καλείται να γίνει συν-δημιουργός με την Τοπική Αυτοδιοίκηση τοπικών αναπτυξιακών πρωτοβουλιών. Όχι με αποκλειστικό κίνητρο το κέρδος αλλά την διεκδίκηση της ποιότητας ζωής και την αντιμετώπιση της φτώχειας. Και σε αυτό το επίπεδο υπάρχουν πολύ καλύτερες τεχνολογικές και υλικές προϋποθέσεις από ότι υπήρχαν π.χ. στην αρχαία Αθήνα όπου οι πολίτες ήταν συν-δημιουργοί της πόλης τους.
Βασική προϋπόθεση αντιμετώπισης των σύγχρονων προβλημάτων μιας πόλης είναι η αλλαγή της πολιτικής κουλτούρας στο πρότυπο συμμετοχικής δημοκρατίας. Εδώ βρίσκεται η ουσία της προβληματικής που μπορούμε να θέσουμε σήμερα. Όχι φυσικά για να αντιγράψουμε το μοντέλο της Αρχαίας Αθήνας (κάτι που είναι αδύνατο σήμερα) αλλά μπορούμε να εμπνευστούμε από αυτό σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της γνώσης και της συλλογικής δημιουργίας και παράλληλα με τις διαδικασίες που προάγουν τη συλλογική δημιουργία να αξιοποιήσουμε πολύ καλύτερα και πιο αποδοτικά τις νέες τεχνολογίες.
Καταρχήν, το διαδίκτυο για την επικοινωνία, τη δια βίου μάθηση αλλά και αυτο-οργάνωση των πολιτών. Έτσι δημιουργούνται νέες επιχειρήσεις, βιώσιμες, και σε συλλογικό επίπεδο και πιο ικανούς εργαζόμενους οι οποίοι θα μπορούν να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες σε αναγκαία προϊόντα και υπηρεσίες. Στην προκειμένη περίπτωση έξυπνη διαχείριση της γνώσης σημαίνει νέα προϊόντα και κοινωνικές υπηρεσίες που είναι αναγκαίες στην αντιμετώπιση της φτώχειας. Τα κοινωνικά ιατρεία, παντοπωλεία, φροντιστήρια κ.α. είναι κάποια παραδείγματα αλλά δε πρέπει να μείνουμε σε αυτά. Η διεκδίκηση του στόχου για τις πράσινες πόλεις στη βάση των κοινωνικών αναπτυξιακών συμπράξεων όταν προωθείται οριζόντια από την κοινωνία με τη συμμετοχή των πολιτών μπορεί να «γεννήσει» μια σειρά από νέα προϊόντα και επαγγέλματα. Μια τέτοια διαδικασία όχι μόνο θα αλλάξει την όψη της πόλης ενισχύοντας το πράσινο αλλά σαφώς θα δημιουργήσει και κάποιες θέσεις εργασίας. Σπουδαίος είναι ο ρόλος, επίσης, του ενεργού καταναλωτικού κινήματος που γενικότερα μπορεί να μειώσει το κόστος διαμεσολάβησης υπέρ φτωχότερων στρωμάτων της κοινωνίας.
Στο ερώτημα τι κερδίζει η πόλη στο σύνολό της από μία τέτοια στάση των πολιτών, η απάντηση είναι σαφώς λιγότερο κοινωνικά και οικονομικά αποκλεισμένοι πολίτες άρα περισσότεροι ενεργοί πολίτες και εισοδηματικά ακμαίοι τους οποίους τελικά φορολογεί και με αυτό τον τρόπο ανάλυση και η πόλη.
Αν λάβουμε υπόψη τι είχε η αρχαία Αθήνα και τι έχουμε σήμερα από την πλευρά της λειτουργίας και τη κουλτούρας του τότε με τις τεχνολογίες του σήμερα θα διαπιστώσουμε το εξής παράδοξο. Να θαυμάζουμε την ποιότητα των έργων και την ποιότητα ζωής στην αρχαία Αθήνα χωρίς τα εξελιγμένα τεχνολογικά και μηχανικά μέσα που διαθέτουμε σήμερα. Αυτό και μόνο θα πρέπει να μας προβληματίσει για τη σχέση της επιστήμης με την φιλοσοφία και τον τρόπο ζωής. Πολύ απλά, θα λέγαμε ότι στην εποχή μας έχουμε εξελιγμένη επιστήμη και στην αρχαία Αθήνα μοναδικά ανεπτυγμένη φιλοσοφία που καθόριζε και τους θεσμούς της πόλης.
Αν συνδυάσουμε, λοιπόν, τα εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα με την έξυπνη διαχείριση των ανθρωπίνων πόρων και μια πιο φιλοσοφημένη στάση ζωής σε σχέση με την κατανάλωση τις αξίες ζωής και την αντίθεση πλούτος-φτώχεια, σίγουρα μπορούμε να διεκδικήσουμε μια καλύτερη ποιότητα ζωής σε επάρκεια μέσα από την κατανομή του παραγόμενου πλούτου δίνοντας περισσότερη σημασία στο πνευματικό πλούτο της πόλης που εξίσου καθορίζει την ποιότητα ζωής σε όλα τα επίπεδα. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε την ουσιαστική συσχέτιση της αξιοποίησης των ανθρωπίνων πόρων με τη διαχείριση της γνώσης που δεν είναι μόνο η επιστήμη και η τεχνολογία αλλά και η φιλοσοφική στάση ζωής των πολιτών σε προτεραιότητες αξίες και τη συμμετοχή τους για τα κοινά αγαθά της πόλης.
Δια βίου μάθηση στην αγορά εργασίας
Στο σύγχρονο κόσμο, δεν υπάρχουν απεριόριστες προσφερόμενες θέσεις εργασίας, ούτε αυτές προκύπτουν αυθόρμητα, ούτε μπορεί να τις δημιουργήσει απεριόριστα το κράτος. Για το λόγο αυτό, παρουσιάζεται η διόγκωση του φαινομένου της ανεργίας, που λογικά προκύπτει από τον περιορισμό της προσφοράς εργασίας και την ταυτόχρονη αύξηση της ζήτησης. Έτσι, είναι προφανές ότι οι θέσεις εργασίας δημιουργούνται από τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα, την οποία ούτε το κράτος μπορεί να επεκτείνει, αλλά ούτε και ο ιδιωτικός τομέας, πέραν των ορίων εκείνων που επιτρέπουν σε μια επιχείρηση τη βιωσιμότητα. Σε κάθε περίπτωση, η βιωσιμότητα μιας επιχείρησης προϋποθέτει ένα ποσοστό κέρδους, ενώ για το κράτος προϋπόθεση της βιωσιμότητας είναι να μην υπάρχει ζημία. Πώς μπορούν να δημιουργηθούν όμως θέσεις εργασίας πέραν αυτών των ορίων;
Πώς αντιμετωπίζουμε το κράτος;
Θα πρέπει να απαλλαγούμε από την αυταπάτη ότι το κράτος μπορεί να λειτουργήσει ως «θεός» ώστε να τα προβλέπει όλα, να τα επιχειρεί όλα και να μεριμνά για όλα, παίρνοντας ρίσκο για το καθετί χωρίς να συμμετέχουν στην επιχειρηματική διαδικασία και οι πολίτες. Το κράτος, ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι, πέραν από ορισμένους τομείς παραγωγής δημόσιων αγαθών, όπως παιδεία, υγεία, δημόσια έργα, είσπραξη φόρων κ.ά., δεν είναι σε θέση να επεκτείνει την επιχειρηματικότητά του εκεί που λειτουργούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι. Όπου το κράτος ιστορικά υπήρξε ο απόλυτος επιχειρηματίας, το έκανε με δικτατορία και απόλυτη στρατιωτική πειθαρχία˙ και αυτό μόνο για περιορισμένες ιστορικές περιόδους εμπόλεμης κατάστασης ή επαναστατικής διέγερσης.
Ο προφανής λόγος, που το κράτος στις ειρηνικές και δημοκρατικές κοινωνίες δεν μπορεί να γίνει επιχειρηματίας σε όλα τα επίπεδα, είναι διότι σε αυτή την περίπτωση θα χρειαζόταν μια τεράστια γραφειοκρατία ώστε να ελέγχει την κάθε μικροεπιχείρηση κι αυτοαπασχολούμενο εάν πηγαίνει στο χώρο εργασίας του, αν αποδίδει προϊόν και αν αυτό είναι χρήσιμο για την κοινωνία. Το κόστος, σ’ αυτήν την περίπτωση, ακόμα κι αν λειτουργούσε άψογα το σύστημα, θα ήταν τεράστιο, δε θα επαρκούσαν οι φόροι ή η υπεραξία του προϊόντος ώστε να λειτουργήσει μια τέτοια γραφειοκρατία. Γι’ αυτό και το κράτος, όταν επεκτείνεται πολύ, γίνεται κακός επιχειρηματίας. Αυτό έχει δοκιμαστεί στην ιστορία με καταστρεπτικά αποτελέσματα. Από την άλλη μεριά, όταν η οικονομία βρίσκεται σε κρίση και μειώνεται το κέρδος, πολλές από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οδηγούνται στη χρεωκοπία και την πτώχευση, οδηγώντας εκατομμύρια εργαζομένους στην ανεργία. Εδώ λοιπόν, επιβάλλεται να δοθεί μια εξήγηση, όχι μόνο από το κράτος, αλλά και από τους συνδικαλιστές και τους εργαζόμενους. Μια εξήγηση και μια προοπτική για το τι μπορεί να γίνει απ’ αυτό το σημείο και πέρα. Πώς μπορούν να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας;
Δημιουργία νέων θέσεων εργασίας
Η κοινωνική οικονομία είναι σε θέση να προσφέρει θέσεις εργασίας μέσα από συνεταιριστικές και κοινωνικές επιχειρήσεις. Από μόνη της, όμως, αυτή η προοπτική ασφαλώς δεν είναι ρεαλιστική, εάν δε γίνει μέριμνα για το πώς θα αναπτυχθεί η επιχειρηματικότητα μέσα από τις συλλογικές και ατομικές πρωτοβουλίες των ικανών μεν προς εργασία, αλλά αδύναμων να τη διεκδικήσουν. Μια συνοπτική απάντηση, που θα μπορούσε να δοθεί σε αυτή την περίπτωση, είναι ότι δεν μπορούν να τη διεκδικήσουν από τους άλλους αλλά από τον ίδιο τους τον εαυτό με επινοήσεις συνεργασίας καινοτομικών ιδεών, ανίχνευση νέων αναγκών της κοινωνίας και ικανοποίηση αυτών των αναγκών με νέα προϊόντα και υπηρεσίες.
Τι σημαίνει, όμως, ανίχνευση αναγκών και ποια προϊόντα μπορούν να αναπτυχθούν τα οποία δεν έχουμε σήμερα; Ας πάρουμε έναν-έναν τους τομείς.
Τομέας Γεωργίας
Στην Ελλάδα, έχουμε μεγάλο έλλειμμα σε κτηνοτροφικά προϊόντα αλλά και μεσογειακής διατροφής. Και στον τομέα αυτόν, με σύγχρονους όρους μπορεί να αναπτυχθεί κάλλιστα η αγροτική επιχειρηματικότητα και απασχόληση εάν πλάι στις παραδοσιακές τεχνικές προσθέσουμε και τις νέες τεχνολογίες, την πληροφορική και το διαδίκτυο. Επί παραδείγματι, η δημιουργία πρατηρίων από Κοιν.Σ.Επ., από τα οποία οι άπορες και με χαμηλό εισόδημα οικογένειες θα προμηθεύονται φθηνά τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, αποτελεί μια καλή και υλοποιήσιμη ιδέα. Επίσης, μπορούν να εντατικοποιηθούν οι online πωλήσεις αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, σύμφωνα με το γαλλικό μοντέλο. Η κατασκευή μιας ιστοσελίδας δίνει στους γεωργούς, τους κτηνοτρόφους, τους συνεταιρισμούς και τις ομάδες παραγωγών δυνατότητες προβολής και προώθησης των αγροτικών τους προϊόντων. Ταυτόχρονα, δίνει την ευκαιρία στις επιχειρήσεις τροφίμων, στους εμπόρους και χονδρεμπόρους, τυποποιητές και στα σούπερ μάρκετ, μέσω του ιδίου ιστοχώρου να αναζητήσουν τους παραγωγούς εκείνους που θέλουν να συνεργαστούν και να αγοράσουν τα προϊόντα τους. Τέλος, οι συμπράξεις ομάδων αγροτών και κτηνοτρόφων ανοίγουν νέες επιχειρηματικές προοπτικές με πολλά οφέλη για τους ίδιους τους παραγωγούς αλλά και το κοινωνικό σύνολο. Όλα αυτά, βέβαια, για να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, πρέπει να λειτουργήσουν με τη λογική της κατάργησης του μεγάλου διαμεσολαβητή, ο οποίος ανεβάζει το κόστος πώλησης και κάνει πιο χρονοβόρα την όλη διαδικασία μεταφοράς του προϊόντος από τον παραγωγό στον τελικό καταναλωτή.
Τομέας Τουρισμού
Η χώρα μας έχει να προσφέρει πολλά στον τομέα αυτόν, τόσο λόγω του φυσικού της πλούτου και της φυσικής της ομορφιάς όσο και κυρίως λόγω της πολιτιστικής της κληρονομιάς, η οποία είναι επιτακτική ανάγκη να αναδειχθεί με ποικίλους τρόπους. Μια πολύ καλή επιχειρηματική πρόταση αφορά στην ψηφιοποίηση του πολιτιστικού περιεχομένου, των μύθων, των μνημείων και της ιστορίας της χώρας. Με την ψηφιοποίηση επιτυγχάνονται σημαντικοί στόχοι, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ακόλουθοι:
- Η διατήρηση της πολύτιμης πληροφορίας που περιέχουν αντικείμενα από τα οποία όμως άλλα καταστρέφονται από τη φθορά του χρόνου ή από κάποιο συμβάν και άλλα αλλοιώνονται. Επίσης, άυλα πολιτιστικά αγαθά, όπως παραδόσεις και μύθοι, σβήνουν στο πέρασμα του χρόνου. Η ψηφιοποίηση δημιουργεί ψηφιακά υποκατάστατα των υλικών και άυλων αγαθών, περισώζοντας την πολύτιμη πληροφορία που περιέχουν.
- Η ενίσχυση του ρόλου που έχει το πολιτιστικό αγαθό, αφού η αντίστοιχη πληροφορία μπορεί να ανευρεθεί πιο εύκολα και συνδυασμένα από διαφορετικές πηγές.
- Η προβολή των πολιτιστικών αγαθών, μέσα από το Διαδίκτυο, αλλά και με την παραγωγή ηλεκτρονικών εκδόσεων (CD, DVD, εφαρμογές, αφιερώματα) τα οποία διανέμονται σε διάφορες παρουσιάσεις/εκδηλώσεις ή σε σημεία τουριστικής προσέλκυσης.
- Η οικονομική ανάπτυξη μέσω και της προβολής των πολιτιστικών αγαθών και της αξιοποίησης του πολιτιστικού περιεχομένου σε αχανείς αγορές, όπως ο Τουρισμός.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδοτεί σχετικά έργα μέσω των πλαισίων χρηματοδότησης και στήριξης (IST, e-Content κ.ά.). Στην Ελλάδα, δίνονται χρηματοδοτήσεις στα πλαίσια του ΕΣΠΑ 2007-2013, μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος για την «Ψηφιακή Σύγκλιση».
Εκτός αυτού, μια άλλη πρόταση που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη είναι η δημιουργία θεματικών πάρκων σε διάφορους Δήμους της χώρας μας, στα πλαίσια της πράσινης επιχειρηματικότητας. Μπορούν να δημιουργηθούν, ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους, πάρκα θηραμάτων, πάρκα νερού, πάρκα βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, πάρκα αγροτουρισμού κ.ο.κ. Σημαντικό στοιχείο για τη θερμή υποδοχή του προγράμματος από την τοπική κοινωνία και την πλήρη αναστροφή της φθίνουσας πορείας της απασχόλησης και της παραγωγής στις περιοχές μιας τέτοιας παρέμβασης, είναι ακριβώς η τουριστική και πολιτιστική αναβάθμιση της περιοχής. Με αυτή τη δομή το σχέδιο αξιοποιεί το κοινωνικό κεφάλαιο της περιοχής και διευκολύνει την εισροή οικονομικού κεφαλαίου και τη βιωσιμότητα της επένδυσης στη συνέχεια.
Τομέας νέων τεχνολογιών και διαδίκτυο
Υπάρχει προοπτική ανάπτυξης και σε αυτόν τον τομέα, ο οποίος είναι από τους πιο γρήγορα αναπτυσσόμενους τομείς της οικονομίας της χώρας μας. Καταρχάς, το διαδίκτυο αλλάζει τη μορφή της οικονομίας και τον τρόπο που τα προϊόντα διατίθενται στην αγορά. Πλέον οι καταναλωτές είτε αγοράζουν μέσω διαδικτύου, είτε εξετάζουν τα προϊόντα online, πριν αποφασίσουν να τα αγοράσουν με τον παραδοσιακό τρόπο από ένα φυσικό κατάστημα. Μια κοινωνική σύμπραξη ή ένας κοινωνικός συνεταιρισμός τεχνικών και επιστημόνων ειδικευμένων στις νέες τεχνολογίες μπορεί να παράγει χαμηλού κόστους λογισμικό και να προσφέρει ψηφιακές υπηρεσίες και τεχνογνωσία πληροφορικής σε μια σειρά επιχειρήσεων ή απλών ιδιωτών που τώρα δεν έχουν πρόσβαση σε αυτές.
Τομέας υγείας
Στα σημερινά προβλήματα που παρουσιάζει το σύστημα της υγείας στη χώρα μας, λύση μπορεί να δοθεί και μέσω της κοινωνικής οικονομίας. Σε μια εποχή που η φτώχεια και η ανέχεια έχουν έρθει στο προσκήνιο, τα κοινωνικά φαρμακεία και τα κοινωνικά ιατρεία των Δήμων, κινούμενα από μια ισχυρή πρωτοβουλία αλληλεγγύης, περιθάλπουν εκατοντάδες άπορους πολίτες. Μάλιστα, τα κοινωνικά φαρμακεία σε σύμπραξη με αγροτικές ΚοινΣΕπ μπορούν να παρασκευάζουν φυτικά φάρμακα και καλλυντικά από βιολογικές καλλιέργειες και να τα διανέμουν είτε δωρεάν είτε με ένα συμβολικό αντίτιμο.
Η δια βίου μάθηση ως εργαλείο εξόδου της χώρας από την κρίση
Στην εποχή μας, η μάθηση αντιμετωπίζεται από τους πολίτες ως εφόδιο για την εξασφάλιση της ποιότητας και της επάρκειας του βίου τους. Το ενεργό ή εν δυνάμει εργατικό δυναμικό πρέπει να εφοδιάζεται συνεχώς με νέες γνώσεις ώστε να ανταποκρίνεται στις όλο και πιο ανταγωνιστικές διεθνείς συνθήκες. Στο πλαίσιο αυτό, η δια βίου μάθηση παρουσιάζεται ως μία νέα πρόσληψη της παιδείας, που θα μας βοηθήσει να μπούμε με τις καλύτερες προϋποθέσεις και εφόδια σε μία νέα εποχή.
Το όραμα και οι αρχές της δια βίου μάθησης, όπως αυτές διατυπώνονται στο «Σχέδιο Εθνικού Προγράμματος» που διαμόρφωσε το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας, συγκλίνουν στην επιδίωξη ένταξης της Ελλάδας στη λίστα των πρωτοπόρων ευρωπαϊκών κρατών ως κοινωνία της γνώσης, ως χώρα της οποίας το ανθρώπινο δυναμικό αποτελείται από τους πλέον ανταγωνιστικούς εργαζόμενους και ενεργούς πολίτες της γηραιάς ηπείρου.
Η σύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος με την απασχόληση είναι μία πραγματική σημερινή αναγκαιότητα, αλλά και μία μεγάλη πρόκληση για το μέλλον. Ως αναγκαιότητα, η απόκτηση συνεχούς εκπαίδευσης θεωρείται το μόνο εχέγγυο διασφάλισης μιας ομαλής εξέλιξης στον επαγγελματικό και κοινωνικό βίο. Η γνώση σήμερα, περισσότερο από ποτέ, θεωρείται δύναμη προόδου, μέσο ασφάλειας. Η δια βίου μάθηση συμβάλλει στη διαμόρφωση ενεργών και ενημερωμένων πολιτών με κριτική σκέψη και δημιουργική διάθεση. Είναι αλήθεια άλλωστε, ότι η δημοκρατία έχει ανάγκη από πολίτες, που συμμετέχουν ενεργώς στα κοινά, που ξέρουν να μαθαίνουν και να ξεμαθαίνουν. Στη σύγχρονη εποχή αν ο πολίτης δε σταθεί απέναντι στη ροή των πραγμάτων, αν δεν αναλογιστεί τον εαυτό του ως μέρος του συνόλου, κινδυνεύει να παρασυρθεί από αυτό και από τις εκάστοτε επιταγές που προβάλλονται ως αναγκαίες. Το νόημα βρίσκεται στη συμμετοχή του στη μάθηση, στα κοινά, σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής, με αυτόνομο τρόπο, στηριγμένο στις ανάγκες και ικανότητες του κάθε ενός, στη μοναδικότητά του. Διότι τελικά, η ιδιαιτερότητα του καθενός, η οποία δεν πιστοποιείται με κανενός τύπου έγγραφο, όταν ανταμώνει με αυτές των συνανθρώπων μας, δημιουργεί την αναγκαία στην εποχή μας «ισχύ εν τη ενώσει».
Βασικά στοιχεία διαχείρισης γνώσης
A. Διαδικασίες διαχείρισης γνώσης
Η διαχείριση γνώσης εστιάζει στην συστηματική υποστήριξη όλων των στοιχείων και μορφών γνώσης των οργανισμών και των εργαζομένων, καθώς και στη συνεχή διάθεση, ανανέωση και αξιοποίησή τους για τη μεγιστοποίηση των ωφελειών και των κερδών που προκύπτουν από αυτούς (knowledge assets). Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε πως η διαχείριση γνώσης συμβάλει στη μεταφορά της κατάλληλης γνώσης στα κατάλληλα άτομα, την κατάλληλη χρονική στιγμή, αυξάνοντας τις πιθανότητες να ληφθούν οι σωστές αποφάσεις. Η διαχείριση γνώσης περιλαμβάνει τον εντοπισμό και ανάλυση της ήδη υπάρχουσας αλλά και της απαιτούμενης γνώσης, καθώς και τον επακόλουθο σχεδιασμό και έλεγχο όλων των ενεργειών που απαιτούνται για την ανάπτυξη των γνωστικών πόρων (knowledge assets) προκειμένου να υλοποιηθούν οι στόχοι του οργανισμού.
Προκειμένου να αυξηθεί η αξία της γνώσης και να μετασχηματιστεί αυτή σε πολύτιμο οργανωσιακό πόρο, η γνώση και όλες οι μορφές της όπως οι θεωρητικές γνώσεις, η τεχνογνωσία, η εμπειρία, κ.τ.λ. πρέπει -στο βαθμό που είναι εφικτό- να τυποποιηθούν, να διανεμηθούν, να διαμοιρασθούν και τέλος να χρησιμοποιηθούν. Η διαχείριση γνώσης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος οποιασδήποτε επιχειρηματικής στρατηγικής η οποία χρησιμοποιεί τις ανθρώπινες ικανότητες για να δημιουργήσει ένα μακροπρόθεσμο και αειφόρο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στο σύγχρονο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Η διαχείριση γνώσης περιλαμβάνει πολλές διαδικασίες:
- Δημιουργία ή απόκτηση. Η γνώση δημιουργείται ή συλλέγεται από εργαζόμενους γνώσης (knowledge workers).
- Τροποποίηση. Η γνώση τροποποιείται προκειμένου να καλύψει άμεσες ή μελλοντικές ανάγκες.
- Χρήση. Η γνώση χρησιμοποιείται για κάποιο συγκεκριμένο, χρήσιμο σκοπό.
- Αρχειοθέτηση. Η γνώση αποθηκεύεται σε συγκεκριμένη μορφή (format) και διατηρείται στο χρόνο έτσι ώστε να είναι προσβάσιμη και χρήσιμη για μελλοντική χρήση από το προσωπικό του οργανισμού (κωδικοποίηση).
- Μεταφορά. Μεταφορά γνώσης από άτομα σε άτομα ή/και από τόπο σε τόπο.
- Μετάφραση / επαναπροσδιορισμός σκοπού. Η γνώση μεταφράζεται από την αρχική της μορφή σε μια μορφή η οποία είναι καταλληλότερη για την επίτευξη ενός νέου στόχου.
- Πρόσβαση χρήστη. Παροχή περιορισμένης πρόσβασης στους εργαζόμενους ανάλογα με τη θέση που κατέχουν στην εταιρία ή τις ανάγκες τους.
- Διάθεση. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ποιες πληροφορίες/γνώσεις πρέπει να διατηρούμε και ποιες όχι.
Στο πλαίσιο της πρακτικής διαχείρισης γνώσης, οι εν λόγω διαδικασίες μπορούν να ομαδοποιηθούν σε πιο γενικές οι οποίες είναι καταλληλότερες για τις διαδικασίες που χρησιμοποιεί ο εκάστοτε οργανισμός.
Αν και τα όρια μιας διαδικασίας διαχείρισης γνώσης από μια άλλη είναι θολά λόγω της ιδιαίτερης φύσης της γνώσης και της συνεχούς δυναμικής της, θεωρείται ότι υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες διαδικασιών διαχείρισης γνώσης:
- Παραγωγή γνώσης. Συμπεριλαμβάνει τη διατύπωση ή περιγραφή της απαιτούμενης γνώσης, την ατομική και ομαδική μάθηση, την απόκτηση πληροφοριών, την αξιολόγηση της απαιτούμενης γνώσης και την οργανωσιακή γνώση.
- Ενσωμάτωση γνώσης. Περιλαμβάνει τη μετάδοση γνώσης, την αναζήτηση/ανάκτηση, τη διδασκαλία, τη διαμοίραση γνώσης και τη διανεμημένη οργανωσιακή βάση γνώσεων.
B. Το Σύστημα διαχείρισης γνώσης
Ο όρος «σύστημα» στο πεδίο της διαχείρισης γνώσης δεν αναφέρεται απλώς σε μια συλλογή συστατικών στοιχείων όπως, για παράδειγμα, στα μηχανικά συστήματα. Αντιθέτως, θα μπορούσε να οριστεί ως μια ομάδα αντικειμένων που αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, μαζί με τις μεταξύ τους διασυνδέσεις συμπεριλαμβανομένων και των δεσμών με το περιβάλλον τους (organisational context). Το σύστημα θα πρέπει να έχει συγκεκριμένους στόχους και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Τα Συστήματα Διαχείρισης Γνώσης (Σ.Δ.Γ.) μελετώνται συχνά στη βιβλιογραφία από την τεχνολογική τους σκοπιά, με έμφαση στις τεχνολογίες πληροφορικής. Ωστόσο, η πραγματική φύση και η αρχική τους προέλευση προέκυψε από συστήματα ανθρώπινης δραστηριότητας (human activity). Τα Σ.Δ.Γ. στηρίζονται σε ανθρώπινες δραστηριότητες που σχετίζονται με τη γνώση (δημιουργία, μεταφορά κ.τ.λ.) αλλά περιλαμβάνουν υποσυστήματα είτε τεχνολογικής είτε οργανωσιακής φύσης. Δηλαδή, η πραγματική φύση των ΣΔΓ είναι κοινωνικοτεχνική (sociotechnical). Ο σκοπός των εν λόγω τεχνολογικών και οργανωσιακών ή δομικών υποσυστημάτων είναι απλά να διευκολύνουν (enablers) τη λειτουργία του συστήματος ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Από κοινωνικοτεχνικής απόψεως, υπάρχουν τα ακόλουθα τρία επίπεδα ΣΔΓ:
Υλικοτεχνική Υποδομή (Infrastucture): παρέχει τα υλικά συστατικά για την επικοινωνία μεταξύ των μελών μιας οργάνωσης ή ενός δικτύου.
Πληροφοριακή Υποδομή (Infostructure): αφορά τους εδραιωμένους κανόνες που διέπουν την επικοινωνία και την ανταλλαγή πληροφοριών και γνώσης εντός του ανθρώπινου δικτύου (οργανισμός). Παρέχει τους γνωστικούς πόρους, όπως χρήση μεταφορών και κοινής γλώσσας που χρησιμοποιούνται για να είναι η επικοινωνία κατανοητή.
Πληροφοριακή κουλτούρα (Infoculture): αφορά την υπάρχουσα κοινή γνώση (background knowledge) η οποία θεωρείται ως δεδομένη και η οποία είναι ενσωματωμένη στις κοινωνικές σχέσεις και στην καθημερινή εργασία του προσωπικού. Πολλές φορές η πληροφοριακή κουλτούρα μπορεί να δημιουργεί περιορισμούς στην διαμοίραση γνώσης και πληροφοριών.
Πρέπει να αναφερθεί πως πολύ συχνά οι περισσότερες τεχνολογίες που απαιτούνται για τη διαχείριση γνώσης υπάρχουν ήδη σε έναν οργανισμό. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να γίνουν προσπάθειες για την αποτελεσματική τους ενσωμάτωση.
Στο σχεδιασμό ενός ΣΔΓ θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθες βασικές αρχές που χαρακτηρίζουν την ουσιαστική φύση αυτών των συστημάτων:
- Η αποτελεσματική διαχείριση γνώσης απαιτεί υβριδικές λύσεις που συνδυάζουν τον ανθρώπινο αλλά και τον τεχνολογικό παράγοντα.
- Η διαχείριση γνώσης απαιτεί ειδικούς. Είναι απαραίτητη η ηγεσία.
- Διαχείριση γνώσης σημαίνει βελτίωση του τρόπου εργασίας.
- Η διαχείριση γνώσης δεν τελειώνει ποτέ γιατί η γνώση έχει συνεχή δυναμική.
- Η διαχείριση γνώσης χρειάζεται κάποιου είδους συμβόλαιο γνώσης (knowledge contract). Παράδειγμα αποτελούν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ή οι κανονισμοί στις συμβάσεις του προσωπικού.
- Η διαχείριση γνώσης πολλές φορές απαιτεί κάποιου είδους κατάρτιση.
- Η πρακτική εφαρμογή της διαχείριση γνώσης εξαρτάται (σε κάποιο βαθμό) από την χρησιμοποιούμενη τεχνολογία.
- Η διαχείριση γνώσης είναι στην ουσία μια συνεχή διαδικασία και όχι ένα προϊόν.
Η εργαλειακή διαχείριση της γνώσης στο διαδίκτυο
Υπάρχουν πάρα πολλές αναφορές και δημοσιεύσεις, συγγράμματα και πραγματείες για τη γνώση και τη διαχείριση της πληροφορίας. Η πληροφορία όμως και η γνώση πότε είναι περισσότερο χρήσιμη; Πώς μπορεί να αξιοποιηθεί για έναν η περισσότερους σκοπούς και για απαντήσεις, επιλύσεις σε προβλήματα; Επίσης, ποια δομή θα πρέπει να έχει στην παρουσίασή της προκειμένου να μπορεί να ενταχθεί και να είναι διακριτή σε ευρύτερο περιβάλλον για να χρησιμοποιηθεί για σύνθεση, σαν ένας κρίκος σε αλυσίδα νέας γνώσης ή προϊόντος – εργαλείου; Τέλος, πότε είναι καλύτερα αξιοποιήσιμη ως στοιχείο διάδοσης, διάχυσης (φιλική, κατανοητή);
Όταν πληρεί τις προϋποθέσεις αυτές θα λέγαμε ότι έχει προστιθέμενη αξία, διότι είναι εργαλειακή, δηλαδή, αποτελεί μια μορφή απάντησης σε μία ή περισσότερες ερωτήσεις.
Το ενεργητικό και το παθητικό της γνώσης
Η γνώση σε σχέση με τα παραπάνω θα μπορούσε να χωριστεί σε παθητικό και ενεργητικό.
Η γνώση που αποτελεί παθητικό για έναν οργανισμό ή ένα άτομο ή μία βάση δεδομένων, απλώς καλύπτει χώρο στη μνήμη, αλλά δεν μπορεί να αξιοποιηθεί ως στοιχείο για να απαντήσει σε ερωτήματα και δεν έχει τη μορφή που μπορεί να ενταχθεί σε έναν ευρύτερο συνθετικό σχηματισμό με λογική δομή, ώστε να απαντήσει σε προβλήματα ανώτερης ιεραρχίας που χρειάζονται περισσότερες συνδυασμένες πληροφορίες.
Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, το ψηφιοποιημένο αρχειακό υλικό μίας βιβλιοθήκης, το οποίο δίνεται χωρίς δομή, τιτλοποίηση, μελέτη για μετάβαση από το πιο γενικό ερώτημα στο πιο ειδικό ή αντίστροφα ή με κάποιο άλλο λογικό κριτήριο αναζήτησης τείνει να είναι περισσότερο παθητικό παρά ενεργητικό.
Όσο περισσότερο είναι επεξεργασμένη με λογικά κριτήρια αναζήτησης, τίτλους, κεφάλαια, ερωτήματα, μπορεί να υποδιαιρεθεί σε υποσύνολα με βάση κριτήρια αναζήτησης και να επανασυνθεθεί με άλλη δομή για να απαντηθούν άλλα πιο σύνθετα ερωτήματα τόσο περισσότερο τείνει να γίνεται «ενεργητικό».
Πνευματικό κεφάλαιο και διαχείριση γνώσης
Όταν λέμε ενεργητικό της γνώσης εννοούμε «πνευματικό κεφάλαιο», το οποίο έχει προστιθέμενη και διαχρονικά αυξανόμενη αξία σε έναν οργανισμό και μια επιχείρηση.
Σε μια βιομηχανική κοινωνία, κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης θεωρούνται αυτές της παραγωγής και του κέρδους μέσα από τη χρήση μηχανημάτων και ενέργειας. Σε μια μεταβιομηχανική κοινωνία, κινητήριες δυνάμεις θεωρούνται αυτές της γνώσης και της πληροφορίας, καθώς η παραγωγή της γνώσης και η επεξεργασία της πληροφορίας προωθούν την οικονομική ανάπτυξη.
Αυτό το γνωστικό ενεργητικό (knowledge assets) της επιχείρησης είναι το μόνο διατηρήσιμο συγκριτικό πλεονέκτημα.
Λ.χ. το πνευματικό κεφάλαιο μίας επιχείρησης (που αποτιμάται και λογιστικά) θα μπορούσε να είναι η ικανότητα με βάση την καταγεγραμμένη εμπειρία των στελεχών της ( που συγκεντρώνεται σε βάση δεδομένων με στοιχεία – περιγραφή προβλημάτων και απαντήσεις) να επιλύει με τον καλύτερο τρόπο τα προβλήματα των πελατών της, τα εσωτερικά της προβλήματα (λήψη διοικητικών αποφάσεων) διαχρονικά.
Διοικώντας της γνώση
Ο όρος «διοίκηση γνώσης» χρησιμοποιείται -πολλές φορές με ασάφεια- για να περιγράψει ένα μεγάλο αριθμό επιχειρηματικών πρακτικών και προσεγγίσεων που αφορούν τη δημιουργία, την επεξεργασία και τη διάχυση γνώσης. Πολλοί αναλυτές του μάνατζμεντ θεωρούν ότι ο όρος αυτό αποτελεί οξύμωρο, στο βαθμό που είναι εξαιρετικά δύσκολη (αν όχι αδύνατη) η εφαρμογή τεχνικών και συστημάτων διοίκησης σε κάτι που δεν είναι χειροπιαστό και βρίσκεται κυρίως στη γνώση που έχουν οι άνθρωποι.
Η δια βίου μάθηση είναι πλέον το κλειδί για να εντάσσεται κανείς στη μεσαία τάξη και να παραμένει εκεί. Με μια βάση όπου έχουν συστηματοποιηθεί τα προβλήματα, τα νέα στελέχη μπορούν να ανατρέξουν για απαντήσεις σε θέματα, οι οποίες έχουν προκύψει από εμπειρία παλαιότερων στελεχών. Η καμπύλη μάθησης της εταιρείας ή του οργανισμού μετατοπίζεται συνολικά προς τα πάνω με ένα σύστημα διαχείρισης γνώσης.