O ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Ο πρώτος ανιδιοτελής εθελοντής, σύμφωνα με τον ελληνικό αξονικό μύθο, ήταν ο Προμηθέας, ο τιτάνας που κλέβοντας τη φωτιά από τους θεούς, την έδωσε στους ανθρώπους και μαζί τους χάρισε τη γνώση και τις τέχνες.

Ο Δίας, ως πατέρας και αρχηγός των θεών, τιμώρησε τον Προμηθέα, στέλνοντας τον Ήφαιστο να τον σταυρώσει στον Καύκασο και να τον κρατήσει εκεί καρφωμένο σ’ ένα βράχο.

Αιώνες μετά, σύμφωνα πάλι με έναν αξονικό μύθο της ελληνικής μυθολογίας, ένας άλλος μεγάλος εθελοντής, ο ημίθεος Ηρακλής θα τον απελευθερώσει.

Ως γνωστόν, το μύθο αυτό ανέδειξε ο μεγάλος Έλληνας τραγικός ποιητής Αισχύλος, στην τριλογία του «Προμηθέας δεσμώτης», «Προμηθέας λυόμενος» και «Προμηθέας πυρφόρος».

Μπορούμε να θεωρήσουμε πως ο συγκεκριμένος μύθος συμβολίζει ότι η θεμελιακή πηγή της γνώσης οφείλεται στον εθελοντισμό και στην ανιδιοτέλεια, που απελευθερώνει πολύτιμες αξίες της γνώσης για τον άνθρωπο. Σε κάθε εποχή, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο μύθος αυτός συναντιέται με την πραγματικότητα.

Το πνεύμα και η γνώση έχει μια προμηθεϊκή σχέση με τον εθελοντισμό και την προσφορά. Η γνώση, στην πηγή της, δεν προσφέρεται από το κράτος, την εξουσία ή την αγορά. Βέβαια, το κράτος μπορεί να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες και η αγορά να πολλαπλασιάσει το προϊόν της γνώσης. Όμως, η αλληλεγγύη και ο αλτρουισμός αποτελούν εκφάνσεις κοινωνικής ευαισθησίας και οραματισμού.

Ο εθελοντισμός δεν έχει κίνητρο το προσωπικό κέρδος, όπως έχει η αγορά, αλλά το κοινωνικό όφελος. Εάν η αγορά έχει την πρωτοκαθεδρία στην παραγωγή των υλικών αγαθών, το κράτος στην πρόνοια και την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, ο εθελοντισμός έχει να κάνει με τη δημιουργία και προώθηση της γνώσης.

Παρότι η γνώση δεν έχει τους υλικούς περιορισμούς που έχουν τα υλικά αγαθά, στο παρελθόν υπήρξαν ιστορικοί υλικοί περιορισμοί στη διάδοσή της,  που σήμερα δεν υφίστανται πια. Αναφερόμαστε, βέβαια, στην έκρηξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας.

Ωστόσο, στην εποχή μας υπάρχουν άλλου είδους περιορισμοί, όπως η μονοπώληση των μέσων επικοινωνίας και ο έλεγχός τους από συγκεκριμένα κέντρα εξουσίας. Το κράτος, οι επιχειρήσεις και η οικονομία συμμετέχουν  κατά το μέγα μέρος στην επικοινωνιακή διαμεσολάβηση, δημιουργώντας ειδικά προνόμια, από τα οποία προκύπτουν ανισότητες και κοινωνικός αποκλεισμός.

Σε αυτές τις συνθήκες, το κλειδί για την ουσιαστική και οργανωτική ανάπτυξη του εθελοντισμού είναι η ανάπτυξη της επικοινωνίας των εθελοντικών οργανώσεων και η μεταξύ τους δικτύωση.

Η πρωτοβουλία εθελοντών δημοσιογράφων για την κοινωνία των πολιτών

Ένα έμπρακτο παράδειγμα εθελοντικής προσφοράς, που διευκρινίζει τα παραπάνω, είναι «η πρωτοβουλία εθελοντών δημοσιογράφων για την κοινωνία των πολιτών». Η πρωτοβουλία αυτή είναι μια προσπάθεια εφαρμογής, από τη θεωρία στην πράξη, της ιδέας για διάχυση χρηστικής πληροφόρησης μεταξύ των κοινωνικών δικτύων και της οριζόντιας επικοινωνίας των Μ.Κ.Ο.

Ήδη, υπάρχουν πολλοί εθελοντές που γράφουν στον τοπικό και θεματικό τύπο, μεταδίδοντας δωρεάν ωφέλιμη γνώση και πληροφόρηση. Επίσης, προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργούν και πολλές αυθόρμητες κινήσεις πολιτών, με πεδίο δράσης το διαδίδκυο.

Σήμερα, οι περισσότερες Μ.Κ.Ο. ανταλλάσσουν μεταξύ τους e-mail, για τη δράση και τον προβληματισμό τους. Έτσι, ανέξοδα και σε πραγματικό χρόνο δημιουργούν κοινωνικά δίκτυα, εικονικές κοινότητες και ανταλλάσσουν εμπειρία και γνώση.

Ωστόσο, από το επίπεδο της ραγδαίας εξάπλωσης της αλληλογραφίας στο διαδίκτυο μέχρι το επίπεδο της συνολικής χρηστικής ενημέρωσης για το ευ ζην του πολίτη, που σχετίζεται με την κοινωνική οικονομία, υπάρχει αρκετά μεγάλη απόσταση που πρέπει να καλυφθεί.

Για αυτόν τον σκοπό, χρειάζονται ισχυρά και μεγάλα δίκτυα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, τα οποία θα υποστηρίζονται από υποδομές και δεξαμενές γνώσης. Η κοινωνία των πολιτών χρειάζεται μια άλλη εθελοντική σχέση με την ενημέρωση για να φροντίσει όλα τα μέλη της.

Σήμερα είναι αναγκαίο να υπάρχει ένα δίκτυο εθελοντών δημοσιογράφων, πέρα από την αγορά και την κρατική γραφειοκρατία, που θα συμβάλλει στην απελευθέρωση των δυνάμεων της κοινωνίας και στη συγκρότηση κοινωνικού κεφαλαίου.

          Η πρωτοβουλία των εθελοντών δημοσιογράφων για την κοινωνία των πολιτών έχει να κάνει με την ανάπτυξη της οριζόντιας αναδραστικής επικοινωνίας των εθελοντικών οργανώσεων και της τοπικής κοινωνίας σε θέματα οικολογίας, εθελοντισμού, πράσινης και πολιτιστικής επιχειρηματικότητας.

          Το διαφορετικό που μπορεί να προσφέρει το δίκτυο εθελοντών δημοσιογράφων για την κοινωνία των πολιτών είναι η στόχευση σε προβλήματα και δυνατότητες της κοινωνικής οικονομίας, του εθελοντισμού και των Μ.Κ.Ο.

          Με άλλα λόγια, το δίκτυο των εθελοντών δημοσιογράφων είναι στοχευμένο:

  • Στην οργανωτική στρατηγική επικοινωνία των Μ.Κ.Ο.
  • Στη συγκρότηση και δημιουργία κοινωνικού κεφαλαίου.
  • Στη χρηστική επικοινωνία για το περιβάλλον, τον πολιτισμό, την κοινωνική μέριμνα, την πράσινη και πολιτιστική επιχειρηματικότητα.

Η συμμετοχή σε ένα τέτοιο δίκτυο αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο οι ιδέες μετατρέπονται σε πρωτοβουλίες και έργο πολιτών. Για παράδειγμα, έχει δείξει πως μια άτυπη ομάδα, με περιβαλλοντική ευαισθησία, γίνεται καταλύτης για την οικοανάπτυξη σε μια περιοχή. Ή πώς μια ομάδα νέων ή μια ομάδα γυναικών αναδεικνύει τοπικούς πόρους και δημιουργεί τοπική απασχόληση.

Συνοψίζοντας, ένα τέτοιο δίκτυο μπορεί να μεταφέρει τεχνοκρατική γνώση  στους πολίτες για μια σειρά από θέματα, περνώντας πρώτα την πληροφορία από τη διαδικασία της εκλαΐκευσης. Με στρατηγική επικοινωνία, μεταξύ πολιτών και εθελοντικών οργανώσεων, μπορεί να επιτευχθεί συγκρότηση κοινωνικού κεφαλαίου και να προωθηθούν στην πράξη ιδέες όπως η οικοναάπτυξη.

Εθελοντισμός και ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας

Στην εποχή μας, ο εθελοντισμός αποτελεί βασικό συντελεστή ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας και της απασχόλησης. Δεν αναγνωρίζεται μόνο ως πράξη φιλανθρωπίας και αλληλεγγύης, σε εκδηλώσεις εκτάκτου ανάγκης, όπως συνέβαινε κυρίως σε κοινωνίες του παρελθόντος.

Ο εθελοντισμός σήμερα αποτελεί λογική διαδικασία με ανταποδοτικότητα στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας. Πλέον, είναι θεσμική δραστηριότητα που παράγει και διαδίδει διαρκή αγαθά στον πολιτισμό, το περιβάλλον και την κοινωνική μέριμνα, θεωρείται ως χώρος που αναπτύσσει τους ανθρώπινους πόρους και συνθέτει κοινωνικό κεφάλαιο.

Τα παραπάνω, εκφράζονται κυρίως με την εξάπλωση των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα της οικονομίας, που καταλαμβάνει πλέον περίπου το 8-10% του συνόλου.

Σήμερα, ένα σημαντικό μέρος των προσφερόμενων υπηρεσιών μπορεί να καλυφθεί από μη κερδοσκοπικούς φορείς που παράγουν οικονομικό αποτέλεσμα, αλλά χωρίς κέρδος για τους επενδυτές. Οι επιχειρήσεις αυτές βασίζονται στην επένδυση κοινωνικού κεφαλαίου.

Συνεπώς, ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας του εθελοντισμού δε σημαίνει ότι εμποδίζει τον αντίστοιχο οικονομικό χαρακτήρα των δράσεών του. Αντιθέτως, οι ανθρώπινοι πόροι που συγκεντρώνονται μέσω εθελοντισμού και συγκροτούν το λεγόμενο κοινωνικό κεφάλαιο, συμβάλλουν αποφασιστικά στο κομμάτι της κοινωνικής οικονομίας, δημιουργούν νέα πεδία επιχειρηματικότητας, όπως την πολιτιστική και πράσινη επιχειρηματικότητα, και συνεπώς εισοδήματα και απασχόληση.

Σε προβιομηχανικές και βιομηχανικές εποχές, οι συνθήκες αυτές δεν μπορούσαν να ευδοκιμήσουν και, κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατό να υπάρξει εθελοντικό κομμάτι της αγροτικής και βιομηχανικής οικονομίας, ενώ σήμερα δύναται να μιλήσουμε για εθελοντισμό στην πράσινη επιχειρηματικότητα.

Πρόκειται για μια νέα ιστορική δυνατότητα και προοπτική, που αναδεικνύεται στο δυτικό κόσμο και στις δυτικές δημοκρατίες, παράλληλα με το φαινόμενο της εξάπλωσης των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων.

Η διαφοροποίηση του φαινομένου σε σχέση με το παρελθόν αξίζει να σημειωθεί ως θεωρητική βάση για το σχεδιασμό αναπτυξιακών πρωτοβουλιών στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας, σ’ έναν τομέα που αναγνωρίζεται από την Ε.Ε. και όλα τα κράτη που έχουν διαμορφώσει ξεχωριστούς θεσμούς για την προώθηση αυτού του σκοπού.

Φυσικά, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για εθελοντισμό στα πλαίσια των ολοκληρωτικών καθεστώτων, ενώ κάτι τέτοιο μπορεί κάλλιστα να υπάρξει στα πολιτικά πλαίσια του φιλελευθερισμού της δημοκρατίας και της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό αποτελεί ένα βασικό σημείο συνάντησης των δύο πλειοψηφικών πολιτικών ρευμάτων στις δημοκρατίες της Δύσης, στο οποίο μπορεί να υπάρξουν συγκλίσεις και κοινωνική συναίνεση, καθώς είναι κοινά διεκδικούμενος πολιτικά χώρος.

Πρακτικά, εδώ νομίζουμε ότι βρίσκεται το κομβικό σημείο του νέου εθελοντισμού και της ανάπτυξης της κοινωνίας των πολιτών στην υλική της βάση.

Είναι ευτυχής συγκυρία ότι στην Ελλάδα σήμερα ο εθελοντισμός αναγνωρίζεται από τον κρατικό μηχανισμό ως συνιστώσα της κοινωνίας και της οικονομίας, μέσω του θεσμού με τίτλο «Έργο Πολιτών». Αυτό αναδεικνύει τη σημασία των εθελοντικών πρωτοβουλιών, όχι μόνον στο επίπεδο της παραδοσιακής φιλανθρωπίας, αλλά και στο επίπεδο της κοινωνικής οικονομίας,  της πράσινης και πολιτιστικής επιχειρηματικότητας.

Ο εθελοντισμός που για τον ελληνοδυτικό πολιτισμό, όπως είπαμε και στην αρχή, ξεκινάει από το μύθο του Προμηθέα και του Ηρακλή, υπήρξε πάντα στους αιώνες ως χαρακτηριστικό της πνευματικής προσφοράς και της γνώσης. Στην εποχή μας, χάριν στις νέες τεχνολογίες της πληροφορικής και του διαδικτύου, παίρνει νέες διαστάσεις ευρείας συμμετοχής. Έτσι:

  • Ενισχύει καταλυτικά τον τρίτο τομέα της οικονομίας, την κοινωνική οικονομία.
  • Συνθέτει κοινωνικό κεφάλαιο.
  • Φέρνει στο πολιτικό προσκήνιο την κοινωνία των πολιτών.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ο ρόλος των Μη Κερδοσκοπικών Οργανώσεων

Η ανεργία αποτελεί ένα από τα μείζονα αποστήματα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα ποσοστά αύξησης της απασχόλησης είναι σχεδόν αντιστρόφως ανάλογα με τους ρυθμούς ανάπτυξης.

Στα πλαίσια των στρατηγικών αντιμετώπισής της, η Ευρωπαϊκή Ένωση στρέφεται έντονα τα τελευταία χρόνια στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας, που συνιστά μια εναλλακτική μορφή επιχειρηματικότητας.

Συγκεκριμένα, ένα υπολογίσιμο ποσοστό της οικονομικής δραστηριότητας των ευρωπαϊκών κρατών αναπτύσσεται πλέον γύρω από την παιδεία, την υγεία, την πρόνοια, την κοινωνική μέριμνα, τον αθλητισμό, τον πολιτισμό και το περιβάλλον, τις συνιστώσες δηλαδή της κοινωνικής οικονομίας.

Στους ανωτέρω τομείς της οικονομίας, οι ανάγκες της δημόσιας διοίκησης είναι αυξημένες ενώ επιτακτική είναι η ανάγκη αναβάθμισης των ήδη παρεχόμενων υπηρεσιών. Προκύπτουν, έτσι, νέες θέσεις εργασίας, για τις οποίες η επινοητικότητα, η ευρηματικότητα, η συλλογικότητα και η συνεργατικότητα των νέων ανθρώπων είναι απαραίτητες.

Το Δημόσιο μπορεί – και σε κάποιο βαθμό το έχει κάνει – με τα κατάλληλα κίνητρα να προωθήσει την σύσταση συνεταιρισμών, που θα παρέχουν τις υπηρεσίες τους είτε έμμεσα, με τη μεσολάβηση του Δημοσίου,  είτε άμεσα στους πολίτες, εξασφαλίζοντας θέσεις εργασίας και καλή ποιότητα υπηρεσιών και προϊόντων.

Στους δικαιούχους φορείς παροχής υπηρεσιών εντάσσονται οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι επιχειρήσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι νέες επιχειρήσεις που θα συσταθούν για τις προαναφερθείσες συνιστώσες της κοινωνικής οικονομίας, αλλά και οι υπάρχουσες, με την προϋπόθεση της τροποποίησης των σκοπών τους.

Σύμφωνα λοιπόν με τα στατιστικά στοιχεία, η αύξηση της απασχόλησης σε οργανισμούς κοινωνικής οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάζεται κατά πολύ ψηλότερη συγκριτικά με το σύνολο της οικονομίας. Επιπλέον, η κοινωνική οικονομία δημιουργεί το 6,45% του συνόλου της απασχόλησης και το 7,7% της μισθωτής απασχόλησης.

Στην Ιταλία, τη χώρα με την πλουσιότερη παράδοση στο θέμα των συνεταιρισμών και της κοινωνικής οικονομίας, περίπου δεκατέσσερα εκατομμύρια άτομα μετέχουν σε συνεταιρισμούς για τη γεωργία, την αλιεία, τον αθλητισμό, τον πολιτισμό, την κατοικία, τις υπηρεσίες και την κοινωνική αλληλεγγύη.

Στην Ισπανία, η Ισπανική Συνομοσπονδία Επιχειρήσεων της Κοινωνικής Οικονομίας περιλαμβάνει στους κόλπους της δεκάδες συνεταιριστικές οργανώσεις και επιχειρήσεις που αφορούν στην κατοικία, την κατανάλωση, τις μεταφορές, τις θαλάσσιες δραστηριότητες, τη διδασκαλία, την υγεία, την κοινωνική ένταξη, την κοινωνική αλληλεγγύη. Προβλήματα εντοπίζεται στην έλλειψη σαφούς νομοθετικού πλαισίου και στην αντίσταση των παραδοσιακών παραγόντων της οικονομίας, δηλαδή των επιχειρήσεων, των συνδικάτων, της Διοίκησης.

Στην Γαλλία, η αντίστοιχη Συνομοσπονδία συγκεντρώνει τους συνεταιρισμούς, την αντασφάλιση, τον τομέα αλληλοβοήθειας αλλά και οργανισμούς για την κατοικία και τα αυτοκίνητα.

Στην Πορτογαλία, οι συνεταιρισμοί παρεμβαίνουν για θέματα των ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων, και γενικότερα για ζητήματα φιλανθρωπίας, για την ανάπλαση περιοχών και την αναπαλαίωση κατοικιών, για την αγροτική παραγωγή.

Αλλά και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού αναπτύσσεται έντονα η ιδέα των clusters, η «ιδέα του δημιουργικού μορφώματος». Η ιδέα αυτή είναι θεμελιωμένη στην αναπτυξιακή διάσταση της τέχνης, αφού είναι ικανή να δημιουργεί θέσεις εργασίας, τουρισμό και κατά συνέπεια εισόδημα. Στις Πολιτείες της Μασαχουσέτης και της Φιλαδέλφειας η ιδέα αυτή έχει προκαλέσει αξιοσημείωτα αποτελέσματα.

Πέραν όμως της βελτίωσης των οικονομικών δεικτών, η κοινωνική οικονομία και ο συμπληρωματικός της χαρακτήρας έχει τη δυνατότητα να μετριάζει τις ρωγμές που εμφανίζουν άλλοι οικονομικοί τομείς, αποκαθιστώντας την ευρυθμία του συστήματος.

Ταυτόχρονα η κοινωνική οικονομία συντελεί στην προσπάθεια επίλυσης προβλημάτων, όπως είναι η κοινωνικοοικονομική περιθωριοποίηση, ο αποκλεισμός και η οικολογική καταστροφή, παρέχοντας κοινωνική φροντίδα και ενδυναμώνοντας την κοινωνική συναίνεση και αλληλεγγύη.

Στην Ελλάδα ένα πλέγμα ιστορικών, πολιτιστικών και οικονομικών συνθηκών δημιούργησαν απρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας και της ιδέας της κοινωνίας των πολιτών. Μάλιστα, η έννοια του συνεταιρισμού παρέμεινε περιορισμένη στα όρια της αγροτικής παραγωγής και σε μικρότερο ακόμα βαθμό σε τράπεζες, ταμεία υγείας, εμπορίας καπνού κ.τ.λ.

Εντούτοις, το ευρωπαϊκό πρότυπο πυροδότησε εξελίξεις. Καθώς έχει εμπεδωθεί πλέον ότι η κοινωνική οικονομία συμβάλλει θετικά στον τομέα της οικονομίας, της απασχόλησης, της κοινωνικής συνοχής και κατά συνέπεια στην ανάπτυξη, το τελευταίο χρονικό διάστημα δρομολογούνται, από την πλευρά της Ελληνικής Πολιτείας, παρεμβάσεις και υποστηρικτικά μέτρα, ώστε να δημιουργηθεί γόνιμο έδαφος για την άνθισή της στον ελληνικό χώρο.

Ευρωπαϊκή Ένωση και Μ.Κ.Ο.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση περιέχει αναφορές για το θεσμικό ρόλο των Μ.Κ.Ο., τόσο επίσημα, στο πλαίσιο των νομικών της κειμένων, όσο και ανεπίσημα, στο πλαίσιο των αναπτυξιακών της πολιτικών. Με αυτό τον τρόπο παρέχεται ισχυρή βάση προκειμένου οι Μ.Κ.Ο. να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους.

Το ενδιαφέρον της Κοινότητας για τις Μ.Κ.Ο. εκφράστηκε ήδη από το 1976, όπου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσε τις αρχές στις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις Μ.Κ.Ο., καθώς και τις γενικές διαδικασίες και πρακτικές για τη συγχρηματοδότησή τους. Έκτοτε, από το 1976 έως το 1995,  ένα δις Ευρωπαϊκές Νομισματικές Μονάδες (ECU) έχουν δαπανηθεί για τη χρηματοδότηση αναπτυξιακών σχεδίων των οργανώσεων αυτών.

Σε σεβαστό αριθμό περιπτώσεων, τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν δείξει την υποστήριξή τους στον αναπτυξιακό ρόλο των Μ.Κ.Ο. Πιο συγκεκριμένα, το Μάιο του 1992 το Ευρωκοινοβούλιο επικύρωσε με ψήφισμα το «σημαντικό αναπτυξιακό ρόλο των Μ.Κ.Ο.», με έμφαση στην ικανότητά τους να αξιοποιούν περιθωριακά μέλη της κοινωνίας στις αναπτυσσόμενες χώρες και να προωθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Υπογράμμισε, επίσης, την ανάγκη να διατηρηθεί η ελευθερία της δράσης των Μ.Κ.Ο.

Ομοίως, στις 25/05/1991 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπογράμμισε με ψήφισμά της, τη σημασία της αυτονομίας και ανεξαρτησίας των Μ.Κ.Ο. και αναγνώρισε την ανάγκη για συμπληρωματικότητα ανάμεσα στα Ευρωπαϊκά Όργανα και τις προσπάθειες των Μ.Κ.Ο. για ανάπτυξη. Αυτή η ανάγκη προϋποθέτει, όπως αναφέρθηκε, την ευελιξία στις διαδικασίες και τις εφαρμογές αναπτυξιακών πολιτικών.

Επιπλέον, το Συμβούλιο στα συμπεράσματά του στις 18/12/1992, επιβεβαιώνει την αφοσίωσή του στην υποστήριξη του ρόλου και τη συνεισφορά των Μ.Κ.Ο. στην ανάπτυξη.

Τέλος, στη ρύθμισή της στις 10/07/2005, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επαναλαμβάνει της αφοσίωσής της στη συγχρηματοδότηση των Μ.Κ.Ο. και θέτει μια σειρά ρυθμιστικών θεμάτων υπό εξέταση.

Οι λόγοι για τους οποίους η Ευρωπαϊκή Ένωση επιλέγει να συνεργάζεται και να υποστηρίζει το ρόλο και τη δράση των Μ.Κ.Ο., φαίνεται να είναι οι ακόλουθοι:

  • Οι Μ.Κ.Ο. έχουν προσβάσεις στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα και απευθύνουν τις δραστηριότητές τους στα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού ή σε εκείνα που έχουν την περισσότερη ανάγκη.
  • Οι Μ.Κ.Ο., λόγω της ευελιξίας και της αποκεντρωμένης πρακτικής τους, μπορούν να παρέχουν βοήθεια σε άλλα κράτη, όπου η επίσημη παρουσία οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα προκαλούσε πολιτικές αγκυλώσεις. Για παράδειγμα, η βοήθεια που παρείχαν οι Μ.Κ.Ο στη Γάζα, δε θα μπορούσε εύκολα να φθάσει από επίσημες πολιτικές παρεμβάσεις της Ε.Ε.
  • Οι Μ.Κ.Ο. θεωρούνται ότι κάνουν πιο εξορθολογισμένη χρήση των οικονομικών και ανθρώπινων πόρων τους, για δύο λόγους: αφενός, επειδή μπορούν να παρέχουν τα αναπτυξιακά τους σε χαμηλό κόστος και αφετέρου, επειδή εξασφαλίζουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην Ευρωπαϊκή κοινωνία, αξιοποιώντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την παροχή χρηματοδότησης από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  • Οι Μ.Κ.Ο. είναι παράγοντες εκδημοκρατισμού, εκλαΐκευσης εννοιών και ιδεών δημοκρατίας. Για το λόγο αυτό η Ε.Ε. μπορεί να τους ενσωματώσει στην αναπτυξιακή πολιτική διαφόρων περιοχών.
  • Οι Μ.Κ.Ο. έχουν ασχοληθεί με ένα τόσο ευρύ φάσμα διαφορετικών δραστηριοτήτων, που πλέον παρουσιάζουν αυξημένο επαγγελματισμό στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν τους στόχους τους.

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Ο  δρόμος για τις ζωντανές οικονομίες

Είναι γεγονός ότι βρισκόμαστε  σε  μια  κρίσιμη  στιγμή  στην  ιστορία  της  γης,  σε  μια  εποχή  όπου  η  ανθρωπότητα  καλείται  να  επιλέξει  το  μέλλον  της,  καθώς  ο  κόσμος  γίνεται  ολοένα  και  περισσότερο  αλληλοεξαρτημένος  και  εύθραυστος. Είναι η στιγμή που πρέπει  όλοι  να  ενωθούν, προκειμένου να διασφαλιστεί  ένα  μέλλον  με  παγκόσμια  ευημερία,  με  σεβασμό  στη  διαφορετικότητα  του  κάθε  πολιτισμού, τα  ανθρώπινα  δικαιώματα,  την  οικονομική  δικαιοσύνη,  το  περιβάλλον  και  την  κουλτούρα  ειρήνης.

Γνωρίζουμε  ότι  στη  φύση,  ο  ανταγωνισμός  μεταξύ  διαφορετικών  ειδών  είναι  ένας  παράγοντας  που  οδηγεί  σε  πρόοδο  και  σε  ανώτερες  μορφές  συνεργασίας. Συνεπώς, η θέση μας δεν πρεσβεύει τον αρνητισμό και τη διακοπή κάθε είδους αναπτυξιακής διαδικασίας, αλλά ενδιαφέρεται για την αποκατάσταση κάποιας μορφής ισορροπίας μεταξύ ανταγωνισμού  και  συνεργασίας.

Στο πλαίσιο του προβληματισμού μας, εστιάζουμε κυρίως  στα  σημεία του οικονομικού μας συστήματος που παρουσιάζουν αδυναμίες και προσπαθούμε να βρούμε, στον πυρήνα νέων ζωντανών οικονομιών, στοιχεία που παρουσιάζουν  καινοτομία  και  αξίζουν  προσοχής  και  υποστήριξης. 

Υποστηρίζουμε, ότι οι προσπάθειες που οργανώνονται από επιχειρήσεις και καταναλωτές και διατηρούν τοπικό χαρακτήρα, μπορούν να ενισχύουν τις τοπικές οικονομίες και να αμβλύνουν τις αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης. Εστιάζουμε σε οπτικές γωνίες που αναδεικνύουν μια εξέλιξη, συμβατή προς τις ζωντανές οικονομίες, την ισορροπία και τη σταθερότητα.

Θεωρούμε ότι καθώς η έννοια της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης έχει ωριμάσει αρκετά σε παγκόσμιο επίπεδο, νέες καινοτόμες ιδέες, όπως εναλλακτικά νομισματικά συστήματα αξιοποιήσιμα από κοινωνικά υπεύθυνους παραγωγούς, καταναλωτές και δημόσιους οργανισμούς, μπορούν να γίνουν παράγοντες σταθεροποίησης και εξισορρόπησης οικονομικών δραστηριοτήτων, σε σχέση με τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές ανάγκες.

          Ένας τρόπος να κατανοήσουμε το νόημα των παραπάνω, είναι η έννοια της «ζωντανής οικονομίας», που προσδιορίζει αυτό που ονομάζουμε «δίκαιο κέρδος» και έρχεται σε αντίθεση με το «μέγιστο κέρδος».

Στο πλαίσιο της «ζωντανής οικονομίας» οι επιχειρήσεις μπορεί να είναι και μη κερδοσκοπικές, σε αντίθεση με ό,τι επικρατεί στον κόσμο των επιχειρήσεων στις σύγχρονες οικονομίες, που ως επί των πλείστον είναι «περιορισμένης ευθύνης».

Συνεπώς, μια τέτοια νέα μορφή επιχείρησης δεν επιδιώκει τη μεγιστοποίηση των κερδών, αλλά αντιθέτως, λειτουργεί σαν μια κοινωνική οντότητα, αποτελούμενη  από άτομα που επιδιώκουν να αναπτύξουν καλές συνθήκες διαβίωσης μέσω της εργασίας τους.

Μια άλλη πτυχή του θέματος αναδεικνύεται από τον Hazel, ο οποίος μιλά για τη χρεοκοπία των «συμβατικών οικονομικών» και την ανάγκη αναδιάρθρωσης των εθνικών λογαριασμών και των μακροοικονομικών σχεδιασμών των χωρών. Σύμφωνα με την άποψή του, είναι επιβεβλημένο να υπάρξει καταγραφή και οικονομική αποτίμηση της απλήρωτης εργασίας για τη διατήρηση παραδοσιακών τρόπων ζωής, της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής. Στο ίδιο πλαίσιο, θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη τα δημόσια αγαθά και οι υπηρεσίες που δεν τιμολογούνται, αλλά δίνουν προστιθέμενη αξία στην ποιότητα ζωής, και χωρίς τα οποία καμιά σύγχρονη οικονομία δε μπορεί να λειτουργήσει.

Αναλογικά, ο Michael Shuman, διατυπώνει την άποψη ότι, «παρόλο που ακούγεται παράλογο να τιμολογηθεί η αξία της φύσης, είναι ακόμη πιο παράλογο και καταστροφικό να έχουμε διεθνή λογιστικά συστήματα που δεν αντανακλούν την αξία της φύσης για τη βιωσιμότητα των ανθρώπων και δεν λαμβάνουν υπόψη τους μετρήσιμους πόρους που δαπανώνται ετησίως για την προστασία του περιβάλλοντος».

Η ιδέα ότι όλοι θα πρέπει να σεβόμαστε οτιδήποτε μοιραζόμαστε ως «κοινό», όπως είναι οι φυσικοί πόροι, φαίνεται σταδιακά να ωριμάζει. Εξάλλου, η άποψη για τον κοινωνικό δαρβινισμό, ότι δηλαδή πρέπει να κάνουμε την επιβίωση των ισχυρότερων θεμέλιο λίθο της σημερινής κοινωνίας, υπόκειται σε αμφισβήτηση από πολλούς επιστήμονες, ανάμεσά τους και ο George Soros.

Μέσα αυτό το πλαίσιο της δημιουργικής αμφισβήτησης, οι σπόροι της νέας, «ζωντανής οικονομίας», έχουν ήδη αρχίσει να καρποφορούν σε αμέτρητες κοινωνίες του κόσμου. Στα θετικά μηνύματα συγκαταλέγονται φάρμες βιολογικών καλλιεργειών και εστιατόρια με τροφές παραδοσιακής και τοπικής προέλευσης, παραγωγή και πώληση προϊόντων με έμφαση στην ποιοτική διαφοροποίηση και την περιβαλλοντική ευθύνη, οικογενειακές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις με κοινωνική – περιβαλλοντική ευαισθησία (πράσινη επιχειρηματικότητα) και άλλα.

Σημαντικά επιχειρήματα υπέρ της κοινωνικής επιχειρηματικότητας είναι το αυξανόμενο μεταφορικό κόστος και η αύξηση της τιμής του πετρελαίου, η ανάπτυξη του κλάδου των υπηρεσιών αλλά και η ανάδειξη της σημασίας και του ρόλου του τοπικού παράγοντα από την πλευρά των καταναλωτών, που παρασύρει αναγκαστικά και τις διοικήσεις των επιχειρήσεων σε αυτή τη θεώρηση.

Ο Michael Shuman αναφέρει σχετικά: «Ευτυχώς, η μετάβαση στην κοινωνική αυτάρκεια φαίνεται να είναι ο πιο συμφέρον τρόπος, από την άποψη του κόστους, προς την οικονομική ανάπτυξη. Τα κόστη διανομής και μάρκετινγκ της παγκοσμιοποίησης φαίνεται να είναι τεράστια».

Η διαμόρφωση του νέου συστήματος

Από την πλευρά της εξελικτικής θεώρησης, οι κοινωνίες και οικονομίες των ανθρώπων διέρχονται από φάσεις, όπως και τα οικοσυστήματα. Σύμφωνα με την Elisabet Sahturis «Τα οικοσυστήματα, αφού διέρθουν τη φάση του ανταγωνισμού και της διαπραγμάτευσης ανάμεσα στα είδη, ωριμάζουν καταλήγοντας προς ένα  συνεργατικό μοντέλο. Μάλιστα, σε ένα ώριμο οικοσύστημα, η καλύτερη διασφάλιση βιωσιμότητας για το κάθε είδος, βρίσκεται στο βαθμό συνεισφοράς του στα άλλα είδη».

Για να οδηγηθούμε με συνέπεια προς αυτό το μοντέλο εξασφάλισης της βιωσιμότητας, δε μπορούμε να βασιζόμαστε στους διευθυντές και τα διοικητικά στελέχη των επιχειρήσεων για να πραγματοποιήσουν τις αναγκαίες αλλαγές. Θα πρέπει να ανοίξουμε ένα διάλογο στις τοπικές κοινωνίες και παγκοσμίως, σχετικά με το πώς θα πετύχουμε αυτή την αλλαγή στο πλαίσιο του συνεργατικού μοντέλου. 

Τίποτα δεν θα πρέπει να εμποδίσει την ανθρώπινη δημιουργικότητα στην προσπάθειά της να σχεδιάσει τα πραγματικά «Οικονομικά της Σταθερότητας και της Βιωσιμότητας». Όμως για να γίνει αυτό, θα πρέπει να γνωρίζουμε πώς συνδέονται οι διάφοροι παράμετροι που δημιουργούν προβλήματα, διότι συχνά αιτίες των προβλημάτων είναι οι «λύσεις» οι οποίες εφαρμόζουμε.

Εάν δούμε τον κόσμο ως ένα ζωντανό σύστημα και σχεδιάσουμε τα οικονομικά μας, δίνοντας αξία σε όλους τους ανθρώπινους και φυσικούς πόρους, μπορούμε να σχεδιάσουμε «ζωντανές οικονομίες» που αναδεικνύουν και επιδιώκουν να αξιοποιήσουν όλες τις συστημικές συνέργειες.

Και πάλι, αξιοποιώντας τα πορίσματα από την επιστήμη της βιολογίας, σε μια «ζωντανή οικονομία» θα πρέπει να σκεπτόμαστε σε όρους συστήματος, όπου η εκροή μιας παραγωγικής διαδικασίας χρησιμεύει σαν εισροή μιας άλλης, αναγνωρίζοντας ότι μέσα από το σύστημα, οι διαφορετικές ανάγκες διαφορετικών ενοτήτων μπορούν να εξυπηρετηθούν και η απώλεια ποτέ δεν πρέπει να απωλεστεί.

Σχετικά, θα πρέπει θέσουμε ως αξίωμα ότι, πλέον δεν υπάρχει τρόπος να αντιστρέψουμε την παγκοσμιοποίηση. Εκείνο που μπορούμε, είναι να την εξελίξουμε.

Οι αρχές και τα συστήματα τα οποία καθορίζουν τις παγκόσμιες συναλλαγές, οι οικονομικοί κανόνες και οι οικονομικές πολιτικές που καθορίζουν την παγκόσμια πολιτική, μπορούν και πρέπει να αλλάξουν. Το καθήκον μας είναι να δημιουργήσουμε βιώσιμα μονοπάτια για την εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης, τα οποία να επιτρέπουν τον υπερκερασμό των παρούσων αρνητικών συνεπειών μέσα από συναλλαγές, οι οποίες ενισχύουν την τοπική ακεραιότητα και αυτάρκεια.

Όπως λέει και η Elizabet Sahturis, χρειάζεται να δώσουμε ζωή στο εναλλακτικό σύστημα, υποκαθιστώντας το παλαιό με νέες δράσεις και συστήματα θεώρησης, που μιμούνται ικανοποιητικά τις επιτυχημένες διαδικασίες της φύσης. Θα πρέπει να υπάρξει ένα νέο σύστημα θεώρησης και ένα «αποτελεσματικό ανοσοποιητικό σύστημα», προκειμένου να αναπτυχθούν νέες προσεγγίσεις στις έννοιες της παραγωγής, της κατανάλωσης, της συναλλαγής και της επικοινωνίας.

          Όμως, ένα ερώτημα παραμένει: αν και είναι φανερό ότι οι άνθρωποι, οι κοινωνίες και οι επιχειρήσεις επιλέγουν να ευθυγραμμιστούν με έναν λιγότερο οξύ και σταθερότερο κόσμο, τι γίνεται όταν ηγέτες με οπισθοδρομικές απόψεις, σχετικά με την παγκοσμιοποίηση, αντιδράσουν σε αυτό το ρεύμα της νέας θεώρησης των πραγμάτων;

Το συμπέρασμα των κοινωνιολόγων Paul Ray και Sherri Anderson είναι ότι, παγκοσμίως, υπάρχει μια σεβαστή μερίδα ατόμων (23,6% στην Αμερική και ανάλογα ποσοστά στην Ε.Ε. των 15) με υψηλή και περιβαλλοντικά προσανατολισμένη μόρφωση, τους οποίους χαρακτηρίζουν ως «δημιουργούς πολιτισμού – κουλτούρας». Παρά τις διαφορές στις απόψεις και τις θεωρήσεις τους, υπάρχει η σαφής αφοσίωσή τους σε μια πιο ευσυνείδητη, περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένη και ολοστική θεώρηση του κόσμου.

Συνεπώς, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι μια παγκόσμια πολιτιστική αλλαγή είναι σε εξέλιξη.

Οικοδομώντας τη «ζωντανή οικονομία»

Πολλοί πιστεύουν ότι ο πρώτος τομέας στον οποίο θα πρέπει να επικεντρωθούν οι ενέργειες για την οικοδόμηση της «ζωντανής οικονομίας» είναι ο τομέας των ειδών διατροφής.

Σύμφωνα με ό,τι αναφέρεται σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου «Η υπόθεση ενάντια στην παγκόσμια οικονομία», οι μεγάλοι εταιρικοί παραγωγοί αγροτικών προϊόντων καλύπτουν το 95% τις ανάγκες για είδη διατροφής στις Η.Π.Α. Στην Ευρώπη, τα είδη διατροφής είναι τόσο φτηνά που αντικαθιστούν τις παραδοσιακές διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων στην Αφρική, στην Ασία και στη Λατινική Αμερική, συμβάλλοντας έτσι στην καταστροφή φυσικών αγροτικών καλλιεργειών και επιταχύνοντας της ερήμωση της υπαίθρου.

Τα είδη διατροφής, λοιπόν, είναι ο κατάλληλος τομέας για να χτίσουμε ένα δίκτυο από αφοσιωμένους παραγωγούς αγαθών και υπηρεσιών καθώς και συνειδητοποιημένους καταναλωτές για την καταναλωτική τους συμπεριφορά. Έτσι, θα μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε υγιέστερη και ποιοτικότερη διαβίωση, ενώ παράλληλα θα συμβάλλουμε στην άμβλυνση ορισμένων ανισορροπιών που έχει επιφέρει η παγκοσμιοποίηση.

Πολλοί από εμάς αισθανόμαστε άμεσα το κάλεσμα για ανταπόκριση σε αυτό το κύμα, που καλύπτει όχι μόνο τα ήδη διατροφής αλλά και πολλά άλλα καταναλωτικά αγαθά, που υποστηρίζονται παγκοσμίως από εκατομμύρια συνεπείς καταναλωτές. Όμως, παρότι η αλλαγή είναι αναγνωρίσιμη, ακόμη δεν έχει αποκρυσταλλωθεί η σχέση μεταξύ της νέας αυτής ταυτότητας και των καθημερινών πρακτικών και δράσεων που την εκφράζουν.

Ένας παράγοντας που δυσχεραίνει αυτή τη διαδικασία είναι ο άμεσος ανταγωνισμός που παρέχει φθηνές επιλογές, και στον οποίο είναι δύσκολο να αντισταθούν ακόμη και οι πιο κοινωνικά υπεύθυνοι παραγωγοί. Τα κόστη της κοινωνικής υπευθυνότητας στην παραγωγή, πιθανότατα να αποτελούν αντικίνητρο για την εφαρμογή τέτοιων προτύπων στην επιχειρηματικότητα, εκτός και εάν οι καταναλωτές ευθυγραμμιστούν με τους αφοσιωμένους επιχειρηματίες και επωμιστούν το αυξημένο κατά μονάδα κόστος παραγωγής προϊόντος.

Μόνον τότε είναι δυνατό να προκύψει μια νέα ομάδα επιχειρηματιών, οι οποίοι θα παράγουν με πιο οικολογικούς τρόπους, θα πληρώνουν καλύτερους μισθούς και θα πληρούν όλους τους κανόνες κοινωνικής ευθύνης. Το θετικό σημάδι είναι ότι ήδη έχουν κάνει την εμφάνισή τους κοινωνικά ευαισθητοποιημένοι καταναλωτές, παραγωγοί και ανθρώπινοι πόροι σε κάθε τομέα, γεγονός που ξεκαθαρίζει και τις κατευθύνσεις στις οποίες χρειάζεται να κινηθούμε.

Προς την κατεύθυνση της διάδοσης του μηνύματος της «ζωντανής οικονομίας» χρειάζεται να συνδράμουν και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι, στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι εταιρείες που ελέγχουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης διασυνδέονται βαθιά με τις παγκόσμιες πολυεθνικές εταιρείες,  που είναι οι κύριοι εκφραστές του οικονομικού συστήματος της αστάθειας και της αδικίας.

Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει μια στρατηγική χρήση των εναλλακτικών μέσων  ενημέρωσης και του διαδικτύου, που αποτελούν και τους μόνους, μέχρι στιγμής τρόπους, κριτικής και σχολιασμού των όσων παρουσιάζονται στην κυρίαρχη ομάδα των μέσων επικοινωνίας.

          Θα πρέπει, ωστόσο, να τονίσουμε ότι, στην κριτική μας για την παγκόσμια οικονομία και το «ελεύθερο εμπόριο», δεν πρεσβεύουμε τον απομονωτισμό και τον αρνητισμό. Η αυτάρκεια δεν ταυτίζεται με την απομόνωση αλλά σημαίνει ότι αναπτύσσουμε την οικονομική βάση μιας κοινότητας, προκειμένου να παράγουμε τα αναγκαία για τα μέλη της, και κατευθύνουμε τους υπάρχοντες πόρους σε τομείς μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας.

Τελικά, η διατοπική και διεθνική συνεργασία μεταξύ των αυτοοργανωμένων κοινοτήτων μπορεί να συμβάλει στη μείωση του ρίσκου και στην ενίσχυση της τοπικής επιχειρηματικότητας.

Ανανεώσιμη ενέργεια – Δημιουργία Οικολογικής παγκόσμιας οικονομίας

Στα πρόσφατα χρόνια η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας βρίσκει ανταπόκριση ως μία από τις βασικές αρχές για την περιβαλλοντικά υπεύθυνη παγκόσμια οικονομία.

Ιδιαίτερα δε στα έθνη του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου», ο πυρήνας της προσπάθειάς τους για ανάπτυξη πρέπει να επικεντρωθεί στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, έτσι ώστε η μελλοντική τους ανάπτυξη να είναι συνυφασμένη με την ανεξαρτησία τους από την προμήθεια πηγών ενέργειας. Ωστόσο, εάν δε ληφθούν άμεσα μέτρα, πάντα εγκυμονεί ο κίνδυνος οι αναπτυσσόμενες χώρες να αντιγράψουν τις ενεργειακές υποδομές των ανεπτυγμένων χωρών και να εξαρτηθούν από τις συμβατικές ενεργειακές πηγές.

Χωρίς ισχυρή δέσμευση προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου:

  • Θα ενισχύουν τα παγκόσμια κλιματολογικά προβλήματα, λόγω της αυξανόμενης ανάγκης για ενέργεια, η οποία αναγκαστικά στη συνέχεια  δημιουργεί οικονομική εξάρτηση.
  • Θα δαπανήσουν ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος των πόρων τους για ανάπτυξη στις εισροές ενέργειας από το εξωτερικό, μπλοκάροντας έτσι την αναπτυξιακή τους πορεία με αρνητικές συνέπειες στην κοινωνική τους συνοχή, αλλά και την αξιοπιστία των ενεργειακών πηγών.
  • Θα συνεχίσουν να ενισχύουν τη συγκέντρωση των πληθυσμών σε μεγάλες πόλεις με ανεξέλεγκτη δόμηση και προβλήματα, καθώς το κόστος για συμβατικές ενεργειακές τεχνολογίες στην ύπαιθρο είναι απαγορευτικό.

Όμως, ακόμη και τα έθνη που επιθυμούν να διαφοροποιηθούν από τα συστήματα συμβατικής ενέργειας και να κινηθούν προς τα συστήματα ανανεώσιμων ενεργειακών πηγών, θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα εάν δεν κινηθούν το συντομότερο δυνατό προς αυτά.

Η εφαρμογή τεχνολογιών που έχουν σχεδιαστεί για τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αποτελεί τον μοναδικό τρόπο για να μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε ένα υγιέστερο παγκόσμιο κλιματολογικό περιβάλλον σε συνδυασμό με ικανοποιητική οικονομική μεγέθυνση. Άλλωστε, δεδομένου ότι ξοδεύονται μεγάλα ποσά, όχι μόνο για την παραγωγή  αλλά και για τη διάδοση της ενέργειας σε απομακρυσμένες περιοχές, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι η μόνη λύση για να την κάνουμε προσιτή σε αυτές τις περιοχές χωρίς τα μεγάλα κόστη μεταφοράς.

Έως τώρα, τεχνικές αξιοποίησης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχουν αναπτυχθεί σε μία ομάδα ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης (Γερμανία, Ελβετία, Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο), όπως και στην Ιαπωνία, οι οποίες έχουν επενδύσει μεγάλα ποσά στην έρευνα. Όμως, επί του παρόντος, η σχετική ζήτηση δεν είναι τόσο αυξημένη, ώστε να δικαιολογεί και να καλύπτει ικανοποιητικά τα κόστη μεταφοράς και εξαγωγής.

Αναφορικά με τα παραπάνω, τα περισσότερα έθνη:

  • Επενδύουν σχετικά λίγο στην ανάπτυξη και εισαγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
  • Υπάρχει έλλειψη πληροφόρησης, από τους πολιτικούς και λοιπούς ηγέτες,  σχετικά με τις δυνατότητες αξιοποίησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
  • Υπάρχει ανεπάρκεια γνώσης και εκπαίδευσης από τους ειδικούς στις νέες αυτές τεχνολογίες, αλλά και έλλειψη εκπαιδευτικών προγραμμάτων που να σχετίζονται με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
  • Υπάρχει έλλειψη χρηματοδότησης από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για τέτοιες δραστηριότητες.
  • Υπάρχει άγνοια σχετικά με τα οικονομικά οφέλη της χρήσης τέτοιων τεχνολογιών από τον πληθυσμό.
  • Υπάρχει έλλειψη κεντρικών πολιτικών ανάπτυξης αυτών των νέων τεχνολογιών.

Τα τελευταία χρόνια, ένας αυξανόμενος αριθμός Διεθνών Οργανισμών και Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων έχουν πάρει την πρωτοβουλία να εισάγουν νέες τεχνολογίες για τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Καθένας από αυτούς τους οργανισμούς αντιμετώπισε τα προαναφερόμενα εμπόδια.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι απαιτούνται πολύ μεγάλες δαπάνες για να ξεπεραστούν τα κείμενα εμπόδια, καθώς αυτές κάνουν την επένδυση μη συμφέρουσα. Ένας σημαντικός αριθμός των σχετικών έργων καταλήγουν να είναι αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε «Ηλιακά ερείπια», λόγω της έλλειψης σωστών ενεργειών και προσωπικού για να τα εκτελέσει. Εξάλλου, το ποσοστό της δαπάνης σε εξειδικευμένο προσωπικό, σε σχέση με το σύνολο του κόστους της επένδυσης σε σχέδια υποδομής,  είναι εξαιρετικά μεγάλο.

Διεθνής Επιτροπή Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας – IRENA

Όπως είναι φανερό, υπάρχει μεγάλη ανάγκη να επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας σε μια διεθνή πολιτική για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στοχεύοντας με συστηματικό τρόπο στη μη εμπορική μεταφορά της τεχνολογίας για τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Στο παρελθόν, κανένας από τους υπάρχοντες διεθνείς οργανισμούς δεν ήταν έτοιμος να παίξει αυτό το ρόλο, λόγω των αρχών που τους επέβαλλαν άλλες προτεραιότητες. Ένας εξειδικευμένος νέος οργανισμός μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο στη διάνοιξη του δρόμου, που θα επιτρέψει γρηγορότερα και σε άλλες εξατομικευμένες προσπάθειες να καρποφορήσουν.

     Ένας τέτοιος οργανισμός μπορεί να είναι η «Διεθνής Επιτροπή για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας» ή “International Renewable Energy Agency” – IRENA. Ήδη από το 1990, η EUROSOLAR δημοσίευσε ένα μνημόνιο όπου πρότεινε τη δημιουργία Διεθνούς επιτροπής Ανανεώσιμης Ενέργειας. Η πρόταση αυτή συμπεριλήφθηκε, μεταξύ άλλων, και στις συστάσεις που έκανε το 1991 η ομάδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την Ηλιακή Ενέργεια, την Ανάπτυξη και το Περιβάλλον.

Οι στόχοι και οι μέθοδοι της IRENA

Η IRENA θα βοηθήσει τα κράτη που ενδιαφέρονται να καλύψουν τα αναπτυξιακά χάσματα μεταξύ της δικής τους και άλλων κρατικών οικονομιών και να κτίσουν λειτουργικές υποδομές για τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Θα δουλέψει σε συνεργασία με τις κυβερνητικές και μη κυβερνητικές αρχές ενώ θα παρέχει υποστήριξη όπου απαιτείται.

Πιο συγκεκριμένα, η IRENA:

  • Θα λειτουργεί ως συμβουλευτικός φορέας προς τις κυβερνητικές αρχές, τις περιφερειακές αρχές και διοικήσεις, για την ανάπτυξη προγραμμάτων αξιοποίησης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
  •  Θα υποστηρίξει τη δημιουργία κέντρων έρευνας και τεχνολογίας και τη δημιουργία εθνικών και περιφερειακών αρχών ενέργειας.
  • Θα οδηγήσει τις ενδιαφερόμενες χώρες προς την ανάπτυξη, σύμφωνα με τα διεθνή στάνταρ ελέγχου ποιότητας, χωρίς καμία διάκριση.
  • Θα προωθήσει την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις νέες τεχνολογίες στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ενεργειακής απόδοσης και παράλληλα θα θέσει τις αρχές της «Βέλτιστης Χρήσης» για τον τρόπο αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών.
  • Θα παράσχει εκπαιδευτικό υλικό και προγράμματα.
  • Θα προωθήσει την ανταλλαγή επιστημόνων και στελεχών στον τομέα αυτό.
  • Θα υποστηρίξει τη δημιουργία εξειδικευμένων κέντρων υπηρεσιών και μεσαίων επιχειρήσεων, που λειτουργούν στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, παρέχοντας παράλληλα συμβουλευτικές υπηρεσίες στις χώρες που ενδιαφέρονται να αρχίσουν ίδια παραγωγή χρησιμοποιώντας ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
  • Θα βοηθήσει στην οργάνωση και χρηματοδότηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
  • Θα δημοσιεύσει στατιστικές μελέτες.

Σχεδιάζοντας οικολογικές προδιαγραφές

Σε αντίθεση με την αντίληψη των οικολογιών κινημάτων του 1970, ότι η οικολογία είναι μία μόδα για τους ολίγους, σήμερα βλέπουμε ότι ο σχεδιασμός οικολογικών περιοχών και η καλλιέργεια προτύπων αρμονικής σχέσης με το περιβάλλον είναι μια διαρκώς αναγνωριζόμενη ανάγκη για τις σημερινές κοινωνίες.

Εκείνο που ψάχνουμε προκειμένου να ορίσουμε το πώς εκφράζεται αυτή η ανάγκη, είναι οι απαντήσεις στις παρακάτω ερωτήσεις:

  • Μπορούν οι νέες φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες να λειτουργήσουν προς όφελος της πλειοψηφίας του πληθυσμού;
  • Εάν ναι, ποιες είναι οι οικολογικές αλλαγές που προτείνονται;

Και οι δύο απαντήσεις θα δοθούν εξετάζοντας ταυτόχρονα τον παράγοντα «τεχνολογία» αλλά και τον παράγοντα «άνθρωπο», ειδικότερα εκείνους που αποφασίζουν για το τι νέο θα εισαχθεί, με ποιες μεθόδους, ποιοι είναι οι ειδικοί και, τέλος, σε ποιο κοινωνικό πλαίσιο και πολιτισμικό υπόβαθρο θα εφαρμοστεί μια καινοτομία φιλική προς το περιβάλλον.

Από μια σοβαρή θεώρηση σχετικά με τον οικολογικό σχεδιασμό δε μπορεί να απουσιάζει η σε βάθος ανάλυση των παρακάτω ζητημάτων:

  • «Πρασινίζοντας» την πόλη, σχεδιάζοντας ζώνες ελεύθερες από κυκλοφορία οχημάτων και, συνεπώς, μειώνοντας το θόρυβο και τη μόλυνση στην πόλη,
  • Ενισχύοντας το συμμετοχικό σχεδιασμό,
  • Περιστέλλοντας τις απώλειες ενέργειας και νερού σε σπίτια και προωθώντας την ανακύκλωση,
  • Χρησιμοποιώντας ηλιακή καθώς και άλλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας,
  • Χρησιμοποιώντας υλικά κατασκευής και δόμησης φιλικά προς το περιβάλλον,
  • Αντιμετωπίζοντας το νέφος,
  • Αποφεύγοντας τις απώλειες ενέργειας στις κτιριακές εγκαταστάσεις,
  • Ελέγχοντας τη ροή του αέρα στα «Κτίρια χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας»,
  • Εξετάζοντας τον κύκλο ζωής των δομικών υλικών και των κτιρίων,
  • Οικολογική αισθητική,
  • Οικολογία και Οικονομία

Η ολιστική – συστημική προσέγγιση του οικολογικού σχεδιασμού

Οικολογικός σχεδιασμός και οικοπόλη δε σημαίνει βελτιστοποίηση ενός μόνο παράγοντα από τους προαναφερθέντες, αλλά μια ολιστική προσέγγιση που συνδυάζει πολλούς ή όλους τους παράγοντες οικολογικού σχεδιασμού.

Ενώ, κάθε κίνηση μακριά από την αλόγιστη χρήση των πηγών ενέργειας και προς την προστασία των ενεργειακών αποθεμάτων είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, εντούτοις η θεώρηση του οικολογικού σχεδιασμού προϋποθέτει απομάκρυνση από τη γραμμική εκτίμηση μίας μόνο μεταβλητής και εισαγωγή συστημικής και συνδυαστικής θεώρησης των πραγμάτων, που αποσκοπεί στην ανακάλυψη των σχέσεων που συνδέουν τις διάφορες λύσεις φιλικές προς το περιβάλλον, προκειμένου να αναπτυχθεί ένας ολοκληρωμένος σχεδιασμός.

Αυτό γίνεται προκειμένου να απελευθερωθεί η δημιουργική ενέργεια του κάθε εμπλεκόμενου φορέα, παρά για τη μεγιστοποίηση ενός τελικού προϊόντος – αποτελέσματος.

Οι εξελίξεις του οικολογικού ρεύματος στην Αμερική

«Δε μπορούμε να επιλύσουμε προβλήματα χρησιμοποιώντας τον ίδιο τρόπο σκέψης που ακολουθήσαμε κατά τη δημιουργία τους»

Albert Einstein

            Είναι φανερό ότι ο πλανήτης μας αντιμετωπίζει πλέον προβλήματα βιωσιμότητας, γεγονός που οφείλεται στις ακόλουθες αιτίες:

  • Υπερκατανάλωση
  • Υπερπληθυσμός
  • Εξάρτηση από μη ανακυκλώσιμες πηγές ενέργειας
  • Κοινωνική και δομική ανάπτυξη των πόλεων με μεθόδους καταστροφικές για το περιβάλλον
  • Ανισότητες στη διανομή των πόρων
  • Περιορισμένη ευαισθητοποίηση και συμμετοχή

Ορισμένοι από τους παράγοντες που σηματοδοτούν την αβεβαιότητα της βιωσιμότητας του πλανήτη είναι:

  • Η αύξηση της θερμοκρασίας παγκοσμίως,
  • Τα προβλήματα στην ατμόσφαιρα της γης
  • Η ανεξέλεγκτη κοπή των δασών
  • Η εξαφάνιση και ο κίνδυνος προς εξαφάνιση πολλών ειδών
  • Η μείωση των ειδών αλιείας
  • Οι οικονομικές ανισότητες
  • Οι ανισότητες ευκαιριών
  • Η απώλεια καλλιεργήσιμης γης και ανοιχτού χώρου
  • Η μείωση των ποσοτήτων νερού
  • Η μόλυνση από το κυκλοφοριακό νέφος

Μια βασική αιτία αυτών των προβλημάτων είναι η αδυναμία αναγνώρισης της περιορισμένης ικανότητας της γης να ανεχθεί μεγάλες αλλαγές στα οικοσυστήματά της. Το αποτέλεσμα είναι η αλόγιστη και άνιση κατανάλωση των περιορισμένων, έτσι κι αλλιώς, φυσικών πόρων της γης.

Είναι απολύτως επιτακτική η ανάγκη οι άνθρωποι να συνειδητοποιήσουν ότι  είμαστε ένα μέρος της φύσης, εξαρτημένο από αυτή. Οι πρακτικές και οι δράσεις μας θα πρέπει να αντανακλούν τις σημαντικές εξαρτήσεις που υπάρχουν μεταξύ υγιούς περιβάλλοντος, δυνατής οικονομίας και καλού βιοτικού επιπέδου.

Η λύση των οικοχωριών

Μία λύση που φαίνεται να υπάρχει, και προτείνεται από πολλές μερίδες πολιτών παγκοσμίως, είναι τα οικοχωριά.

Τα οικοχωριά δεν είναι τίποτε άλλο παρά κοινότητες αφοσιωμένες στη δημιουργία και επίδειξη βιώσιμου τρόπου ζωής, σε οικολογικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο.

Μπορούν να πάρουν πολλές μορφές, σε διαφορετικούς πολιτισμούς και κλιματολογικές συνθήκες, οι οποίες περιλαμβάνουν κατασκευή υπαίθριων κτισμάτων, υπαίθρια στέγαση για πολλές οικογένειες, παραδοσιακά χωριά, οικοτουριστικές δραστηριότητες και πρωτοβουλίες, κομμούνες κ.τ.λ.

Όλα τα οικοχωριά έχουν δεσμευθεί στο μοντέλο της ανθρωποκεντρικής ανάπτυξης, με έμφαση στον προβληματισμό γύρω από το πώς οι παρούσες ενέργειες και πρωτοβουλίες των ανθρώπων επηρεάζουν τις γενιές του αύριο.

Πολλά οικοχωριά εξελίσσονται σε πεδία πρωτογενούς έρευνας και κέντρα επίδειξης αποτελεσμάτων στην κοινωνία. Με αυτό τον τρόπο έλκουν χιλιάδες επισκέπτες να συμμετάσχουν σε εκπαιδευτικές, πολιτιστικές και άλλες δραστηριότητες που διοργανώνουν.

Η ιδέα των οικοχωριών έχει πλέον αναπτυχθεί αρκετά ώστε να έχει συγκροτηθεί ένα Παγκόσμιο Δίκτυο Οικοχωριών. Στο πλαίσιο αυτού του δικτύου, αναπτύσσονται  δημοκρατικές και πολυπολιτισμικές διασυνδέσεις, προκειμένου να οδηγηθούμε  ταυτόχρονα προς βιώσιμες οικοαναπτυξιακές πρωτοβουλίες σε κάθε Ήπειρο.

Ο σύνδεσμος οικολογικών χωριών της Αμερικής

«Ποτέ μην αμφιβάλλετε ότι μια ομάδα σκεπτόμενων και αφοσιωμένων πολιτών μπορεί να αλλάξει τον κόσμο»

Στην Αμερική, εδώ και αρκετό καιρό, έχει συγκροτηθεί ο σύνδεσμος οικολογικών χωριών ΕΝΑ (Ecovillage Network of the Americas). Από την ίδρυσή του το 1995, ο σύνδεσμος εκπροσωπείται από ένα δεκαεννιαμελές συμβούλιο, εκλεγόμενο από εννέα περιφέρειες που καλύπτουν όλη την Αμερική.

Ο σύνδεσμος διοικείται από ένα επιτελικό γραφείο στην Αμερική, ενώ διατηρείται και γραφείο διασύνδεσης και επικοινωνίας με οικοχωριά σε όλο τον κόσμο, το οποίο στελεχώνεται από εξειδικευμένα και αφοσιωμένα στελέχη. Παράλληλα, ένα μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων του και οι επικοινωνιακές του πρωτοβουλίες σε δεκαοκτώ χώρες της Αμερικής εκτελούνται από εθελοντές.

Ο σύνδεσμος ακολουθεί ολοκληρωμένη στρατηγική καμπάνια για τη συγκέντρωση ιδίων πόρων από τα μέλη του και την προσέλκυση εξωτερικών  χρηματοδοτήσεων.

Η αποστολή του είναι να εμπλέκει τους κατοίκους της Αμερικής στον κοινό στόχο της παγκόσμιας μεταμόρφωσης, προς ένα μέλλον φιλικό προς το περιβάλλον, οικονομικά και πολιτισμικά βιώσιμο.

Οι βασικοί αντικειμενικοί σκοποί του συνδέσμου είναι:

  • Να προωθεί και να υποστηρίζει τη δημιουργία νέων οικοχωριών στην επικράτεια της Αμερικής.
  • Να δικτυώνει τα οικοχωριά, προκειμένου να μοιράζονται μεταξύ τους κοινές πηγές και πρακτικές και να συντονίζει από κοινού δράσεις και δραστηριότητες.
  • Να συμβάλλει στην κατανόηση και τη χρήση τρόπων διαβίωσης, που να βρίσκονται σε αρμονία με το περιβάλλον, μέσα από την έρευνα, την ανάπτυξη και την εισαγωγή τέτοιων μεθόδων διαβίωσης.
  • Να μοιράζεται την ιδέα και την τεχνογνωσία των οικοχωριών με την υπόλοιπη κοινωνία, μέσω της διοργάνωσης εκδηλώσεων, εκπαιδευτικών προγραμμάτων, συνεδρίων δικτύωσης και συνάντησης με κυβερνητικά στελέχη και άλλους οργανισμούς.

Η ειδικότερη στρατηγική του συνδέσμου συνίσταται στα ακόλουθα:

  • Οργανωσιακή εξέλιξη
  • Ο σύνδεσμος χτίζει μια ισχυρή οργανωσιακή δομή παρέχοντας κοινωνικά συστήματα και ικανότητα προσφοράς υπηρεσιών για την υποστήριξη της εξέλιξης αυτόνομων περιφερειακών δικτύων κοινοτήτων – οικοχωριών σε όλη την επικράτεια.
  • Το συμβούλιο αντιπροσώπευσης του συνδέσμου, τα κεντρικά και τα διεθνή γραφεία και οι εθελοντές συγκροτούν και συντονίζουν ένα δημοκρατικά διαχειριζόμενο δίκτυο από ακτιβιστές, κοινότητες και οργανισμούς και παρέχουν σε όλους τους φορείς τους αναγκαίους πόρους για την εξυπηρέτηση των σκοπών τους.
  • Προγράμματα
  • Ο σύνδεσμος έχει εγκαταστημένα γραφεία επικοινωνίας σε καθεμία από τις εννέα περιφέρειές του,, για να εξυπηρετούν τα τοπικά κέντρα που έχει για τη διασύνδεση των μελών του, των κοινοτήτων, των κυβερνητικών πρωτοβουλιών και όλων των οργανισμών που εμπλέκονται σε πρωτοβουλίες και δράσεις για την αντιστροφή των παραγόντων που απειλούν τη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος.
  • Ο σύνδεσμος εκδίδει εφημερίδες, δημοσιεύεις, βιβλία και κάνει παραγωγές οπτικοακουστικού υλικού, διατηρεί σελίδα στο διαδίκτυο προκειμένου να υποστηρίζει επικοινωνιακά τις όποιες πρωτοβουλίες.
  • Ο σύνδεσμος αναπτύσσει συνεργασίες που προωθούν την οικονομική ανάπτυξη των οικοκοινοτήτων, μέσα από την παραγωγή αγαθών που χρησιμοποιούν ανακυκλώσιμα υλικά και τρόπους παραγωγής φιλικούς προς το περιβάλλον καθώς και συνεργασίες που προωθούν τον οικοτουρισμό.
  • Εκπαίδευση
  • Ο σύνδεσμος υποστηρίζει την ανάπτυξη και εφαρμογή καινοτόμων δράσεων στην εκπαίδευση, όπως είναι η οικοδόμηση με φυσικά υλικά, η προώθηση κατάλληλων τεχνολογιών, η ευσυνείδητη λήψη αποφάσεων, οι οργανικές και οικολογικές τροφές, η πρόληψη της υγείας και η συνεργασία με διάφορα Πανεπιστήμια. 
  • Σε συνεργασία με το Παγκόσμιο Δίκτυο Οικοχωριών, ο σύνδεσμος διατηρεί δύο εκπαιδευτικά κέντρα στην Αμερική, το ένα στην πολιτεία του Τενεσσύ και το άλλο στη Βραζιλία.
  • Ο σύνδεσμος αναπτύσσει εθελοντικές αρχές δέσμευσης, όπως είναι ο κώδικας δέσμευσης και άλλα αυτοελεγκτικά εργαλεία για στελέχη, φορείς, εργαστήρια και κοινότητες.

Ως προς τη χρηματοδότησή του, ο σύνδεσμος ακολουθεί την παρακάτω διαδικασία:

Παράλληλα με την αναζήτηση κονδυλίων από δωρεές οργανισμών και κυβερνητικών στελεχών, αναπτύσσει δυνατότητα ταμειακών εισροών από προϊόντα και υπηρεσίες που παρέχονται από το κεντρικό προσωπικό, διάφορες βιοτεχνίες και σχέδια κοινής ωφέλειας.

Τοπικά νομίσματα και ισοτιμίες

Το ολοκληρωμένο νόμισμα της Κριστιάνα

Το Δεκέμβριο του 1997 η Κριστιάνα, κοινότητα της Κοπεγχάγης, άρχισε ένα νέο και συναρπαστικό πείραμα. Δημιούργησε ένα δικό της, τοπικό νόμισμα με την ονομασία «μισθός». Μέχρι το 2001 είχε ήδη κόψει 9000 νομίσματα. Το νόημα αυτής της ενέργειας ήταν αφενός η δημιουργία ενός νομίσματος με εγγυημένη αγοραστική δύναμη και αφετέρου η δημιουργία, σε όλα τα μέλη της κοινότητας, κοινού αισθήματος ευθύνης για την τοπική οικονομία.

Ενώ η αρχική ιδέα ήταν τα νομίσματα να πωλούνται σε συλλέκτες, προκειμένου να χρηματοδοτούνται τα έξοδα της κοινότητας Κριστιάνα, με τον καιρό το τοπικό νόμισμα άρχισε να γίνεται δεκτό, εκτός από την επικράτεια της κοινότητας και στα γύρω καταστήματα, μπαρ, εστιατόρια, εταιρείες. Ασφαλώς, χρησιμοποιείται και από τους τουρίστες που επισκέπτονται την κοινότητα.

Η διαχείριση της κυκλοφορίας του εν λόγω νομίσματος γίνεται από το «κοινό ταμείο» της κοινότητας, στο οποίο συμμετέχουν μέλη της Κριστιάνα. Αυτό καταρτίζει, ύστερα από ετήσια συνέλευση, τον ετήσιο προϋπολογισμό της κοινότητας. Όποτε κρίνει σκόπιμο, η ομάδα διαχείρισης των εσόδων που προέρχονται από το κοινό νόμισμα, τα αξιοποιεί για έργα και δραστηριότητες που αποτελούν:

  • πολιτιστικές, οικολογικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες ή
  • εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες, μέσα από τις οποίες επωφελείται όλη η κοινότητα (σε ποσοστό 10%).

Σημαντικά οικονομικά οφέλη για την κοινότητα έχουν τα αποθεματικά της, τα οποία διασφαλίζουν και τη συναλλαγματική της ισοτιμία. Το αποθεματικό αποτελείται από χρήματα που δανείζεται η κοινότητα από τα μέλη που χρησιμοποιούν καθημερινά το νόμισμά της για τις συναλλαγές τους. Έχει υπολογιστεί ότι εάν κάποιο μέλος χρησιμοποιεί καθημερινά το νόμισμα της κοινότητας, μπορεί, χωρίς ρίσκο, να δανείσει στο ταμείο αποθεματικών το 50% των οικονομιών του, το οποίο θα αξιοποιηθεί σε έργα υποδομής της κοινότητας.

2600 περίπου κοινότητες πειραματίζονται με τοπικές ισοτιμίες

Σήμερα, υπάρχουν περίπου 2600 κοινότητες στον κόσμο, που πειραματίζονται με τοπικά νομίσματα και ισοτιμίες. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι με αυτόν τον τρόπο δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και πλούτο.

Ένα παράδειγμα είναι αυτό της Damanhur, όπου οι υπεύθυνοι της κοινότητας έχουν κάνει ρυθμίσεις με τις φορολογικές αρχές και την κεντρική τράπεζα της χώρας, προκειμένου να καταγράφεται η ετήσια ισοτιμία του νομίσματος.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι αυτό της Ιθάκης στη Νέα Υόρκη, όπου η κοπή δικού τους νομίσματος αποφασίστηκε ως αντίδραση στον τρόπο που η χρήση του δολαρίου καταλήγει να χρηματοδοτεί ενέργειες, όπως ο πόλεμος του Κόλπου. Η υποστήριξη του τοπικού νομίσματος γίνεται από τον τοπικό τύπο, ο οποίος διαφημίζει τα  προϊόντα που μπορούν να αγοραστούν με το τοπικό νόμισμα.

«Σκέψου παγκόσμια – Δράσε τοπικά»

Το νομισματικό πείραμα της κοινότητας Κριστιάνα είναι εφαρμογή του γνωμικού «Σκέψου παγκόσμια – Δράσε τοπικά».

Το νόμισμα είναι ένας ενισχυτής της τοπικής οικονομίας και μία εναλλακτική επιλογή στην παγκόσμια πανίσχυρη οικονομία. Εάν το νόμισμα κυκλοφορεί χωρίς πρόβλημα, τότε αναπτύσσεται η τοπική οικονομία και δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας. Εάν το νόμισμα δεν πάει καλά, τα προβλήματα περιορίζονται στην τοπική οικονομία χωρίς να εξάγονται διεθνώς.

ΠΡΑΣΙΝΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Οι παγκόσμιες κλιματολογικές αλλαγές, η συνεχής εξάντληση των εδαφικών πηγών ενέργειας, η δυσκολία διασφάλισης της πυρηνικής ενέργειας κ.ο.κ., είναι βέβαιο ότι βαθμιαία θα οδηγήσουν στην παγκόσμια εξάρτηση από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Καταρχήν, οι βιομηχανοποιημένες χώρες με εγκαταστημένες υποδομές συμβατικής ενέργειας θα χρειαστεί σταδιακά να εφαρμόσουν δομικές αλλαγές, για την αντικατάσταση των συστημάτων αξιοποίησης συμβατικής ενέργειας με συστήματα αξιοποίησης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Παράλληλα, θα καταβάλουν μεγάλες προσπάθειες προκειμένου να περιορίσουν την υπερκατανάλωση των υφιστάμενων  ενεργειακών αποθεμάτων.

Από την άλλη πλευρά, οι αναπτυσσόμενες χώρες που βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο, έχουν επίσης αυξημένη ζήτηση για ενέργεια, προκειμένου να αναπτυχθούν. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι καθώς τώρα ξεκινάει η ανάπτυξή τους, θα επιλέξουν να επενδύσουν στη νέα τεχνολογία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, παρά στα υπάρχοντα συστήματα, συμπεριλαμβανομένου και αυτό της πυρηνικής ενέργειας.

Η βασική διαφορά ανάμεσα στις συμβατικές και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι ότι οι συμβατικές υποστηρίζονται από μεγάλα συστήματα επεξεργασίας, ενώ οι ανανεώσιμες από μικρότερης κλίμακας συστήματα υποστήριξης. Επίσης, τα συστήματα των ανανεώσιμων πηγών είναι λιγότερο πολύπλοκα και έτσι, οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν ένα παραπάνω κίνητρο να επενδύσουν σε αυτά.

Στη βάση των σοβαρών πολιτικών επιλογών, με τις οποίες ήδη βρίσκεται αντιμέτωπη η παγκόσμια κοινότητα, μπορούμε να αναζητήσουμε βιώσιμες λύσεις για το περιβάλλον και την οικονομία, στο πλαίσιο της πράσινης επιχειρηματικότητας, και ειδικότερα, της αξιοποίησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

Ήδη είναι γενικά αποδεκτό ότι, προκειμένου να προστατευτεί  το παγκόσμιο περιβάλλον που βρίσκεται σε κίνδυνο, θα πρέπει, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, να αυξηθεί το ποσοστό της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης που εξυπηρετείται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Δοσμένης της κατάλληλης τοποθεσίας και της ανταγωνιστικής εφαρμογής των υπαρχουσών τεχνολογιών, η ανανεώσιμη ενέργεια μπορεί να αξιοποιηθεί άμεσα και χωρίς κανένα μειονέκτημα, σε σχέση με τις συμβατικές μορφές ενέργειας. Μάλιστα, μπορούν να αναφερθούν πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα και οφέλη.

Oι οποιεσδήποτε εφαρμογές στον τομέα της ηλιακής, και γενικά των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μπορούν να κατανοηθούν καλύτερα εάν λάβουν περισσότερη προσοχή, σε πολιτικές και οικονομικές τοποθετήσεις, τα τέσσερα παρακάτω ζητήματα:

  • Οι περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες θα πρέπει να θεωρούνται ως ένα αδιάσπαστο κομμάτι, σε οποιοδήποτε μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο προγραμματισμό. Οι περισσότερες τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με την προϋπόθεση ότι χρησιμοποιούνται σωστά, έχουν τα μικρότερα κοινωνικά κόστη και δεν ζημιώνουν το περιβάλλον.
  • Η χρήση της ηλιακής ενέργειας και των άλλων ανανεώσιμων μορφών, αυξάνει την πιθανότητα ενεργειακής ανεξαρτησίας κάθε χώρας.
  • Η άποψη ότι, λόγω κόστους, δεν υπάρχει αγορά για τις εφαρμογές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, δεν ισχύει. Εάν το κόστος εισόδου στην αγορά και η μαζική του παραγωγή χρηματοδοτηθεί από τις κυβερνήσεις, το κλίμα θα αναστραφεί και η ανανεώσιμη ενέργεια θα γίνει αμέσως κερδοφόρα επένδυση, καθώς το ανά μονάδα κόστος για τις εφαρμογές λ.χ. ηλιακής ενέργειας θα μειωθεί με την είσοδό τους στη μαζική παραγωγή.

Παρακάτω, παρουσιάζουμε ορισμένες από τις βασικές τεχνολογίες για την αξιοποίηση της ανανεώσιμης ενέργειας, που ήδη έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται σε αρκετά μεγάλη κλίμακα παγκοσμίως. 

Η Ηλιακή ενέργεια και τα φωτοβολταϊκά συστήματα στην Ελλάδα

Η χώρα μας, ως η πιο ηλιόλουστη της Ευρώπης, είναι από τις πλέον κατάλληλες για την αξιοποίηση της ηλιακής ενέργειας με τη χρήση φωτοβολταϊκών συστημάτων. Παρόλα αυτά, και ενώ το 70% των Ελλήνων δηλώνουν της προτίμησή τους στην ηλιακή ενέργεια, λίγα είναι τα κίνητρα παρέχονται, από πλευράς του κράτους, για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων. Αντίθετα, παρατηρούνται γραφειοκρατικά αντικίνητρα, κυρίως στον οικιστικό τομέα, για την εγκατάσταση τέτοιων συστημάτων.

Παράδειγμα είναι η αγορά ηλιακών θερμοσιφώνων, που παρουσιάζει κατακόρυφη πτώση, με αιτία την κατάργηση των φοροαπαλλαγών του νόμου 2364/95. Ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση της αγοράς φωτοβολταϊκών συστημάτων, παρά το γεγονός ότι ο κτιριακός τομέας στη χώρα μας είναι υπεύθυνος για το 36% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας και το 40% των εκπομπών αερίων του φαινομένου του θερμοκηπίου.

Συμβατικά ενεργειακά συστήματα vs φωτοβολταϊκά συστήματα

Πριν αναλύσει κανείς τους λόγους στροφής των σύγχρονων κοινωνιών στην ηλιακή ενέργεια και τις εφαρμογές της στην καθημερινή ζωή, θα πρέπει να γνωρίζει τις επιβλαβείς συνέπειες για το περιβάλλον των υπαρχουσών συμβατικών ενεργειακών συστημάτων.

Κάθε κιλοβατώρα ενέργειας, που προμηθευόμαστε από δίκτυα συμβατικών ενεργειακών συστημάτων, παράγεται από ορυκτά καύσιμα και επιβαρύνει την ατμόσφαιρα με ένα κιλό διοξειδίου του άνθρακα, αέριο που προκαλεί το γνωστό «φαινόμενο του θερμοκηπίου». Η στροφή σε καθαρές πηγές ενέργειας, όπως είναι η ηλιακή, είναι η μόνη διέξοδος για την αντιμετώπιση κλιματικών προβλημάτων που απειλούν σήμερα τον πλανήτη.

Το ηλιακό φως είναι ουσιαστικά μικρά πακέτα ενέργειας που ονομάζονται φωτόνια. Όταν τα φωτόνια προσκρούσουν σε ένα φωτοβολταϊκό στοιχείο, που είναι ο ημιαγωγός, μέρος από αυτά απορροφάται και μετακινούν τα ηλεκτρόνια του φωτοβολταϊκού στοιχείου. Αυτή η διαφορά δυναμικού που δημιουργείται, είναι το ρεύμα ή η ηλεκτρική ενέργεια.

Η ποιότητα των φωτοβολταϊκών συστημάτων χαρακτηρίζεται από την απόδοσή τους σε σχέση με το ποσό της ηλιακής ενέργειας που μετατρέπουν σε ρεύμα. Αυτή μπορεί να διαφοροποιείται, κυρίως ανάλογα και με το κόστος αγοράς των συστημάτων.

Ωστόσο, όλα τα φωτοβολταϊκά συστήματα φέρουν τα παρακάτω πλεονεκτήματα, ανεξαρτήτως τιμής:

  • Παράγουν μηδενική ρύπανση,
  • Έχουν αθόρυβη λειτουργία,
  • Έχουν αξιοπιστία και μεγάλη διάρκεια ζωής (που φτάνει τα 30 χρόνια),
  • Προσφέρουν απεξάρτηση από την τροφοδοσία καυσίμων για τις απομακρυσμένες περιοχές,
  • Έχουν δυνατότητα επέκτασης ανάλογα με τις ανάγκες,
  • Χρειάζονται ελάχιστη συντήρηση.

Συνεπώς, τα φωτοβολταϊκά συστήματα συνεπάγονται σημαντικά οφέλη για το περιβάλλον και την κοινωνία, οφέλη για τον καταναλωτή, για τις αγορές ενέργειας και τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Τα φωτοβολταϊκά είναι μία από τις πολλά υποσχόμενες τεχνολογίες της νέας εποχής που ανατέλλει στο χώρο της ενέργειας. Μιας εποχής που θα χαρακτηρίζεται ολοένα και περισσότερο από τις αποκεντρωμένες εφαρμογές σε ένα περιβάλλον απελευθερωμένης αγοράς. Τα μικρά, ευέλικτα συστήματα που μπορούν να εφαρμοστούν σε επίπεδο κατοικίας, εμπορικού κτιρίου ή μικρού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής, αναμένεται να κατακτήσουν ένα σημαντικό μερίδιο της ενεργειακής αγοράς στα χρόνια που έρχονται.

Η ηλιακή ενέργεια είναι μια καθαρή, ανεξάντλητη, ήπια και ανανεώσιμη ενεργειακή πηγή. Η ηλιακή ακτινοβολία δεν ελέγχεται από κανέναν και αποτελεί ανεξάντλητο εγχώριο ενεργειακό πόρο, που παρέχει ανεξαρτησία, προβλεψιμότητα και ασφάλεια στην ενεργειακή τροφοδοσία.

Τα φωτοβολταϊκά συστήματα είναι λειτουργικά, καθώς προσφέρουν επεκτασιμότητα της ισχύος τους και δυνατότητα αποθήκευσης της παραγόμενης ενέργειας, αναιρώντας έτσι το μειονέκτημα της ασυνεχούς παραγωγής ενέργειας.

Δίνοντας τον απόλυτο έλεγχο στον καταναλωτή και άμεση πρόσβαση στα στοιχεία που αφορούν στην παραγόμενη και καταναλισκόμενη ενέργεια, τον καθιστούν πιο προσεχτικό στον τρόπο που καταναλώνει την ενέργεια. Έτσι, συμβάλει με τη στάση του στην ορθολογική χρήση και στην εξοικονόμηση ενέργειας. Η εμπειρία της Δανίας λ.χ. έδειξε μείωση της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρισμού από χρήστες φωτοβολταϊκών συστημάτων της τάξης του 5 – 10%.

Η εγκατάσταση μικρών συστημάτων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας παρέχει για τις επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρισμού ευδιάκριτα τεχνικά και εμπορικά πλεονεκτήματα. Όσο περισσότερα συστήματα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας εγκαταστήσουν και συνδέσουν με το δίκτυο ηλεκτροδότησης, τόσο περισσότερα είναι τα οφέλη για τις επιχειρήσεις. Σε αυτά περιλαμβάνονται βελτίωση της ποιότητας της ηλεκτρικής τάσης, σταθερότητα της ηλεκτρικής τάσης και μείωση επενδύσεων για νέες γραμμές μεταφοράς.

Η βαθμιαία αύξηση των μικρών ηλεκτροπαραγωγών μπορεί να καλύψει αποτελεσματικά τη διαρκή αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία, σε διαφορετική περίπτωση, θα έπρεπε να καλυφθεί με μεγάλες επενδύσεις για σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής. Η παραγωγή ηλεκτρισμού από μικρούς παραγωγούς μπορεί να περιορίσει, επίσης, την ανάγκη επενδύσεων σε νέες γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Οι διάφοροι μικροί παραγωγοί «πράσινης» ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν ιδανική λύση για τη μελλοντική παροχή ηλεκτρικής ενέργειας. Η τοπική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας δεν δοκιμάζεται από δαπανηρές ενεργειακές απώλειες, ανάλογες με αυτές που αντιμετωπίζει το ηλεκτρικό δίκτυο (απώλειες που στην Ελλάδα ανέρχονται σε 10%, κατά μέσο όρο).

Από την άλλη, η μέγιστη παραγωγή ηλιακού ηλεκτρισμού συμπίπτει χρονικά με τις ημερήσιες αιχμές της ζήτησης, βοηθώντας έτσι στην εξομάλυνση των αιχμών φορτίου και στη μείωση του συνολικού κόστους της ηλεκτροπαραγωγής.

Τα φωτοβολταϊκά, εκτός από καθαρή ενέργεια, παρέχουν ακόμη προσέλκυση πελατών και αξιοπιστία σε ένα απελευθερωμένο περιβάλλον. Σε ένα υψηλά ανταγωνιστικό περιβάλλον, οι επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρισμού χρειάζονται κίνητρα για να προσελκύσουν και να διατηρήσουν τους πελάτες τους.

Τα προγράμματα καθαρής ενέργειας μπορούν να είναι ελκυστικά σε αρκετά μεγάλο αριθμό καταναλωτών, που ενδιαφέρονται γενικά για το περιβάλλον και ειδικότερα για τις κλιματικές αλλαγές. Σήμερα η εμπειρία από το εξωτερικό δείχνει ότι οι καταναλωτές, στις απελευθερωμένες ενεργειακές αγορές, δεν αγοράζουν απλά τη φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια, αλλά αναγνωρίζουν τη διαφορά στην ποιότητα και στην παροχή υπηρεσιών. Εξάλλου, το επιλέγουν και γιατί έτσι συμβάλλουν στη μείωση των ρύπων στο περιβάλλον από τα  θερμοηλεκτρικά συστήματα.

Έχει παρατηρηθεί ότι η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων, ιδίως από επιχειρήσεις, προσδίδουν κύρος. Σε προηγμένες αγορές, όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία, υπάρχει ένα έντονο κύμα υπέρ τους.

Τα μειονεκτήματα των φωτοβολταϊκών συστημάτων δεν σχετίζονται με τις δυνατότητες που προσφέρουν, αλλά συνδέονται κυρίως με την έλλειψη κινήτρων από το κράτος για την προώθησή τους. Τα φωτοβολταϊκά, όπως και όλες οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, έχουν υψηλό αρχικό κόστος επένδυσης και ασήμαντο λειτουργικό κόστος, αντίθετα με τις συμβατικές ενεργειακές τεχνολογίες, που συνήθως έχουν σχετικά μικρότερο αρχικό επενδυτικό κόστος και υψηλό λειτουργικό κόστος.

Όμως, ελλείψει επιδοτήσεων για την εγκατάστασή τους από τον οικιακό καταναλωτή στην Ελλάδα, το κόστος τους παραμένει υψηλό, κάτι που δεν ισχύει σε άλλες χώρες. Στην Ελλάδα, οι κρατικές επιδοτήσεις που παρέχονται έως αυτή της στιγμή για τα φωτοβολταϊκά συστήματα, ισχύουν μόνο για εμπορικές επιχειρήσεις και όχι για τα νοικοκυριά. Αυτές παρέχονται είτε από τα σχετικά προγράμματα του Υπουργείου Ανάπτυξης (www.ypan.gr), είτε μέσω του Αναπτυξιακού Νόμου.

Στο τρέχον ΥΠΑΝ το ποσοστό επιδότησης είναι 40 – 50%,ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή. Στον Αναπτυξιακό Νόμο υπάρχει στήριξη είτε με επιχορήγηση κεφαλαίου 30 – 55% του συνολικού κόστους επένδυσης, είτε με φοροαπαλλαγή 100% του συνολικού κόστους επένδυσης.

Τα παραπάνω, έχουν ως αποτέλεσμα η ελληνική αγορά να παραμένει περιθωριακή, με μόλις 0,1% των συνολικών φωτοβολταϊκών παγκοσμίως.

Λοιπές εφαρμογές της ηλιακής ενέργειας

Σε ότι αφορά τα κεντρικά ηλιακά συστήματα, οι κυριότερες εφαρμογές τους είναι οι εξής:

•        Παραγωγή ζεστού νερού για τη βιομηχανία,

•        Κτιριακές εφαρμογές (ξενοδοχεία, νοσοκομεία, σχολεία, αθλητικά κέντρα, συγκροτήματα κατοικιών),

•        Θέρμανση δαπέδου και χώρου θερμοκηπίων,

•        Θέρμανση και κλιματισμός χώρων,

•        Αφαλάτωση

Η περίοδος απόσβεσης ενός τέτοιου συστήματος ποικίλλει από 3,5 έως 8 χρόνια, ενώ μειώνεται και στα 2-4 χρόνια, σε περίπτωση που το σύστημα επιδοτηθεί από τα σχετικά προγράμματα του Υπουργείου Ανάπτυξης.

Εκτός από τους ηλιακούς θερμοσίφωνες, που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένοι και στην Ελλάδα, άλλα ηλιακά συστήματα αφορούν στη θέρμανση χώρων. Τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούνται ευρέως στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη, συνήθως σε συνδυασμό με κάποιο άλλο σύστημα θέρμανσης (π.χ. βιομάζα ή αέριο), γι’ αυτό και είναι γνωστά ως combisystems. Σε μεγαλύτερη κλίμακα (πάνω από 500 m2 συλλεκτών) μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την τηλεθέρμανση οικισμών και εμπορικών κτιρίων. Στα τέλη του 2002 υπήρχαν 65 τέτοιες μεγάλες εφαρμογές στην ΕΕ.

Επίσης, υπάρχουν τα συστήματα ηλιακού κλιματισμού, που προσφέρουν δροσιά από την αξιοποίηση της ηλιακής ενέργειας. Οι πρώτες πιλοτικές εφαρμογές του ηλιακού κλιματισμού έγιναν στην Ελλάδα ήδη εδώ και μία εικοσαετία. Μόλις πρόσφατα όμως η πρόοδος της τεχνολογίας επέτρεψε την ανάπτυξη εμπορικών εφαρμογών. Ένα σύστημα ηλιακού κλιματισμού τοποθετήθηκε πρόσφατα στις εγκαταστάσεις εργοστασίου καλλυντικών στα Οινόφυτα Βοιωτίας από μέλος της ΕΒΗΕ. Το έργο, που επιδοτήθηκε στα πλαίσια του Επιχειρησιακού Προγράμματος Ενέργειας, υλοποιήθηκε με τη συνεργασία του ΚΑΠΕ. Δύο ξενοδοχεία στην Κρήτη (όπου περιλαμβάνεται θέρμανση της πισίνας) ήταν οι εφαρμογές που ακολούθησαν.

Τα τελευταία χρόνια έχουν ξεκινήσει και πολλά ερευνητικά προγράμματα ώστε να βελτιστοποιηθούν τα συστήματα ηλιακού κλιματισμού και να πέσει το κόστος των εφαρμογών. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τα σχετικά προγράμματα του ΕΜΠ, του Δημόκριτου, του ΚΑΠΕ και του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, τα οποία δείχνουν τη δυναμική που αναπτύσσεται στον τομέα. Στόχος είναι να παρουσιαστούν στην αγορά και μικρότερα συστήματα κατάλληλα για κατοικίες και μικρές εμπορικές εφαρμογές.

Η Ευρωπαϊκή αγορά ηλιακών συστημάτων και η Ελλάδα

Εδώ και μια εικοσαετία, οι Έλληνες καταναλωτές έχουν εξοικειωθεί με τους ηλιακούς θερμοσίφωνες για την παραγωγή ζεστού νερού. Απόρροια αυτής της εξοικείωσης ήταν η ανάπτυξη μιας υγιούς βιομηχανίας παραγωγής ηλιακών συστημάτων, με έντονο εξαγωγικό χαρακτήρα.

Ωστόσο, εκτός από τις εφαρμογές των ηλιακών θερμοσιφώνων, η  πλειοψηφία των καταναλωτών στην Ελλάδα αγνοεί τις λοιπές χρήσεις των ηλιοθερμικών τεχνολογιών, όπως τη θέρμανση χώρων, την τηλεθέρμανση οικισμών, τον ηλιακό κλιματισμό και την ηλιοθερμική παραγωγή ηλεκτρισμού. Οι εφαρμογές αυτές μπορούν όχι μόνο να διατηρήσουν ζωντανή την εγχώρια βιομηχανία, αλλά και να προσφέρουν πληθώρα νέων επιχειρηματικών ευκαιριών και νέες υπηρεσίες στους καταναλωτές, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην προστασία του περιβάλλοντος.

Οι σχετικές στατιστικές για τα ηλιακά συστήματα στην Ευρώπη και στην Ελλάδα μιλούν από μόνες τους και μιλούν δυνατά. Την περίοδο 1990-2001, η μέση ετήσια αύξηση της ευρωπαϊκής αγοράς ηλιοθερμικών συστημάτων ήταν 13,6%. Κάθε χρόνο, στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) εγκαθίστανται πάνω από 1 εκατ. τετραγωνικά μέτρα συλλεκτών, ενώ τα συνολικά εγκατεστημένα συστήματα (επίπεδοι συλλέκτες με κάλυμμα) ανέρχονται σε 11 εκατ. τετραγωνικά μέτρα περίπου. Αν μάλιστα προσθέσει κανείς και τα μικρότερα μερίδια των συλλεκτών με σωλήνες κενού και τους συλλέκτες χωρίς κάλυμμα, τότε φτάνει στα 12,8 τετραγωνικά μέτρα (m2) ηλιακών συλλεκτών ή αλλιώς σε 34 m2 ανά 1.000 ευρωπαίους.

Οι αριθμοί, όμως, δεν λένε πάντα όλη την αλήθεια ή δεν αποκαλύπτουν όλες τις διαστάσεις της. Η εντυπωσιακή, κατά τα άλλα, αύξηση των ηλιακών συλλεκτών είναι απόρροια κυρίως της δυναμικής ανάπτυξης που γνώρισαν τρεις χώρες: η Γερμανία, η Αυστρία και η Ελλάδα. Η Γερμανία π.χ. είχε εγκατεστημένα 4,4 εκατ. τετραγωνικά μέτρα συλλεκτών στα τέλη του 2002, ενώ η Ελλάδα είχε κάτι λιγότερο από 3 εκατ. τετραγωνικά μέτρα συλλεκτών (με ποσοστό διείσδυσης περί το 30% και τον υψηλότερο δείκτη χρήσης ηλιακών ανά κάτοικο, περίπου 265 m2 ανά 1.000 κατοίκους), ενώ η Αυστρία με περίπου 2,5 εκατ. τετραγωνικά μέτρα συλλεκτών αποτελεί πια τη δεύτερη αγορά στην ΕΕ με βάση τις ετήσιες εγχώριες πωλήσεις συστημάτων.

Η εντυπωσιακή ανάπτυξη στη Γερμανία και την Αυστρία είναι απόρροια κυρίως των ισχυρών κινήτρων που δίνονται από πλευράς κυβερνήσεων (125 € ανά m2 στη Γερμανία, 1.100 € ανά σύστημα συν 100-140 € ανά m2 στην Άνω Αυστρία). Η πρόσφατη άρση των φοροαπαλλαγών για εγκατάσταση ηλιακών συστημάτων σε κατοικίες, αποτελεί πλήγμα για την ελληνική αγορά ηλιοθερμικών συστημάτων. Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, τα εγκατεστημένα συστήματα είναι σχετικά λίγα, κάποιες όμως αρχίζουν σιγά-σιγά να ξυπνούν από τον επενδυτικό λήθαργο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ισπανία, όπου το λεγόμενο “μοντέλο της Βαρκελώνης” απογειώνει την αγορά. Στη Βαρκελώνη (και σύντομα και σε άλλες ισπανικές πόλεις), η νομοθεσία επιβάλλει τη χρήση ηλιακών συστημάτων σε νέα κτίρια καθώς και σε μεγάλα κτίρια στη φάση της ανακαίνισης, ενώ δίνεται και επιδότηση 210 € ανά τετραγωνικό μέτρο συλλέκτη.

Η βιομάζα και οι προοπτικές αξιοποίησής της στην Ελλάδα

Μια επιλογή για τα κράτη, που μειώνει τους ρύπους της ατμόσφαιρας, είναι τα βιοκαύσιμα ή αλλιώς βιομάζα. Επιπλέον, η χρήση βιοκαυσίμων μειώνει τις εισαγωγές καυσίμων σε μια οικονομία και έχει καταλυτική επίδραση στη βελτίωση της οικονομίας, σε σχέση με τις ενεργειακές εξαρτήσεις. Ακόμη, η καλλιέργεια βιοκαυσίμων συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη της γεωργικής οικονομίας, ιδιαίτερα για τις χώρες στις οποίες παρουσιάζει μείωση.

Μέχρι στιγμής, υπάρχουν στη χώρα μας δύο εργοστάσια βιοκαυσίμων, ένα στο Κιλκίς, που είναι ήδη ολοκληρωμένο, και ένα στο Βόλο.

Η παραγωγή του βιοντίζελ γίνεται από την στεροποίηση των φυτικών ελαίων, μια απλή χημική διαδικασία φιλική προς το περιβάλλον. Σύμφωνα με τον κ. Νικολάου, Δρ. χημικό περιβαλλοντολόγο της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Θεσσαλονίκης, η χρήση βιοκαυσίμων θα βελτιώσει αισθητά την ποιότητα της ατμόσφαιρας στις πόλεις.

Για να αξιοποιηθεί, όμως, αυτή η νέα τεχνολογία από τις εταιρείες καυσίμων, απαιτείται μια σειρά ρυθμιστικών υπουργικών αποφάσεων σχετικά με τη μελλοντική αγορά αυτών, πράγμα το οποίο δεν έχει ακόμη γίνει.

Με την προϋπόθεση ότι το κράτος θα ρυθμίσει τη μελλοντική αγορά βιοκαυσίμων, μεγάλες εταιρείες, όπως η ΕΛΙΝΟΙΛ, δεσμεύονται ότι θα προωθήσουν τη χρήση βιοκαυσίμων σε υψηλά ποσοστά, και ιδιαίτερα στις οικολογικά ευαίσθητες περιοχές.

Στις 02/06/06 ψηφίστηκε στη βουλή νομοσχέδιο για την προαγωγή των εναλλακτικών πηγών ενέργειας στη χώρα μας. Θα πρέπει να χειροκροτήσουμε αυτή την πρωτοβουλία, καθώς ο νόμος περιλαμβάνει την παραγωγή ενέργειας από βιοντίζελ ή βιομάζα.

Οι Τράπεζες αναγνωρίζουν την περιβαλλοντική κοινωνική ευθύνη

          Σε πρόσφατο συνέδριο στην Αθήνα της Διεθνούς Ένωσης Τραπεζών EFG, συζητήθηκε, με τις περιβαλλοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις, η περιβαλλοντική ευθύνη των τραπεζών. Η βάση για αυτή τη συζήτηση ήταν τα συγκεκριμένα προγράμματα που εφαρμόζουν οι τράπεζες για επενδύσεις που προβλέπουν την προστασία του περιβάλλοντος.

          Οι Τράπεζες, ως φύση αντικειμένου, πάντοτε εξέφραζαν την κερδοσκοπική χροιά του συστήματος, μέσω της αυστηρής επιλογής χρηματοδότησης και των ορθολογικών τοποθετήσεων σε επενδύσεις. Αυτή τους η επιλογή γινόταν και γίνεται πάντοτε με γνώμονα το κέρδος και την αύξηση των ταμειακών τους εισροών από την κάθε επένδυση.

          Βέβαια, σήμερα υπάρχουν πολλές παραλλαγές σε αυτή την έννοια της κερδοφόρας επιλογής. Αυτές οι παραλλαγές απορρέουν από σύγχρονες αντιλήψεις, που διατυπώνονται σχετικά με το ρόλο των τραπεζών στα νέα κοινωνικά, καταναλωτικά δεδομένα και σχετικά με τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης των τραπεζών με την κοινωνία.

          Συνεπώς, βλέπουμε ότι οι τράπεζες ενδιαφέρονται σοβαρά και επενδύουν στην καλή φήμη και την άποψη που έχει για αυτές η κοινωνία. Προχωρούν σε μεγάλες συνεισφορές σε κοινωνικούς τομείς, όπως ο αθλητισμός, γίνονται χορηγοί σε αθλητικές και κοινωνικές εκδηλώσεις κλπ.

          Τα ποσά που επενδύουν οι τράπεζες σε τέτοιες δραστηριότητες είναι πολύ μεγάλα για να πιστέψει κανείς ότι δεν αναμένουν ευεργετικά αποτελέσματα από τέτοιες προσπάθειες. Αυτό μπορεί να συμβαίνει, μολονότι τα συγκεκριμένα αποτελέσματα μπορεί να μη συσχετίζονται με απόλυτο και γραμμικό τρόπο με την κερδοφορία μιας συγκεκριμένης επένδυσης. Μεσοπρόθεσμα όμως, βελτιώνουν την καλή φήμη (goodwill) των τραπεζών στην κοινωνία, στο πλαίσιο της οποίας λειτουργούν και από την οποία αναμένουν πελατεία.

          Συνεπώς, μελέτες που έχουν γίνει από τις ίδιες τις τράπεζες, δείχνουν συσχέτιση ανάμεσα στη χρηματοδότηση ενεργειών που βελτιώνουν την εξωτερική εικόνα των τραπεζών (Εξωτερικό Μάρκετινγκ) και στη μελλοντική άντληση πελατών.

          Αντίστοιχα είναι τα ποσά που δαπανούν οι τράπεζες για την προστασία του περιβάλλοντος και τη χρηματοδότηση σχετικών εκδηλώσεων. Θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς ότι δημιουργούν οι ίδιες ένα τέτοιο ρεύμα. Απλούστατα, αυτό το ρεύμα υπάρχει και ο καλύτερος τρόπος για μια τράπεζα να είναι μέσα στις κοινωνικές εξελίξεις, είναι να χρηματοδοτήσει και να συμπλεύσει με αυτό το ρεύμα.

          Έχοντας, λοιπόν, αναλύσει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η αναδραστικότητα των τραπεζών με την κοινωνία, μπορούμε να επιχειρήσουμε κάποιες προβλέψεις σχετικά με την αποδοχή και την υποστήριξη της λεγόμενης «πράσινης» επιχειρηματικότητας από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

          Η πράσινη επιχειρηματικότητα είναι ένα σχετικά συμπαγές και προσδιορισμένο ρεύμα που αποτελείται από καταναλωτές βιολογικών προϊόντων, επιχειρήσεις που επενδύουν σε προϊόντα ποιότητας με μεθόδους παραγωγής φιλικές προς το περιβάλλον και μη κυβερνητικούς οργανισμούς, που δρουν ως δίκτυα οργάνωσης και συμβουλευτικής σε τέτοιες προσπάθειες.

          Αυτό το ρεύμα φαίνεται να κερδίζει διαρκώς όλο και περισσότερους καταναλωτές και να υποστηρίζεται όλο και περισσότερο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Είναι, λοιπόν, ιδανική ευκαιρία για τις τράπεζες να επενδύσουν σε δίκτυα, επιχειρήσεις και μεθόδους παραγωγής που σχετίζονται με την πράσινη επιχειρηματικότητα.

          Αφενός, διότι μιλάμε για μια νέα και πολλά υποσχόμενη αγορά, στο εσωτερικό της οποίας μπορεί να ευδοκιμήσει η κερδοφορία, αφετέρου γιατί αυτή η αγορά είναι σε πλήρη εναρμόνιση με τις κοινωνικές επιταγές για καλύτερες σχέσεις της επιχειρηματικότητας με το περιβάλλον, τις οποίες πάντα τα διοικητικά στελέχη των τραπεζών αφουγκράζονται και ακολουθούν.

          Η ορθή αξιοποίηση αυτού του ρεύματος από τις τράπεζες μπορεί να είναι η καλύτερη επένδυση για την καλή τους φήμη, μπορεί να τις δώσει την ευκαιρία να είναι πρωτοπόροι στη νέα επιχειρηματικότητα και να διαμορφώσουν, τελικά, τις νόρμες που θα χαρακτηρίζουν μια αξιοπρεπή επένδυση στη νέα πράσινη επιχειρηματικότητα.

          Συνεπώς, δεν αποκλείεται στο μέλλον η αγορά της χρηματοδότησης της πράσινης επιχειρηματικότητας να είναι το νέο πεδίο ανταγωνισμού για τις τράπεζες. Με εκατομμύρια καταναλωτών ετησίως στην Ευρώπη και στην Ελλάδα να στρέφονται στα βιολογικά προϊόντα, με ένα ανοδικό ρεύμα που επιχειρεί να προσδιορίσει καλύτερες σχέσεις ανάμεσα στην επιχείρηση και το περιβάλλον διεθνώς, τα κελεύσματα είναι πολύ ηχηρά για να μην διεγείρουν την αναδραστικότητα που χαρακτηρίζει τις τράπεζες σε σχέση με το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον.

Το οικολογικό κίνημα και οι οικολογικές οργανώσεις στην Ελλάδα

Τα πρώτα ψήγματα οικολογικού ενδιαφέροντος στην Ελλάδα παρατηρούνται ήδη από το 1963, όταν εμφανίζεται το βιβλίο – σταθμός του Ράκελ Κέρσον «Σιωπηλή Άνοιξη».

Στη συνέχεια, σε μαζικό επίπεδο συναντούμε οργανωμένες οικολογικές κινήσεις το 1980. Έως το 2001 καταγράφονται συνολικά 242 οικολογικές οργανώσεις στην Ελλάδα, εκ των οποίων οι 90 στο χώρο της Αττικής.

Οι αριθμοί αυτοί περιγράφουν λίγο παραπλανητικά την εικόνα του οικολογικού κινήματος στην Ελλάδα, καθώς μόνο οι 15 από το σύνολο είναι ευρύτερα γνωστές, ενώ οι υπόλοιπες δραστηριοποιούνται σε τοπικό επίπεδο.

Ωστόσο, οι τοπικές οικολογικές οργανώσεις έχουν πολυσήμαντη δράση στα περιβαλλοντικά προβλήματα της περιοχής δραστηριότητάς τους και προσφέρουν σημαντικό έργο. Συμπλέουν δε πολλές φορές με την τοπική κοινωνία, ασκώντας πιέσεις στους παράγοντες της εξουσίας και αναστέλλουν αποφάσεις επιβλαβείς για το περιβάλλον.

Ένα νέο είδος οικολογικών οργανώσεων στην Ελλάδα, που διακρίνεται από τον τρόπο λειτουργίας, είναι αυτές οι οργανώσεις που λειτουργούν σαν εταιρείες οικονομικών συμφερόντων και απασχολούν επαγγελματικά στελέχη. Αυτές, όπως Greenpeace, WWF κ.τ.λ., συγκεντρώνουν πόρους από ενισχύσεις πολιτών, χορηγίες και ευρωπαϊκά προγράμματα.

Οι περισσότερες, όμως, οργανώσεις στην Ελλάδα είναι εθελοντικού χαρακτήρα και, πέρα από κάποιες ευκαιριακές εισφορές των μελών τους και κάποιες χορηγίες, δε χαρακτηρίζονται από την οικονομική τους ευρωστία.

Όσον αφορά την αντιμετώπιση από το κράτος, αυτή είναι μάλλον εχθρική, καθώς οι οικολογικές οργανώσεις αντιμετωπίζονται σαν ενόχληση στους κρατικούς λειτουργούς.

Αξιόλογη παρουσία έχει το Πανελλήνιο Δίκτυο Οικολογικών Οργανώσεων (ΠΑΝΔΟΙΚΟ), με διοργάνωση οκτώ συναντήσεων θεματικού χαρακτήρα έως τώρα και συμμετοχή σε διάφορα συνέδρια, για διαμόρφωση θέσεων σε κρίσιμα οικολογικά ζητήματα.

Σήμερα το ΠΑΝΔΟΙΚΟ θεωρείται δίκαια ως αντιπροσωπευτικός και αξιόπιστος φορέας του περιβάλλοντος, συμμετέχοντας σε πολλές επιτροπές του ΥΠΕΧΩΔΕ και σε διοικήσεις φορέων διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών.

Συνεπώς, το ΠΑΝΟΙΚΟ μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη μετεξέλιξη του οικολογικού κινήματος στην Ελλάδα, από ήπιο εθελοντισμό σε δράσεις πιο οργανωμένες, αποτελεσματικές και σύγχρονες.

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η πολιτιστική παραγωγή κατέχει ένα πολύ μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας, τόσο από την άποψη της δημιουργίας οικονομικού αποτελέσματος και νέων θέσεων εργασίας όσο και από την άποψη συμβολής στη γενικότερη οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας ή ενός τόπου. Εξάλλου, οι νέες ευκαιρίες και τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται στον ευρύτερο χώρο της πολιτιστικής παραγωγής και διαχείρισης απαιτούν, πλέον, νέες τεχνικές και διαδικασίες, που μπορούν να εφαρμοστούν μόνο από ειδικούς. Ανάλογη, συνεπώς, είναι η εξέλιξη και στους τομείς της υποστήριξης της πολιτιστικής παραγωγής αλλά και στην εκπαίδευση, που αυξάνονται με όλο και μεγαλύτερους ρυθμούς, τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα.

Η έννοια της πολιτιστικής επιχειρηματικότητας έχει βαθιά ιστορία και δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι ήταν γνωστή ήδη από τους αρχαίους χρόνους. Ακόμη κι αυτά που σήμερα θεωρούμε πολιτιστική κληρονομιά και προσεγγίζουμε με ιδιαίτερο σεβασμό και δέος (μνημεία, αρχαιολογικά ευρήματα, ιστορικούς τόπους, παραδόσεις, τέχνες κλπ), αποτελούσαν κατά τον καιρό της παραγωγής τους αντικείμενα οικονομικής αξίας. Η ανέγερση ναών για τη θρησκευτική λατρεία, η υλοποίηση αγαλμάτων και μνημείων για την ενθύμηση σπουδαίων και σημαντικών κατορθωμάτων, η δημιουργία και λειτουργία χώρων ψυχαγωγίας του λαού, η παραγωγή αφιερωμάτων και αναθημάτων, η δημιουργία έργων τέχνης για τη διακόσμηση ναών και βασιλικών κατοικιών κλπ, κατείχαν θέση πολιτιστικού αγαθού και είχαν, παράλληλα με άλλες, και την οικονομική ιδιότητα.

Ασφαλώς, στις μέρες μας το τοπίο της πολιτιστικής επιχειρηματικότητας είναι πολύ πιο ευρύ, γεγονός που αποδεικνύει ότι παρά τη διαχρονικότητα της έννοιας του πολιτισμού και της πολιτιστικής επιχειρηματικότητας, τα επιμέρους στοιχεία των πολιτιστικών αγαθών τείνουν να ακολουθούν τις κοινωνικές, τεχνολογικές και ιστορικές εξελίξεις. Σύμφωνα με τη λίστα της Unesco, οι πολιτιστικές κατηγορίες διακρίνονται ως εξής (Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 23/04/2007, «Το μάνατζμεντ στον πολιτισμό»):

  • Πολιτιστική κληρονομιά,
  • Έντυπα και λογοτεχνία,
  • Μουσική,
  • Παραστατικές τέχνες,
  • Παραγωγή,  προβολή και έκθεση εικονικών και πλαστικών τεχνών,
  • Κινηματογράφρος, Βίντεο και Φωτογραφία,
  • Ραδιοτηλεόραση,
  • Κοινωνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες,
  • Αθλήματα και παιχνίδια.

Έτσι, μπορεί μεν να ακούγεται προκλητικό αλλά δεν είναι τυχαίο που σήμερα η απάντηση στο ερώτημα εάν η αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι πολιτισμός ή οικονομία, υποστηρίζει με σιγουριά ότι είναι και τα δύο. 

Ακόμη, σημαντική διαφοροποίηση έχει υποστεί  και το οικονομικό αντίκρισμα που απαιτείται για την παραγωγή ενός πολιτιστικού αγαθού. Ο πλήρης εκχρηματισμός της οικονομίας έχει επιβάλλει τους όρους του και, πλέον, μόνον αποσπασματικά έρχονται στο προσκήνιο παλιές πρακτικές, όπως η πολιτιστική χορηγία και η δωρεά, εν οίδη διαχειριστικού τεχνάσματος.

Εξάλλου, την ίδια διαφοροποίηση έχουν υποστεί και τα λεγόμενα πολιτιστικά κέντρα. Πλέον, στο κομμάτι της πολιτιστικής παραγωγής η ηγεμονία της Αμερικής, σε σχέση με την Ευρώπη, είναι αδιαμφισβήτητη, γεγονός που συνάδει και με την εξέλιξη των τεχνολογιών. Ιδιαίτερα στον τομέα της εικόνας και του κινηματογράφου, ο νέος Κόσμος κατακτά κυρίαρχη θέση στο πάνθεον των πολιτιστικών κέντρων, καθώς το 80% των ταινιών που προβάλλονται στην Ευρώπη είναι αμερικανικές, ενώ μόνο το 1% των ταινιών που παίζονται στην Αμερική είναι ευρωπαϊκές. Εξάλλου, οι ταινίες είναι το προϊόν που κατέχει την πρώτη θέση στις εξαγωγές της Αμερικής, και όχι τα αεροπλάνα.

Ιδεολογία και πολιτιστική κυριαρχία

Πάνω σε αυτή την επισήμανση μπορούν να αναδειχθούν μια σειρά από ιδέες και να δοθεί μια ερμηνεία για την πολιτιστική κυριαρχία της Αμερικής στη σύγχρονη εποχή. Στο βιβλίο του  Lester Thorow «Το μέλλον του καπιταλισμού» (1997:30-35), συναντά κανείς ορισμένες τοποθετήσεις ιδιαίτερα διαφωτιστικές για την ανάλυση του ζητήματος που πραγματευόμαστε. Οι δύο βασικοί πόλοι των επιχειρημάτων είναι η τεχνολογία και η ιδεολογία. Υποστηρίζεται ότι η τεχνολογία από μόνη της δεν αρκεί για να υπάρξουν κάποια συγκεκριμένα αποτελέσματα. Αντιθέτως, εκείνο που χρειάζεται είναι η κατάλληλη ιδεολογία, για να δοθεί σε μια κοινωνία η δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, προκειμένου να αναπτυχθεί οικονομικά.

Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το σχετικό βιβλίο, για τους Ρωμαίους: «Αντίθετα, η επιτυχία των Ρωμαίων δεν οφειλόταν στην τεχνολογία, αλλά στην ιδεολογία τους. Όπως παρατηρούσε ένας σύγχρονός τους, ο στρατιωτικός σχολιαστής Βεγέτιος: “Οι Ρωμαίοι ήταν λιγότερο γόνιμοι από τους Γαλάτες, κοντύτεροι από τους Γερμανούς, πιο αδύνατοι από τους Ισπανούς, δεν ήταν τόσο πλούσιοι ή πονηροί όσο οι Αφρικανοί, ήταν κατώτεροι από τους Έλληνες στην τεχνολογία και στη λογική που εφάρμοζαν στις ανθρώπινες υποθέσεις. Αυτό που διέθεταν ήταν η ικανότητα να οργανώνονται και η κλίση να κυριαρχούν”».

Ο συγγραφέας συνεχίζει λέγοντας ότι στην άλλη πλευρά του πλανήτη, η Κίνα είχε εφεύρει, τουλάχιστον οκτακόσια χρόνια προτού πραγματοποιηθεί η βιομηχανική επανάσταση στην Ευρώπη, όλα εκείνα τα στοιχεία που θα της επέτρεπαν να κατακτήσει τον πλανήτη: τις υψικαμίνους και τους φυσητήρες πιστονιών για την παραγωγή χάλυβα, την πυρίτιδα και το κανόνι για την στρατιωτική κατάκτηση, το διαβήτη και το πηδάλιο για την εξερεύνηση του κόσμου, το χαρτί, τα τυπογραφικά στοιχεία και το τυπογραφικό πιεστήριο για τη διάδοση των γνώσεων, τις κρεμαστές γέφυρες, την παραγωγή ενέργειας από φυσικό αέριο, το δεκαδικό σύστημα, τους αρνητικούς αριθμούς και την έννοια του μηδενός και, φυσικά, τα σπίρτα και τη χειράμαξα, ήδη αιώνες νωρίτερα. Κι όμως, αυτό δεν συνέβη ποτέ, απλούστατα γιατί στην Κίνα δεν υπήρχε η κατάλληλη ιδεολογία που θα επέτρεπε την αξιοποίηση αυτών των τεχνολογιών για παγκόσμια κυριαρχία.

Η ειδοποιός διαφορά για τους Ρωμαίους, που τους ανέδειξε σε παγκόσμιους κατακτητές, ήταν ότι είχαν δημιουργήσει υποδομές που δεν άφηναν, ακόμη και τους απλούς Ρωμαίους, να φθάσουν σε κατάσταση ανήμπορης ασημαντότητας, σαν εκείνη που ταλαιπωρούσε τους απλούς Ευρωπαίους στη διάρκεια των χρόνων του Μεσαίωνα. Η ιδεολογία τους ήταν διαφορετική. Τα δημόσια κτίρια που οικοδομούσαν ήταν μεγαλόπρεπα και κυριαρχούσαν σε σχέση με τα ιδιωτικά. Το δώρο ήταν ηθικό καθήκον, και μάλιστα για τα δημόσια πρόσωπα, που κέρδιζαν την αθανασία με μια δωρεά για το κοινό καλό. Για τους Ρωμαίους, το ιδιωτικό ήταν αρνητικό ενώ το  δημόσιο καλό, μισούσαν την ιδιωτική πολυτέλεια ενώ αγαπούσαν τη δημόσια μεγαλοπρέπεια. Τελικά, όλη αυτή η ιδεολογία αποκρυσταλλώθηκε στην κοινωνική τους οργάνωση και έδωσε εκείνα τα στοιχεία στην κοινωνία που της επέτρεψαν την ανάπτυξη.

Μέσα από μια σειρά τέτοιων ιστορικών παραδειγμάτων, προκύπτει ότι η  ιδεολογία προκαθορίζει τις αξίες και την οργάνωση μιας κοινωνίας, ακόμη και τις δημόσιες ή συλλογικές επενδύσεις ή το κοινωνικό κεφάλαιο για μια δραστηριότητα. Οι κοινωνίες, ανάλογα με την ιδεολογία τους, μπορούν να κατευθύνουν την πολιτική βούληση της πολιτείας τους, σε επίπεδο κεντρικό ή τοπικό, για την υλοποίηση συγκεκριμένων επενδύσεων προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Και αν αναφερόμαστε στην αξιοποίηση πολιτιστικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων, αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο.

Ο πολιτισμός, και ιδιαίτερα η πολιτιστική κληρονομιά, θεωρείται κατεξοχήν ως  αγαθό με περιορισμένη κερδοφορία. Ακόμη κι όταν υπάρχουν δυνατότητες μεγάλου κέρδους, χρειάζεται να προηγηθούν ορισμένες επιλογές, από την πλευρά της πολιτείας ή ακόμη και της τοπικής αυτοδιοίκησης, προκειμένου να υλοποιηθούν και οι απαραίτητες ιδιωτικές επενδύσεις. Διότι, σε γενικές γραμμές, ο ορίζοντας μιας ιδιωτικής επένδυσης δεν είναι μεγαλύτερος της πενταετίας, ενώ στην περίπτωση του πολιτισμού πιθανόν να χρειάζεται πολύ μεγαλύτερο βάθος χρόνου για να υπάρξει οικονομική απόδοση. Επίσης, απαιτείται και ένα συλλογικό όραμα, μια ιδεολογία, που θα υποστηρίξει τις κάθε λογής επενδύσεις.

Η πολιτιστική επιχειρηματικότητα έχει πρωτίστως να κάνει με το κοινωνικό κεφάλαιο, είτε πρόκειται για το κοινό στο οποίο απευθύνεται είτε για το επιχειρηματικό υποκείμενο, και το τελευταίο διαμορφώνεται πάντοτε από την πολιτική και τις διάφορες μορφές οργάνωσης της κεντρικής και τοπικής διακυβέρνησης. Επομένως, το όραμα για αξιοποίηση των πολιτιστικών πλεονεκτημάτων μιας περιοχής είναι προϋπόθεση να υιοθετηθεί και από την πολιτική διακυβέρνηση, προκειμένου να υποστηριχθεί και σε επίπεδο υποδομών.

Πάντως, είναι φανερό ότι για να ευδοκιμήσει η πολιτιστική επιχειρηματικότητα απαιτούνται σημαντικές δημόσιες επενδύσεις και καλλιεργημένο κοινωνικό κεφάλαιο. Αυτό συμβαίνει διότι αυτού του είδους η επιχειρηματικότητα αντιστοιχεί, ούτως ή άλλως, σε ένα εξελιγμένο στάδιο επιχειρηματικότητας, δεδομένου ότι δεν αποβλέπει στην κάλυψη βασικών αναγκών (ένδυσης, υπόδησης κλπ) αλλά ανταποκρίνεται σε άλλου είδους αναζητήσεις των ανθρώπων, του φαντασιακού και των αξιών. Με άλλα λόγια, απαιτεί ένα υψηλού επιπέδου κοινωνικό κεφάλαιο, τόσο από την άποψη του κοινού όσο και από την άποψη του επιχειρηματικού υποκειμένου.

Συνεπώς, δεν είναι παράλογο να θεωρήσουμε ότι η Αμερική διαθέτει αυτή την ιδεολογία, που ωθεί τις συλλογικές και πολιτικές αποφάσεις της προς μια κατεύθυνση υλοποίησης επενδύσεων και στρατηγικών επιλογών, για τη στήριξη της πολιτιστικής επιχειρηματικότητας, σε όλα τα επίπεδα. Αυτό, εξάλλου, μπορεί να εξηγεί και το γεγονός γιατί χώρες με πλούσια πολιτιστικά αποθεματικά, όπως η Ελλάδα, δεν έχουν αξιοποιήσει το πρωτογενές υλικό που αδιαμφισβήτητα διαθέτουν.

Ο ρόλος της Κοινωνία των Πολιτών στην πολιτιστική επιχειρηματικότητα

Τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα φαίνεται να έχει κατανοηθεί ο ρόλος του πολιτιστικού τουρισμού και της πολιτιστικής επιχειρηματικότητας, σε επίπεδο κυβερνητικό. Όμως, τα αποτελέσματα σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας είναι ακόμη περιορισμένα. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι στην προκειμένη περίπτωση αυτό οφείλεται στην καχεκτική παρουσία της κοινωνίας των πολιτών. Στην Ελλάδα, οι παλιές συλλογικότητες (ακόμη και οι κομματικές) έχουν αποδυναμωθεί και στη θέση τους δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη επαρκώς η κοινωνία των πολιτών, που αντιπροσωπεύει μια νέα μορφή συλλογικότητας. 

Αντιθέτως, στην Αμερική, που αποτελεί το παράδειγμα της μελέτης μας, ιστορικά η κοινωνία των πολιτών ήταν περισσότερο παρούσα από οπουδήποτε αλλού. Πιθανόν για να καλυφθεί η περιορισμένη παρουσία και παρέμβαση του κράτους, δημιουργήθηκαν πολύ ισχυρές κοινότητες και εθελοντικές οργανώσεις πάσης φύσεως (ιδεολογικές, τοπικές, θρησκευτικές). Αναπτύχθηκαν, δηλαδή, κοινοτικές και συλλογικές δομές που κάλυπταν ακόμη και τις ανάγκες για πρόνοια και αλληλεγγύη[1].

Εν προκειμένω, θα λέγαμε ότι αυτό που παρατηρείται σήμερα στην Αμερική ως τελικό αποτέλεσμα, δεν είναι ανεξάρτητο από τη μεγάλη ιστορία που έχει στον εθελοντισμό και στη συμμετοχή των πολιτών σε ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος. Σε αντίθεση με αυτό που επικρατεί ως κοινή γνώμη για τους Αμερικανούς, ότι είναι αδιάφοροι για τα κοινά επειδή δεν συμμετέχουν στις εθνικές εκλογές, ο μέσος Αμερικανός τείνει να είναι πολύ ενεργός σε τοπικό επίπεδο και να αναδεικνύει με τη συμμετοχή του ισχυρές τοπικές αυτοδιοικήσεις. Έτσι, η ιδεολογία που υποστηρίζει την αξιοποίηση του συγκριτικού της πλεονεκτήματος, που είναι η υψηλή τεχνολογία, για την πολιτιστική της κυριαρχία, δεν έχει γίνει σε μια κοινωνία χωρίς βάσεις.

Ως αντίθετο παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η Σοβιετική Ένωση. Κι εκεί υπήρξε μια πανίσχυρη ιδεολογία που ανέπτυξε την τεχνολογία σε κεντρικό, κρατικό επίπεδο. Όμως, στην περίπτωση εκείνη, παρά το ότι υπήρξαν σημαντικά αποτελέσματα στους τομείς της τέχνης, του πολιτισμού και της παιδείας, δεν υπήρξε επιχειρηματικότητα. Τα πάντα, στο επίπεδο της πολιτιστικής παραγωγής, ήταν  ελεγχόμενα από το κράτος.

Το παράδειγμα της Ηράκλειας Ένωσης και του πολιτιστικού επιχειρησιακού προγράμματος «Τόποι, Μύθοι και Άθλοι του Ηρακλή», αξιοποιώντας την κουλτούρα των ανθρώπινων δικτύων και κοινοτήτων, επιδιώκει να λειτουργήσει ως τοπική, περιφερειακή και, γιατί όχι, παγκόσμια πολιτιστική κοινότητα. Στη βάση μιας κοινής παγκόσμιας πολιτιστικής αναφοράς, που είναι το μυθικό πρόσωπο του Ηρακλή, και με τη συνέργεια μιας κοινής ιδεολογίας, που είναι η πολιτιστική επιχειρηματικότητα, το εν λόγω ανθρώπινο δίκτυο μπορεί να εξελιχθεί σε δίκτυο παραγωγής και κατανάλωσης πολιτιστικών αγαθών και υπηρεσιών.

Η πολιτιστική επιχειρηματικότητα σήμερα

Τα μεγάλα στρατηγικά πλεονεκτήματα της σύγχρονης εποχής είναι η τεχνολογία των επικοινωνιών και των πληροφοριών καθώς και το υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό. Όλα αυτά αποτελούν ένα σύνολο που δημιουργούν ανθρώπινο κεφάλαιο και τροφοδοτούνται από τη δημιουργία κοινωνικού κεφαλαίου. Η πολιτιστική επιχειρηματικότητα είναι ένας τομέας που χρειάζεται αυτό το κοινωνικό κεφάλαιο αλλά παράλληλα το δημιουργεί.

Ένα άλλο στοιχείο της σύγχρονης εποχής που αφορά στην πολιτιστική επιχειρηματικότητα είναι ότι, για πρώτη φορά στην ιστορία, δίνεται η ευκαιρία στον καθένα να πάρει πρωτοβουλίες, να δημιουργήσει πολιτιστικά προϊόντα και να τα κοινοποιήσει σε μικρές ομάδες, δημιουργώντας δίκτυα. Ασφαλώς, αυτό συμβαίνει  χάρη στην εύκολη, φθηνή, άμεση και πολλαπλασιαστική επικοινωνία που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες και τα δίκτυα.

Το γεγονός αυτό αλλάζει το τοπίο της πολιτιστικής παραγωγής, καθώς παράλληλα αλλάζουν μια σειρά από δεδομένα της σύγχρονης κοινωνικής οργάνωσης: «Οι νέες τεχνολογίες επηρεάζουν την επίδοση, αλλά επίσης και την κοινωνική θέση, την αυτοεκτίμηση, την επιρροή, τη δύναμη και το κύρος» (Thorow, 1997:35).  Πλέον το internet αποτελεί μια τεχνολογία που δίνει την ευκαιρία στον καθένα να γίνει πομπός και δημιουργός. Με την κατάλληλη ιδεολογία αυτό μπορεί να εξελιχθεί σε σημείο εκκίνησης για την επιχειρηματικότητα. Διότι, διαμορφώνοντας  ένα δίκτυο επικοινωνίας ταυτόχρονα διαμορφώνεται και ένα καταναλωτικό δίκτυο πολιτιστικών αγαθών.

Ωστόσο, το ζητούμενο για τις σύγχρονες κοινωνίες, όπως και για όλες τις ιστορικές που έχουν παρέλθει, είναι η πρόοδος και η ευημερία, η κατάκτηση ενός συλλογικού οράματος. Στο σημείο αυτό, η τεχνολογία από μόνη της δεν αρκεί για να δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Όπως πάντα, έτσι και τώρα, χρειάζεται η κατάλληλη ιδεολογία, ένα τοπικό όραμα, που θα κινητοποιήσει την πολιτική διακυβέρνηση, σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο, για να συγκροτήσει κοινωνικό κεφάλαιο και να αξιοποιήσει τα διαθέσιμά της. Έτσι, οι χώρες που θα αποφασίσουν να επενδύσουν τώρα στην πολιτιστική επιχειρηματικότητα, όπως π.χ. Ελλάδα, θα πρέπει να το κάνουν με ένα ποιοτικό και αυθεντικό προϊόν, που θα διαφοροποιείται όχι μόνο στην ιδέα αλλά και στον τρόπο διαχείρισης αυτής της ιδέας.

Το πολιτιστικό επιχειρηματικό σχέδιο «Τόπο, Μύθοι και Άθλοι του Ηρακλή»

Το μυθικό στοιχείο, σε όλες τις κοινωνίες και σε όλες τις εποχές, αποτελούσε πάντοτε ένα ελκυστικό θέμα και η μυθοπλασία συνιστούσε έναν εύκολο δρόμο για την αγορά. Τα παραδείγματα του Disney και του Asterix είναι χαρακτηριστικά και καταδεικνύουν πόσο αποτελεσματικός είναι ο συνδυασμός μύθου και δαιμόνιας επιχειρηματικότητας. Εξάλλου, φαίνεται ότι όσο πιο απλοϊκό είναι το θέμα τόσο μεγαλύτερη είναι η διείσδυση στο καταναλωτικό κοινό.

Ο μύθος του Ηρακλή αποτελεί μια ανάλογη περίπτωση. Ο  Ηρακλής είναι η μορφή που κυριαρχεί στην ελληνική μυθολογία περισσότερο από κάθε άλλο ήρωα του αρχαίου κόσμου. Στο πρόσωπό του συγκεντρώθηκαν όλα τα χαρακτηριστικά και τα προσόντα με τα οποία η μυθοπλαστική φαντασία του λαού πάσχιζε να ολοκληρώσει μια δική του ταυτότητα. Η παγκόσμια εμβέλεια του Ηρακλή, καθώς και τα κατορθώματά του, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για πολλούς λαούς και για πολλές μορφές τέχνης.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που σήμερα συναντάμε:

  • 43 τουλάχιστον διαφορετικά σημεία ανά τον κόσμο, και κυρίως στην Μεσόγειο, που διεκδικούν μια σχέση με τον Ηρακλή,
  • Ναούς και μνημεία προς τιμήν του Ηρακλή, στο Αμμάν, στην Αρμενία, στην Ισπανία και αλλού,
  • 19 Θεματικά πάρκα με αναφορά στον Ηρακλή, όπως στην Αμερική, στην Ισπανία, στην Γαλλία και αλλού,
  • Ομώνυμες περιβαλλοντικές οργανώσεις κλπ.

Επίσης, αναφορές στο πρόσωπο του Ηρακλή υπάρχουν σε όλες τις μορφές τέχνης, τόσο της σύγχρονης όσο και της κλασσικής:

Στη γλυπτική: Ένας σημαντικός αριθμός αγαλμάτων έχουν ως βασική θεματολογία τους τη μορφή του Ηρακλή. Οι καλλιτέχνες αρέσκονταν να εκφράζουν στις εικαστικές τους παραστάσεις τη σκληρή μοίρα που χαρακτήριζε τον ήρωα κατά τη διάρκεια όλης της σταδιοδρομίας του.

Στη ζωγραφική: Η μορφή του Ηρακλή επηρέασε και τη ζωγραφική τέχνη. Ο Michel-Ange ζωγραφίζει τον Ηρακλή και το λιοντάρι της Νεμέας και ο Gustave Moreau το 1876 εμπνέεται από τον άθλο του Ηρακλή με τη Λερναία Ύδρα. 

Στην κεραμική: Αναπαραστάσεις από τους άθλους του Ηρακλή και τη ζωή του κοσμούν πολλά σωζόμενα αγγεία, κυρίως μελανόμορφους και ερυθρόμορφους αμφορείς, γεγονός που αναδεικνύει τη σημαντικότητα και την εμβέλεια που είχε η προσωπικότητα του Ηρακλή για τον αρχαίο κόσμο.

Στα νομίσματα: Επιπλέον, τη μορφή του Ηρακλή τη συναντάμε και σε αρχαία νομίσματα, όπως είναι το τετράδραχμο της Θράκης – Θάσου, αλλά και σε ρωμαϊκά δηνάρια και μεταγενέστερα Ευρωπαϊκά.

Στη λογοτεχνία: Ο μύθος του Ηρακλή απλώθηκε πάρα πολύ και δουλεύτηκε από πολλές γενιές ανθρώπων και συγγραφέων, που καθεμιά είχε κάτι να προσθέσει.  Ο μύθος εξελισσόμενος ενσωμάτωσε στοιχεία από τον κάθε συγγραφέα, χωρίς να ταυτοποιηθεί ως προϊόν ενός προσώπου και ενός τόπου. Έτσι, έχει σχηματιστεί μια  πολυσύνθετη εικόνα με απειράριθμες παραλλαγές, που είναι πολύ δύσκολο σήμερα, αν όχι τελείως αδύνατο, να ανασυνθέσουμε τον αρχικό μύθο στο περίγραμμά του.

Αναφορές στον Ηρακλή συναντούμε στους εξής αρχαίους συγγραφείς:

Όμηρο, Αναξαγόρα, Πτολεμαίο, Ηφαιστίων, Αλκαίο, Απολλόδωρο, Ευριπίδη, Σοφοκλή, Διόδωρο, Παυσανία, Εκαταίο, Πίνδαρο, Καλλίμαχο κ.α.

Στη σύγχρονη Τέχνη: Η ύπαρξη της μορφή του Ηρακλή και στις σύγχρονες μορφές τέχνης, υποδηλώνει όχι μόνη την εμβέλεια του ήρωα αλλά και τη διαχρονικότητά του. Έτσι, όσον αφορά στον τομέα της σύγχρονης τέχνης, ο Ηρακλή έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία:

  • κινηματογραφικών ταινιών,
  • τηλεοπτικών σειρών,
  • κινούμενων σχεδίων.    

Άρα, είναι φανερό ότι δράσεις πολιτιστικής επιχειρηματικότητας γύρω από το πρόσωπο του μυθικού ήρωα Ηρακλή υπάρχουν, και μάλιστα σε παγκόσμια κλίμακα. Ωστόσο, το εγχείρημα «Ηράκλεια Ένωση» επιδιώκει μια ιδεολογική διαφοροποίηση, σε σχέση με τα υπάρχοντα παραδείγματα της μαζικής πολιτιστικής επιχειρηματικότητας. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, αυτή η διαφοροποίηση δεν επικεντρώνεται στο κοινό στο οποίο αναφέρεται, αλλά στο πλαίσιο της διαχείρισης της επιχειρηματικής ιδέας. Έτσι, το κοινό του επιχειρηματικού σχεδίου «Τόποι, Μύθοι και Άθλοι του Ηρακλή» μπορεί να μην διαφοροποιείται καθόλου από εκείνο του Disney ή του Asterix. Η διαφοροποίηση έγκειται στο επιχειρηματικό υποκείμενο και στις διαδικασίες υλοποίησης της επιχειρηματικής ιδέας.

Εάν την ιδέα «Ηράκλειοι Τόποι» τη διαχειρίζονταν επιχειρηματίες, η εξέλιξη θα ήταν πολύ διαφορετική από αυτό που σχεδιάζεται να συμβεί τώρα, με τη συμμετοχή φορέων της κοινωνίας των πολιτών. Σκοπός του επιχειρηματία θα ήταν να επενδύσει μόνο σε εκείνες τις ενέργειες που θα του απέφεραν άμεσα κέρδη,  χωρίς να ενδιαφέρεται για τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας, όπου θα εγκαθιστούσε την επιχείρησή του.

Αντιθέτως, η πρωτοβουλία της «Ηράκλειας Ένωσης» στηρίζεται στην κινητοποίηση της τοπικής κοινωνίας και επιδιώκει την συμμετοχικότητα των πολιτών στη δημιουργία του πολιτιστικού γεγονότος. Διότι έχει γίνει αντιληπτό ότι χωρίς την στήριξη των τοπικών κοινωνιών και χωρίς την συμμετοχή του κοινωνικού κεφαλαίου δεν μπορεί να δημιουργηθεί το αυθεντικό και πρωτότυπο πολιτιστικό προϊόν, που αποτελεί ζητούμενο του εν λόγω εγχειρήματος. Εξάλλου, δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους όφελος και για την περιοχή.

Συνεπώς, το παράδειγμα των Ηράκλειων Τόπων καταδεικνύει ότι κάθε τοπική κοινωνία μπορεί να διεκδικήσει το μέλλον της μέσα από ενέργειες πολιτιστικής επιχειρηματικότητας που έχουν συλλογικό χαρακτήρα. Το μόνο που χρειάζεται είναι το τοπικό όραμα και η ιδεολογία της συμμετοχικότητας και της συν – δημιουργίας.


[1] Ο Τοκβίλ συνηθίζει να αναφέρεται πολύ σε αυτό το φαινόμενο και υποστηρίζει ότι ήταν το αποτέλεσμα της δημοκρατικότητας που υπήρχε στην Αμερική. Ωστόσο, αυτό δεν είναι το μοναδικό στοιχείο που δημιούργησε τον κοινοτισμό, καθώς αλλού η αντιπροσωπευτική δημοκρατία συνδυάζεται με το ισχυρό κράτος πρόνοιας, όπως συμβαίνει με το Γερμανικό και Σουηδικό μοντέλο.