Μία θεσμική καινοτομία για τα ελληνικά δεδομένα έρχεται να αλλάξει το σκηνικό που σχετίζεται με τη θέσπιση των περιφερειακών δομών υποστήριξης της κοινωνικής οικονομίας με οριζόντια συνεργασία των κοινωνικών φορέων και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η επινοητικότητα, ο σχεδιασμός και η οργάνωση της κοινωνικής οικονομίας ανήκει σε δίκτυα και στην αυτοοργάνωση των πολιτών με συμπράττοντες άλλους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης. Κι αυτό συμβαίνει διότι το κράτος δε δύναται να ενσωματώσει όλες αυτές τις πρωτοβουλίες των πολιτών, αλλά ούτε και η αγορά είναι σε θέση να το πραγματοποιήσει το έργο αυτό, εκτός βέβαια από την εταιρική κοινωνική ευθύνη.
Οι πρωτοβουλίες δημιουργίας κοινωνικών επιχειρήσεων, που έχουν ως στόχο την προσέγγιση του Ευρωπαϊκού μέσου όρου στην ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα, διαδραματίζουν έναν σημαίνοντα ρόλο. Ειδικότερα τονίζεται η ανάπτυξη Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων, που είναι αστικοί συνεταιρισμοί κοινωνικού σκοπού και διαθέτουν εκ του νόμου την εμπορική ιδιότητα.
Ο σχεδιασμός λοιπόν που προτείνεται, βάσει αυτής της προσέγγισης, έχει τους εξής άξονες:
Τις περιφερειακές δομές στήριξης με τη μορφή των Κοινωνικών Συμπράξεων
Την επιμόρφωση πάνω στην επιχειρηματικότητα της κοινωνικής οικονομίας
Δομές συγκέντρωσης κοινωνικού και διανοητικού κεφαλαίου. Δομές διαχείρισης και διάδοσης της γνώσης. Δομές δια βίου μάθησης και επιμόρφωσης
Κοινωνικοποίηση της οργανωτικής τεχνολογίας
Συνεργατικά δίκτυα αλληλεγγύης
Mentoring για την Κοινωνική Οικονομία
Υπόδειγμα για τις «Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις»
Το περίπλοκο έργο της κινητοποίησης των ανθρώπινων πόρων και της δικτύωσης των κοινωνικών επιχειρήσεων από όλες τις πλευρές – πολίτες, καταναλωτές, επαγγελματίες, παραγωγούς, κοινωνικούς φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι απαραίτητο να εξυπηρετείται από ένα σύστημα δικτύωσης και οργάνωσης. Συνεπώς, θα λέγαμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα ανοικτό, στη λογική των Κοινωνικών Αναπτυξιακών Συμπράξεων, σύστημα.
Είναι σαφές πως δίχως να υφίσταται ένα απαγορευτικό λειτουργικό κόστος και δίχως την ευθύνη της κοινωνίας της ίδιας σχετικά με την αποτελεσματικότητα των ανθρώπινων πόρων ως προς την κοινωνική μέριμνα και το κοινωφελές έργο, δεν είναι εφικτό η παραπάνω διαδικασία να είναι υπό την επίβλεψη της κρατικής γραφειοκρατίας.
Επιπροσθέτως, θα λέγαμε πως η κινητικότητα των συντελεστών της κοινωνικής οικονομίας είναι ευθύνη της τοπικής κοινωνίας και πρόκειται για προϋπόθεση στη συγκρότηση κοινωνικού κεφαλαίου, στη συγκέντρωση, επενδυτικού κεφαλαίου, καθώς και στη διάχυση γνώσης και πληροφόρησης, με απώτερο σκοπό την ενδυνάμωση της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.
Αυτό που είναι αναγκαίο, λοιπόν, είναι να δημιουργηθούν συλλογικές πρωτοβουλίες και δίκτυα. Υπό αυτή την έννοια, η σύνθεση κοινωνικού κεφαλαίου θα μπορούσε να θεωρηθεί ως βάση και κινητήριος μοχλός ενός επιτυχημένου στρατηγικού σχεδίου και ενός μηχανισμού στήριξης της κοινωνικής οικονομία, καθώς και του θεσμού των κοινωνικών συνεταιρισμών στην Ελλάδα. Έτσι μονάχα η διεύρυνση της συμμετοχικότητας στις κοινωνικές επιχειρήσεις και στην παραγωγή είναι δυνατό να ενισχυθεί. Όποτε, παραδείγματος χάρη, κάθε κοινωνική ομάδα, δεν είναι απαραίτητο να λαμβάνει κρατική στήριξη, καθώς θα έχει την αρωγή αλληλέγγυων θεσμών και κοινωνικών συμπράξεων.
Επίσης, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε περιοχής, με αυτό το οργανωτικό μοντέλο, μπορούν να προβληθούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε τόπου και να δημιουργηθούν κίνητρα για την κοινωνική επιχειρηματικότητα σε αδρανείς τομείς, όπως π.χ. κοινωνικά αγροκτήματα, σχολάζουσες ιδιοκτησίες.
Η κοινωνική επιχειρηματικότητα δε δύναται να προχωρήσει, χωρίς την ανάπτυξη ενός νέου επιχειρηματικού υποκειμένου, μιας και αυτό το επιχειρηματικό υποκείμενο δε γίνεται να υποκατασταθεί σε μεγάλο ποσοστό από άλλους φορείς, όπως δημοτικές, κρατικές, και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Άρα εκείνο που είναι αναγκαίο είναι να βρεθούν κίνητρα μέσα από τον εξευγενισμό των σχέσεων ανάμεσα στους συμπράττοντες εταίρους και στην κοινωνική επιχείρηση, τα οποία θα βασίζονται σε έναν κοινό σκοπό.
Όσον αφορά στους αναγκαίους όρους, η ορθοδόμηση της κοινωνικής οικονομίας πρέπει να θεωρηθεί ως βασική προϋπόθεση, ώστε να μπορεί να διαχωρίζεται από τον ιδιωτικό και κρατικό τομέα. Με αυτόν τρόπο, η στόχευση των οργανωτικών εργαλείων προς τους οργανικούς συντελεστές και δέκτες θα μπορεί να οριστεί, προκειμένου να μπορούν να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση του υποκειμένου της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.
Στοχεύοντας, λοιπόν, στην ορθοδόμηση της κοινωνικής οικονομίας, θα ήταν ζωτικής σημασίας να τεθούν οι παρακάτω προτεραιότητες:
Διαμόρφωση σχέσεων εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ συλλογικών καταναλωτικών οργανώσεων και παραγωγικών οργανώσεων. Σημαντικός επίσης είναι ο περιορισμός του κόστους διαμεσολάβησης με στόχο την ίδρυση μίας κοινωνικής επιχείρησης, περιορίζοντας έτσι το κόστος συμβουλευτικής.
Δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης με κίνητρα, που μετουσιώνονται σε συγκεκριμένες οργανωτικές δομές.
Οικοδόμηση τέτοιων συνθηκών, ώστε να συντεθούν οι ανθρώπινοι πόροι και τα κατακερματισμένα υλικά, βάσει των οποίων θα σχηματιστούν νέες κοινωνικές επιχειρήσεις, οι οποίες θα είναι σε θέση να αξιοποιήσουν ανεκμετάλλευτους υλικούς πόρους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των ιδρυμάτων και των κρατικών οργανισμών.
Επιπλέον, απαραίτητος είναι ο ορισμός των διαδικασιών που στοχεύουν στη δημιουργία νέων επενδύσεων με μετρήσιμο στόχο. Παραδείγματος χάρη, η Κοινωνικά Υποστηριζόμενη Γεωργία, είναι ένας καινοτόμος και ιδιαίτερος τρόπος προσέγγισης, που δίνει το έναυσμα στους νέους αγρότες, αξιοποιώντας τη διαδικτυακή επιχειρηματικότητα, να συμβάλουν στην ανάπτυξη της αγροτικής επιχειρηματικότητας, και κατ’ επέκταση στην ενίσχυση της διακίνησης των προϊόντων, με συνεταιριστικές επιχειρήσεις.
Ανάδειξη νέων προϊόντων και υπηρεσιών, με εργαλείο έναν οδηγό επαγγελμάτων κοινωνικής οικονομίας, διευρύνοντας το αντικείμενο της επιχειρηματικότητας, αλλά και των θέσεων εργασίας εκεί που το κράτος και η αγορά αδυνατεί να τις δημιουργήσει.
Δικτύωση των εθελοντικών οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών με τις κοινωνικές επιχειρήσεις και όλους τους συντελεστές της κοινωνικής οικονομίας, με στόχο τη δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για την ανάπτυξη της κουλτούρας του συνεργατισμού. Το εργαλείο για τη δημιουργία αυτού του συνεκτικού ιστού των διαφόρων κοινωνικών δικτύων, θεσμών αλληλεγγύης, κοινωνικής δράσης και καλών πρακτικών, μπορεί να είναι η κινητοποίηση και συμμετοχή στις κοινωνικές αναπτυξιακές συμπράξεις και σε επιχειρηματικές συνεταιριστικές πρωτοβουλίες που δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας.
Έναν άλλο σκοπό των κοινωνικών συμπράξεων, θα πρέπει να αποτελεί η αποτελεσματική διαχείριση του διανοητικού κεφαλαίου των παραπάνω όρων και η επινόηση εργαλείων σύνθεσης των διαθέσιμων πόρων, με αιχμή τη διάδοση των πλεονεκτημάτων της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.Όμως, λόγω του ότι το προφίλ του κοινωνικού επιχειρηματία, σε σχέση με το προφίλ του συμβατικού επιχειρηματία, διέπεται από διαφορετικούς στόχους και κίνητρα, τούτο θα πρέπει να αναδειχθεί μέσω των ηθικών κινήτρων και της συνεργατικής κουλτούρας του κοινωνικού επιχειρηματία.
Σ’ αυτό τον τομέα, το υποκείμενο της επιχειρηματικότητας δεν μπορεί παρά να αποτελείται από τους συνεταιριστές, του συλλογικούς κοινωνικούς φορείς, τα ιδρύματα, καθώς και από όλους όσοι διατίθενται να επενδύουν σε μη κερδοσκοπικούς σκοπούς.
Η σαφής διάκριση, λοιπόν, μεταξύ κυρίων δικαιούχων προγραμμάτων κοινωνικής οικονομίας και των άλλων συμβαλλομένων εταίρων από τον πρώτο και δεύτερο τομέα κρίνεται αναγκαία, γεγονός που αποτελεί ένα σοβαρό θεσμικό πρόβλημα στην Ελλάδα.
Επομένως, αυτά που πρέπει να τεθούν υπό εξέταση, στα πλαίσια της διαδικασίας συγκρότησης των κοινωνικών αναπτυξιακών συμπράξεων για τη λειτουργία περιφερειακών δομών στήριξης της κοινωνικής οικονομίας, είναι τα ακόλουθα:
Την καινοτομία του σχεδιασμού
Το σχεδιασμό δράσης των Περιφερειακών δομών
Τη δικτύωση – οργάνωσή τους
Τις δομές συγκέντρωσης και οργάνωσης γνώσης
Το ρόλο της συμβουλευτικής
Το mentoring
Οι Κοινωνικές Συμπράξεις είναι φορείς στους οποίους συμμετέχουν οι Δήμοι, οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, επαγγελματικά σωματεία και κοινωνικοί Συνεταιρισμοί. Έργο τους είναι ο συντονισμός και η υποστήριξη επιμέρους δραστηριοτήτων κοινωνικής επιχειρηματικότητας σε μια περιοχή.
Στην Ελλάδα, παρότι υπάρχει πλήθος συλλογικών οργανώσεων, ένα μόνο μικρό ποσοστό κοινωνικής επιχειρηματικότητας αναλαμβάνουν συλλογικοί φορείς και κοινωφελείς επιχειρήσεις της Τ.Α., σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η κατάσταση αυτή μπορεί να διαφοροποιηθεί με τη δραστηριότητα των Κοινωνικών Αναπτυξιακών Συμπράξεων και να αντιμετωπιστεί το θεσμικό έλλειμμα που είναι ζήτημα επιπέδου οργάνωσης μιας κοινωνίας. Αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο, με την κινητοποίηση ανθρώπινων πόρων μέσω της συλλογικής επιχειρηματικότητας και των δομημένων «συμπράξεων» Τοπικής Αυτοδιοίκησης και κοινωνικών φορέων.
Η δυναμική των κοινωνικών συμπράξεων στη δοκιμαζόμενη από την κρίση ελληνική οικονομία, σχετίζεται με τη μείωση του κόστους σε μεγάλο ποσοστό των κοινωφελών υπηρεσιών, αλλά και με τη δημιουργία τοπικής απασχόλησης, εκεί που το κράτος και η αγορά αδυνατούν να δράσουν. Η μείωση του κόστους συναλλαγών και του εργατικού κόστους είναι ακριβώς το κλειδί για να γίνουν βιώσιμες κοινωνικές και κοινωφελείς υπηρεσίες, που σήμερα αποδυναμώνονται, και το κράτος είναι αναγκασμένο να τις καταργήσει, εξαιτίας της δημοσιονομικής πίεσης του χρέους. Η εξοικονόμηση του λειτουργικού κόστους εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα υπηρεσιών, που κινδυνεύουν να καταργηθούν, λόγω των δημοσιονομικών συνθηκών που επικρατούν στο δημόσιο, στις μέρες μας.
Εν γένει, το πλεονέκτημα των κοινωνικών επιχειρήσεων έγκειται στη δραστική μείωση του διαχειριστικού κόστους, αμοιβών διοικητικών και άλλων στελεχών, και στον κοινωνικό έλεγχο της εργασίας, που γίνεται πολύ αποδοτικότερη κατά μονάδα, καθώς ο εργαζόμενος λογοδοτεί άμεσα στην τοπική κοινωνία και στους ίδιους τους ενδιαφερόμενους.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να συμμετέχει συστηματικά σε κοινωνικές συμπράξεις και να χρησιμοποιεί κοινωνικούς συνεταιρισμούς, με σκοπό την προσφορά κοινωνικών υπηρεσιών στους πολίτες, σχετικά με δράσεις που αφορούν σε ανθρωπιστική βοήθεια, αλλά και στην προστασία του περιβάλλοντος, αξιοποιώντας τη συμμετοχή των εθελοντικών οργανώσεων.
Σε αυτό το επίπεδο, αναφορικά με την Ελλάδα, υπάρχει η ανάγκη σύναψης ενός Συμφώνου συνεργασίας ανάμεσα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και στις οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών για την κοινωνική οικονομία. Το σύμφωνο αυτό οφείλει να στοχεύει στην αντιμετώπιση της φτώχειας, τη μείωση των μεγάλων ανισοτήτων που χαρακτηρίζουν την κοινωνία μας, τη μείωση της ανεργίας των νέων και όλα αυτά σε μια περίοδο, που ενώ οι διαθέσιμοι υλικοί πόροι αφθονούν, η έλλειψη επιχειρηματικότητας συνεχίζει να υπάρχει.
Ένα τέτοιο σύμφωνο, στην πράξη, μπορεί να ξεκινήσει με την υπογραφή ενός Μνημονίου Συνεργασίας για την κοινωνική οικονομία, σε τοπικό επίπεδο, μεταξύ κάθε Δήμου και Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών της περιοχής. Η δημιουργία κοινωνικών επιχειρήσεων με συνεταιριστική ή κερδοσκοπική μορφή, αλλά και η δημιουργία ενός κέντρου παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, σε κάθε επίπεδο επιχειρηματικής, εθελοντικής και κοινωνικής δραστηριότητας, αποτελούν σημαντικό στόχο του Συμφώνου Συνεργασίας. Αυτό το κέντρο θα μπορούσε να είναι ένα «κέντρο εξυπηρέτησης της κοινωνικής, αλληλέγγυας οικονομίας», όπου θα παρέχεται συμβουλευτική για την δια βίου μάθηση στις καλές πρακτικές και στην αντιμετώπιση της ανεργίας, με έμφαση σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες, όπως μετανάστες, νέοι, γυναίκες κ.λπ.
Σκοπός είναι ένας σχεδιασμός για την κοινωνική οικονομία, κάτι που αδυνατεί να κινητοποιήσει η κρατική γραφειοκρατία. Έτσι, για πρώτη φορά, έχουμε τις προϋποθέσεις για την ομοσπονδοποίηση των φορέων που ενδιαφέρονται για την κοινωνική οικονομία, με «εργαλείο» τις Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις. Το αντικείμενο αυτών των Συμπράξεων είναι οι κοινωνικές και κοινωφελείς υπηρεσίες, οι οποίες είναι ιδιαιτέρως αποδυναμωμένες λόγω του κράτους που δέχεται δημοσιονομικές πιέσεις εξαιτίας του χρέους. Για πρώτη φορά στην Ελληνική νομοθεσία, αναφέρεται επίσημα ο όρος «κοινωνική οικονομία», αποσαφηνίζεται η έννοια και καθορίζονται οι κανόνες λειτουργίας των κοινωνικών επιχειρήσεων με την εισαγωγή του νεωτερισμού των «Αναπτυξιακών Συμπράξεων». Η δυναμική αυτών των Συμπράξεων μπορεί να μειώσει το κόστος κοινωφελών υπηρεσιών, να δημιουργήσει τοπική απασχόληση εκεί που το κράτος και η αγορά αδυνατούν, να μειώσει το κόστος συναλλαγών και να εξασφαλίσει βιωσιμότητα υπηρεσιών εκεί που δεν υπάρχει άλλη διέξοδος παρά η κατάργηση. Βάσει αυτού του θεσμικού πλαισίου, οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών μπορούν να αποκτήσουν ένα πιο δυναμικό ρόλο και καθίστανται, σε εθνικό τουλάχιστον επίπεδο, ισότιμος συνομιλητής στον κοινωνικό διάλογο, αναφορικά με τη διανομή των πόρων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου.
Όμως το όραμα για νέο συνεργατισμό στην επιχειρηματικότητα είναι ακόμα αδιαμόρφωτο για τους περισσότερους. Αρκετοί εξακολουθούν να βλέπουν αδιέξοδο και δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν το παλιό που δεν είναι λειτουργικό για χάρη του καινούργιου, που είναι ακόμα αδοκίμαστο και άρα δυσπρόσιτο, τουλάχιστον όχι προς το παρόν. Κι όμως! Η κοινωνική οικονομία, όπως είδαμε, βασίζεται στην ισορροπία μεταξύ ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων, ανθρώπινων αναγκών και συστημάτων της αγοράς κι αποτελεί ένα οργανικό σύνολο αλληλεξαρτήσεων μεταξύ οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, πολιτισμικών δράσεων.
Σε μια χώρα όπου η ατομική πρωτοβουλία και η μοναχική δράση αποτελούν λάβαρο, όπου επιχειρήσεις διαλύονται εν μια νυκτί «λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων», η δημιουργία αναπτυξιακών συμπράξεων θέτει σαν απαραίτητη προϋπόθεση τη συνεργασία! Η Οργανωμένη Κοινωνία Πολιτών, έχει και στο παρελθόν δείξει τη δυναμική, τη προσαρμοστικότητα και την διαφορετικότητα της. Τόσο για τους φορείς της όσο και τους συνειδητοποιημένους εθελοντές που την πλαισιώνουν η αυτοοργάνωση κι η ομαδικότητα ήταν πάντα τρόπος δουλειάς και τρόπος αντιμετώπισης των δυσκολιών. Οι κοινωνικές συμπράξεις προήλθαν σαν ανάγκη θεσμοθέτησης δράσεων που ήδη λειτουργούσαν, προσφέροντας τη δυνατότητα περαιτέρω αξιοποίησης του κοινωνικού, εθελοντικού και ηθικού κεφαλαίου για την ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας σε τομείς κοινωνικής ωφέλειας.
Οι αναπτυξιακές συμπράξεις δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια τεχνοκρατική διατύπωση αυτού που συμβαίνει ήδη. Της οριζόντιας συνεργασίας και δικτύωσης των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών. Όμως οι οργανώσεις θα πρέπει να δείξουν ευρύτητα πνεύματος και να αντιδράσουν άμεσα επειδή όλα αυτά είναι περίπλοκες διαδικασίες για τα μέχρι τώρα δεδομένα.
Οι Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών οφείλουν να οργανωθούν περισσότερο σε περιφερειακές συμπράξεις, ακολουθώντας λίγο πολύ τη δομή και τη λογική του σχεδίου ‘Καλλικράτης’ στις 13 περιφέρειες αλλά και σε θεματικές σύμφωνα με το εξειδικευμένο πεδίο δράσης τους ή το γνωστικό τους αντικείμενο, και στη συνέχεια να συνεργαστούν είτε με τη τοπική αυτοδιοίκηση είτε με τη περιφέρεια προκειμένου να αναλάβουν την υλοποίηση συγκεκριμένων προγραμμάτων.
Η Κοινωνία Πολιτών έχει ήδη καταφέρει πολλά κι έχει μέχρι τώρα παρέμβει δυναμικά στο δημόσιο διάλογο, αλλά πρέπει να έχει κάτι μεγάλο κι ουσιαστικό, μια ουσιαστική και δομημένη παρουσία, αν θέλει να αυξήσει τη διαπραγματευτική της ικανότητα και να έχει αποτελέσματα. Και οι συμπράξεις, εκτός όλων των άλλων, προσφέρουν αυτή την ευκαιρία. Το Πανελλήνιο Παρατηρητήριο, ως ενιαία κοινωνική σύμπραξη, έβαλε τα θέματα που αφορούν την κοινωνική οικονομία στην βουλή, τάραξε τα νερά και στην ουσία, έκανε μια μικρή επανάσταση για τα ελληνικά δεδομένα, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να ληφθούν υπόψη και θέσεις των ίδιων των συλλογικών οργανώσεων, σχετικά με το νόμο για την κοινωνική οικονομία και τις κοινωνικές αναπτυξιακές συμπράξεις. Ουσιαστικά, διεκδίκησε το προβάδισμα της Κοινωνίας Πολιτών, όσον αφορά την υλοποίηση προγραμμάτων κοινωνικής οικονομίας. Πρόκειται για ένα μεγάλο επίτευγμα της οριζόντιας συνεργασίας. Η Κοινωνία Πολιτών μπαίνει επιτέλους στο «παιχνίδι» για πρώτη φορά, με 25 ολόκληρα χρόνια καθυστέρηση! Κι ενώ θα έπρεπε ήδη να διαδραματίζει σοβαρό ρόλο από το 1989, όταν δηλαδή η Ελλάδα μπήκε στη διαδικασία των κοινοτικών προγραμμάτων με το λεγόμενο τότε «πρώτο πακέτο Ντελόρ», κρατήθηκε τεχνηέντως σε ύπνωση, με στόχο την υφαρπαγή των πόρων που δικαιωματικά της ανήκαν από διάφορους κρατικούς μηχανισμούς και κρατικοδίαιτους.
Οι «Συμπράξεις» αποτελούν μοναδική λύση για όσους θέλουν και μπορούν να αγωνιστούν για ένα νέο καταναλωτικό πρότυπο. Γι’ αυτό το λόγο, η κινητοποίηση των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών κατά της κρατικής γραφειοκρατίας και της υπαλληλοκρατίας αποκτά ολοένα και πιο ζωτικό ενδιαφέρον.
Εκατοντάδες οργανώσεις προσφέρουν έμπρακτη βοήθεια σε άστεγους, ναρκομανείς, μετανάστες και διάφορες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Αυτοί οι κοινωνικοί ακτιβιστές λειτουργούν, σε πολλές περιπτώσεις, ως κίνημα για να αλλάξει η ατζέντα, αλλά και οι προτεραιότητες στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, ώστε να μειωθεί η κατασπατάληση των ανθρώπινων πόρων. Η κρίση καθιστά αυτούς τους στόχους ρεαλιστικότερους.
Η αποτελεσματική διαχείριση ανθρώπινων πόρων, στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μπορεί να επιτευχθεί με συνέργειες, καθώς και την οριζόντια συνεργασία της με τις οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών.
Στην πρωτεύουσα της χώρας, την Αθήνα, όπου η ανθρωπιστική κρίση είναι πλέον δεδομένη, λειτουργούν κοινωνικά ιατρεία και πολυϊατρεία, κοινωνικά αγροκτήματα και λαχανόκηποι, κοινωνικοί ξενώνες, κέντρα υποδοχής, θεσμοί και οίκοι αλληλεγγύης, κέντρα για τους αστέγους ημέρας (day centers), συσσίτια κ.ά., με στόχο την αντιμετώπιση της κρίσης αυτής.
Ωστόσο, το θεσμικό έλλειμμα συνεργασίας για την αντιμετώπιση των διευρυμένων αναγκών είναι εμφανές. Καθώς το πρόβλημα της αναδιάρθρωσης των κοινωνικών δομών είναι επιτακτικό, οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών και οι Δήμοι ψάχνουν το βηματισμό τους στη νέα κατάσταση που έχει διαμορφωθεί.
Σχέσεις και διαφορές των συνδικαλιστικών οργανώσεων με τις Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών
Η αλήθεια είναι πως, όταν μιλάμε για Οργανωμένη Κοινωνία Πολιτών, οφείλουμε να μιλάμε για όλες τις συλλογικότητες ανεξαιρέτως που εκφράζουν την Κοινωνία στο σύνολό της. Δηλαδή στην Οργανωμένη Κοινωνία πολιτών συνυπάρχουν και οφείλουν να συνυπάρχουν μαζί, εθελοντικές οργανώσεις, κάθε είδους σύλλογοι και σωματεία. Δεν θα πρέπει όμως να παραβλέπουμε το γεγονός ότι οι δυο τελευταίες κατηγορίες, συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις, είναι συλλογικότητες αυτοβοήθειας ή αλληλοβοήθειας, οι οποίες εξυπηρετούν το δικό τους κλαδικό, επαγγελματικό ή κοινωνικό συμφέρον.
Από την άλλη πλευρά, οι εθελοντικές οργανώσεις είναι οργανωμένες οριζόντια κι είναι φορείς ετεροβοήθειας, δηλαδή πιο κοντά στο ρόλο της κοινωφέλειας, αφού ασχολούνται με όλους όσοι χρειάζονται στήριξη, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, φύλου, και παλεύουν για αξίες και κοινωνικά αγαθά που αφορούν στη κοινωνία, ως σύνολο.
Βάσει του «Είμαστε όλοι Πολίτες», γίνεται σαφές ότι το να εκπροσωπείται ολόκληρος ο χώρος της Κοινωνίας Πολιτών από τους συνδικαλιστές είναι τουλάχιστον ανεπαρκές κι αντιδημοκρατικό, αν όχι απαράδεκτο. Φυσικά και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ανήκουν δικαιωματικά στην Κοινωνία Πολιτών. Σε καμία περίπτωση όμως, δεν μπορούν να είναι αυτές οι μόνοι εκπρόσωποι του χώρου, είτε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (Ε.Ο.Κ.Ε.), είτε στα υπουργεία, είτε στη διαβούλευση η οποία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της συμμετοχικής δημοκρατίας, αφού δίνει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να εκφράστουν επί ίσοις όροις.
Η Οργανωμένη Κοινωνία Πολιτών υποχρεούται να διεκδικήσει και να τιμήσει το ρόλο της, ο οποίος ήδη έχει θεσμικά προσδιοριστεί από την Ε.Ε. ώστε να παράγει, με φθηνότερο κόστος, αγαθά και υπηρεσίες φιλικά προς τον πολίτη, μέσα από την κοινωνική οικονομία. Αυτά που ανακαλύπτονται στην Ελλάδα και ακούγονται ως νεωτερισμοί, στις υπόλοιπες χώρες της αναπτυγμένης Ευρώπης λειτουργούν και αποδίδουν εδώ και είκοσι χρόνια τουλάχιστον. Στη Γαλλία για παράδειγμα, το 40% των υπηρεσιών υγείας παρέχονται από την κοινωνική οικονομία, μέσω χρηματοδοτήσεων του Ε.Κ.Τ., και τις Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών μέσω συμπράξεων.
Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Ε.Κ.Τ.), το οποίο χρηματοδοτεί τις δομές κοινωνικής αλληλεγγύης μέσω των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών, θεσπίστηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στόχος είναι η εφαρμογή της συνθήκης της Λισαβόνας και η καταπολέμηση της φτώχειας, η στήριξη των κοινωνικά ευπαθών και μη προνομιούχων ομάδων. Το μόνο βέβαιο είναι ότι δε θεσπίστηκε για χάρη της γραφειοκρατικής ελίτ και των προνομιούχων, αλλά για όσους χρειάζονται κάθε είδους στήριξη. Μη προνομιούχες ομάδες που πρέπει να πάρουν το μερίδιο που τους ανήκει παγκόσμια, ηθικά και κοινωνικά.
Ευκαιριακές συμπράξεις, κοινοπραξίες, αναπτυξιακές εταιρείες και συνεταιρισμοί
Μια οργανωμένη σύμπραξη, η οποία μπορεί να καλύπτει τα βασικά της έξοδα, μπορεί να ενεργοποιήσει ανεκμετάλλευτους πόρους. Παραδείγματος χάρη, να χρησιμοποιήσει ανενεργά κτίρια του δημοσίου ή των δήμων, να απαλλάξει την τοπική αυτοδιοίκηση από ένα κόστος που έχει για κοινωνικές υπηρεσίες, όπως να πληρώνει δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι δεν είναι πάντα αποτελεσματικοί κ.ο.κ. Στην πράξη, έχει αποδειχτεί ότι το πρόγραμμα «βοήθεια στο σπίτι» (Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία) μπορεί να προσφέρει το ίδιο επίπεδο υπηρεσιών που προσφέρει και ένας δήμος, με τη διαφορά ότι το λειτουργικό κόστος είναι σαφώς χαμηλότερο.
Οι κοινωνικές αναπτυξιακές συμπράξεις έρχονται να καλύψουν μια ανάγκη προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, να δημιουργήσουν δηλαδή περισσότερες θέσεις εργασίας. Αυτό συμβαίνει όταν οι πόροι διανέμονται δίκαια και δημιουργούνται αναπτυξιακές δυνατότητες και μεγαλύτερη φορολογική βάση για την συγκέντρωση φόρων. Εξοικονομούνται περισσότεροι πόροι για να επενδυθούν κάπου αλλού. Είναι προφανές ότι, όπου υπάρχει αποδοτική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων, δίδεται η δυνατότητα να αναπτυχθούν νέοι τομείς και νέες πρωτοβουλίες προς όφελος του πολίτη. Όταν λοιπόν γίνεται μια εξοικονόμηση σοβαρού μεγέθους πόρων, υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι για επενδύσεις και κατ’ επέκταση επενδύσεις για νέες θέσεις εργασίας.
Αυτά είναι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των αναπτυξιακών συμπράξεων των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών που η ελληνική πολιτεία αναγνώρισε βάσει του νόμου 4019/2011, κατ’ ανάγκη κι υπό πίεση.