1ο κεφάλαιο
Τι είναι η κοινωνική οικονομία;
Κοινωνική οικονομία είναι μια αλληλέγγυα οικονομία, είναι ένας άλλος χώρος οικονομικής δραστηριότητας, πέρα από την ανταγωνιστική οικονομία και μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά για το εισόδημα και την απασχόληση, για την αντιμετώπιση της ανεργίας, της δυσπραγίας και της φτώχειας.
Ως κοινωνική, δεν αναφέρεται στον κρατισμό και τις υπηρεσίες του κράτους πρόνοιας. Δεν είναι οι κρατικές επιχειρήσεις. Κοινωνική οικονομία είναι η αλληλέγγυα οικονομία με μη χρηματικές ανταλλαγές καθώς και οι κοινωνικές επιχειρήσεις κοινωφελούς σκοπού.
Η ουσία της κοινωνικής οικονομίας επικεντρώνεται στις υπαρκτές ανάγκες του παρόντος, ιδιαίτερα όσον αφορά την απασχόληση έχοντας ως αποστολή να καλύψει τούτες τις ανάγκες όπου κι αν εμφανίζονται επιστρατεύοντας μέσα όπως η αλληλεγγύη, ο εθελοντισμός και οι δωρεές.
Η άτυπη παραδοσιακή κοινωνική οικονομία της αλληλεγγύης είναι εκείνη των μη χρηματικών ανταλλαγών. Στις παραδοσιακές αγροτικές οικονομίες υπήρχε πάντοτε μία άτυπη μορφή ανταλλαγών σε είδος, εργασία και μέσα παραγωγής, που διευκόλυνε τους χωρικούς στις ανταλλαγές τους που είχαν αντικειμενικά πολύ περιορισμένα χρήματα. Αντάλλαζαν, έτσι, όχι μόνο προϊόντα, αλλά και χρόνο εργασίας μεταξύ τους.
Με άλλα λόγια, αναφερόμαστε στον -υπό ευρεία έννοια- τρίτο τομέα της Οικονομίας με τα όρια μεταξύ αυτών να μην είναι πάντοτε ευδιάκριτα. Ο πρώτος τομέας αφορά στην ιδιωτική εμπορευματική οικονομία, δηλαδή τις επιχειρήσεις που λειτουργούν με σκοπό το κέρδος. Ο δεύτερος τομέας αφορά στη δημόσια ή κρατική οικονομία, που το κράτος ή άλλες μονάδες προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες με αναδιανεμητικό χαρακτήρα.
Ο τρίτος τομέας αφορά στο ευρύ πεδίο της αλληλέγγυας οικονομίας. Είναι μια οικονομική δραστηριότητα που ξεκινάει «από κάτω». Πρόκειται κατά κύριο λόγο για μια πρωτοβουλία των πολιτών («οικονομία των πολιτών», δηλαδή από τους πολίτες και για τις ανάγκες αυτών) που δεν αποσκοπεί στο κέρδος. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια «οικονομία των “πραγματικών” αναγκών».
Ορισμένα χαρακτηριστικά της τα οποία θα μπορούσαν να αναφερθούν είναι:
- η εκούσια συμμετοχή των ατόμων και η δημοκρατική έκφρασή τους και
- η αλληλεγγύη, η οποία αναδεικνύεται από τη λειτουργία στο πλαίσιο της κοινωνίας και της κάλυψης των αναγκών των πολιτών.
Η άλλη μορφή είναι η άτυπη ή ορθότερα, εναλλακτική, αλληλέγγυα, κοινωνική οικονομία.
Η κοινωνική οικονομία είναι πολλαπλασιαστής της κοινωνικής υπευθυνότητας, απέναντι στον κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος διότι λειτουργεί ως ταμιευτήρας της αλληλεγγύης και των πόρων που προέρχονται από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, για να γίνουν επενδύσεις σε τομείς που είναι κοινωνικά αναγκαίοι, αλλά δεν προσφέρουν ισχυρό κίνητρο κέρδους για να προσελκύσουν ιδιωτικές επενδύσεις.
Στόχος της κοινωνικής οικονομίας δεν είναι η κατανάλωση ως αυτοσκοπός, αλλά η κάλυψη καταρχήν βασικών αναγκών μέσω ισοδίκαιης κατανομής των πόρων και σχέσεων αλληλεγγύης.
Ο ορισμός αυτός καλύπτει ένα ευρύ φάσμα οικονομικών δραστηριοτήτων, από τους συνεταιρισμούς μέχρι και τα δίκτυα ανταλλαγής. Σήμερα, υπάρχει η θεσμική κοινωνική οικονομία της αλληλεγγύης μέσω των κοινωνικών επιχειρήσεων του μη κερδοσκοπικού τομέα που δημιουργεί διαρκή απασχόληση και εισοδήματα για τους εργαζομένους ή τους συνεταιριζόμενους.
1.1. Η ποικιλομορφία της κοινωνικής οικονομίας
Η ιδέα της δημιουργίας δικτύων συνεργασίας μεταξύ ομάδων, κινημάτων και οργανώσεων αποτέλεσε μια σημαντική πολιτική ανακάλυψη της δεκαετίας του ’90, με σκοπό το συντονισμό και την ανταλλαγή, όχι μόνο των λύσεων και των αποτελεσμάτων αυτής, αλλά επίσης των προβλημάτων και των προκλήσεων, τις στρατηγικές και τις καθημερινές πρακτικές με βάση την ιδέα αυτή. Δημιουργήθηκαν άξονες αγώνα, ικανοί να φέρνουν κοντά το τοπικό και το παγκόσμιο, το μακροπρόθεσμο και το βραχυπρόθεσμο, την πολυμορφία και την ενότητα.
Το φαινόμενο της κοινωνικής και (από τη δεκαετία του ’80) αλληλέγγυας οικονομίας καλύπτει μια ετερογενή πραγματικότητα, η οποία αντανακλάται σε δύο τουλάχιστον κύριες προσεγγίσεις:
α) Άλλοτε αποτελεί αντικείμενο νομοθέτησης και έντονης θεσμοθέτησης (π.χ. συνεταιρισμοί, ιδρύματα, κοινωνικές επιχειρήσεις και τράπεζες), άλλοτε παραμένει στο χώρο των άτυπων αυτοοργανωνόμενων ενώσεων – δικτύων (π.χ. εναλλακτικά – παράλληλα νομίσματα, δίκτυα τοπικών ανταλλαγών).
β) Άλλοτε εκφράζεται μέσα από έντονο κρατοτροπισμό (κρατοστρέφεια) και άλλοτε μέσα από πρωτοβουλίες των πολιτών, με ισχυρά τα στοιχεία της οικονομικής αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης (οικονομία των πολιτών).
Δύσκολα, λοιπόν, βρίσκεται ένας κοινός παρανομαστής αυτών των διαφορετικών και ποικιλόμορφων πραγματικοτήτων, που τείνουν να συνδιαμορφώσουν μία νέα πολιτοφροσύνη.
Η πολυμορφία του φαινομένου έχει δημιουργήσει συνθήκες που επιτρέπουν την «εκμετάλλευση» του θεσμικού οπλοστασίου της κοινωνικής οικονομίας στην κατεύθυνση της ενσωμάτωσής της στα σημερινά δεδομένα, με δύο μοχλούς:
α) την αγορά και τα παρελκόμενά της (τεχνικότητα στη λειτουργία και τη λήψη των αποφάσεων, ιδιωτικό χρηματοδοτικό πλαίσιο),
β) και το κράτος (μέσω της θεσμοποίησης του τρίτου τομέα και της μετακύλισης τομέων κρατικής ευθύνης, όπως η κοινωνική πολιτική.
Ωστόσο, αυτή η μετάλλαξη συνοδεύεται κι από νομική τεχνική πολυπλοκότητα που δυσκολεύει την εξακρίβωση της διατήρησης των κανόνων βάσει των οποίων διαφοροποιούνται αυτές τις οργανώσεις από επιχειρήσεις άλλης μορφής.
1.2. Συντελεστές και φορείς της κοινωνικής οικονομίας
Επειδή η κοινωνική οικονομία αναγνωρίζεται ως μια πραγματικότητα από την «ομοσπονδιακή» Ευρώπη και ενισχύεται οικονομικά για την ανάπτυξή της με συγκεκριμένα προγράμματα και επιδοτήσεις -όπως γίνεται βέβαια και στον ιδιωτικό τομέα- υπάρχουν και οι εθνικοκεντρικές δυνάμεις του πολιτικού συστήματος που την αντιμετωπίζουν εχθρικά.
Αυτοί είναι, οι κρατιστές και οι λαϊκιστές οι οποίοι αντιστρατεύονται την κοινωνική οικονομία διότι τη θεωρούν ότι υποκαθιστά το κράτος πρόνοιας και ότι η ενίσχυσή της μειώνει το μέγεθος των προνομίων των δημοσίων υπαλλήλων.
Άλλοι πιο φιλελεύθεροι και καιροσκόποι δέχονται θετικά την ενίσχυση της κοινωνικής οικονομίας αλλά υπό τον έλεγχο των ιδιωτικών επιχειρήσεων και πολλές φορές ως παρακλάδι μεγάλων επιχειρήσεων.
Αυτά συμβαίνουν διότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις συνήθως ως μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί έχουν το προνόμιο των κοινοτικών επιχορηγήσεων ή το προνόμιο του αφορολόγητου κύκλου εργασιών.
Έτσι, ξεκινά και εξελίσσεται η λαθροχειρία στο όνομα της κοινωνικής οικονομίας -με διασταλτικές ερμηνείες για τους σκοπούς της- από γραφειοκράτες σε θέσεις-κλειδιά και «επιχειρηματίες» που στήνουν επιχειρήσεις με σκοπό την εφαρμογή των συγκεκριμένων κοινοτικών πόρων.
Κι αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών είναι κατακερματισμένες, ασυντόνιστες και μέσα στην άγνοια και τη σύγχυση για το θεσμικό πλαίσιο της Ευρώπης. Φυσικά, οι συνθήκες αυτές ευνοούν τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ, που θέλουν να ελέγχουν κι αυτό το χώρο που ανάμεσά τους βρίσκονται ιδρύματα τραπεζών και επιχειρηματικών ομίλων.
Για να διαυγάσουμε, λοιπόν, τι είναι και τι δεν είναι κοινωνική οικονομία, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιος είναι ο σκοπός, ποιοι οι συντελεστές, ποιες μορφές κοινωνικών επιχειρήσεων εξυπηρετούν αυτό το σκοπό και ποιοι μπορεί να είναι οι συμπράττοντες.
Καταρχήν, συμπράττοντες μπορεί να είναι όλοι. Το κράτος, οι δήμοι, οι επιχειρήσεις, τα επιμελητήρια και οι συνδικαλιστές. Δεν μπορεί να είναι όμως αυτοί οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας.
Οι δήμοι μπορεί να είναι πρωταγωνιστές στην ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας. Αυτό γίνεται και συντελείται σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο όπου αναπτύσσουν δράσεις κοινωνικής οικονομίας και κοινωνικών επιχειρήσεων, προσφέροντας ουσιαστικές λύσεις στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανεργίας, όντας οι περισσότερο δημοφιλείς συγκριτικά με τους «παραδοσιακούς ρουσφετολόγους». Κλειδί προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι «Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις» με τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, επιμελητήρια, συνεταιρισμούς και τοπικές επαγγελματικές ενώσεις και σωματεία.
Οι συντελεστές ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας είναι ενδεικτικά οι εξής:
- Η τοπική αυτοδιοίκηση.
- Οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών και όλοι οι μη κερδοσκοπικοί φορείς.
- Οι συνεταιρισμοί.
- Οι χορηγοί.
- Η εκκλησία και διάφορες κοινότητες.
Η τοπική αυτοδιοίκηση ως συμπράττων εταίρος
Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχει η ανάγκη σύναψης ενός Συμφώνου συνεργασίας μεταξύ Τοπικής Αυτοδιοίκησης και οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών για την κοινωνική οικονομία το οποίο να πρεσβεύει την αντιμετώπιση της φτώχειας, των μεγάλων ανισοτήτων που χαρακτηρίζουν την κοινωνία μας, της ανεργίας ιδίως των νέων, της έλλειψης ευκαιριών, σε μια περίοδο που αφθονούν οι διαθέσιμοι υλικοί πόροι, οι τεχνολογικές δυνατότητες και οι ανθρώπινοι πόροι, από τη σκοπιά της εκπαίδευσης.
Πρακτικά, ένα τέτοιο σύμφωνο μπορεί να ξεκινήσει με την υπογραφή ενός Μνημονίου Συνεργασίας για την κοινωνική οικονομία σε τοπικό επίπεδο μεταξύ κάθε Δήμου και Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών της περιοχής. Ως στόχοι του Συμφώνου Συνεργασίας μπορούν να τεθούν η δημιουργία κοινωνικών επιχειρήσεων με συνεταιριστική ή κερδοσκοπική μορφή και βέβαια η δημιουργία ενός κέντρου παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών σε κάθε επίπεδο επιχειρηματικής, κοινωνικής και εθελοντικής δραστηριότητας, ενός «Κέντρου εξυπηρέτησης της κοινωνικής, αλληλέγγυας οικονομίας», όπου θα παρέχεται συμβουλευτική για την δια βίου μάθηση στις καλές πρακτικές και για την αντιμετώπιση της ανεργίας, με έμφαση και σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες (π.χ. μετανάστες, νέοι, γυναίκες).
Παγκόσμια Κοινωνία Πολιτών
Παγκόσμια Κοινωνία Πολιτών μπορεί να θεωρηθεί ως ένας τρίτος χώρος μεταξύ της παγκόσμιας οικονομίας, των λεγόμενων πολυεθνικών εταιρειών και του παγκόσμιου πολιτικού συστήματος, όπου επικρατούν τα κράτη-έθνη. Παρόλο που πάντα υπήρχε παγκόσμια κοινωνία πολιτών, όπως για παράδειγμα ο Ερυθρός Σταυρός, σήμερα αντιμετωπίζεται μια νέα μοναδικότητα: οι Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών που έχουν διεθνή δράση έχουν πολλαπλασιαστεί γεωμετρικά, και παρότι πολλές από αυτές δεν έχουν πολλά μέλη ή χιλιάδες εκπαιδευμένους εθελοντές, όπως ο Ερυθρός Σταυρός, παίζουν βασικό ρόλο σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι οργανώσεις αυτές έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζονται με τον αγγλικό όρο Bridging NGOs (γεφυροποιητικές οργανώσεις) και έχουν ως στόχο να σπάσουν τα τείχη και να δημιουργήσουν γέφυρες προς τον έξω κόσμο.
Εθελοντικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις
Οι συχνά αναφερόμενοι όροι όπως μη κυβερνητικές οργανώσεις, εθελοντικές οργανώσεις και οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, στην πραγματικότητα αφορούν, λίγο ως πολύ, τον ίδιο ορισμό. O γενικός όρος Μ.Κ.Ο., (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις) που χρησιμοποιείται συχνότερα λόγω ευχρηστίας του όρου, περιλαμβάνει τόσο τις «εθελοντικές οργανώσεις» όσο και τις υπόλοιπες Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών οι οποίες ασκούν κυρίως «δημιουργική λειτουργία» υπέρ της προστασίας των δικαιωμάτων ή των συλλογικών συμφερόντων που προβάλλουν και υποστηρίζουν. O όρος «εθελοντικές οργανώσεις» ή «εθελοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις» αναφέρεται ειδικότερα στην πρώτη κατηγορία μη κυβερνητικών οργανώσεων, οι οποίες ασκούν «διαχειριστική λειτουργία» στον τομέα της παροχής κοινωνικών υπηρεσιών και βασίζονται κυρίως στην παρουσία εθελοντών καθώς και την προσφορά εθελοντικής εργασίας για την υλοποίηση των δραστηριοτήτων τους.
Στον ευρωπαϊκό χώρο, ο όρος μη κυβερνητικές οργανώσεις τείνει πλέον να καλύψει το σύνολο των μη κρατικών οργανώσεων που δεν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα και επιδιώκουν κοινωνικά ή συλλογικά ωφέλιμους σκοπούς, ιδίως δε σκοπούς που σχετίζονται με την προάσπιση και προώθηση θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών είναι η εθελοντική δραστηριότητα. Ωστόσο, στο πλαίσιο του ευρύτερου τομέα των μη κυβερνητικών οργανώσεων οφείλει να γίνει διάκριση ανάμεσα στις οργανώσεις που λειτουργούν ως ομάδες αλληλοβοήθειας, παρέχοντας υπηρεσίες, διευκολύνσεις, προνόμια, κοινωνικές υπηρεσίες ή άλλα είδη υποστήριξης, στα μέλη τους ή σε τρίτους, αξιοποιώντας κατά κύριο λόγο την εθελοντική εργασία των μελών ή των υποστηρικτών τους, και στις οργανώσεις που λειτουργούν ως ομάδες εταιροβοήθειας, προβάλλοντας και υποστηρίζοντας ένα γενικότερο σκοπό ή μια κοινωνική ομάδα, όπως για παράδειγμα οι μετανάστες, με στόχο την άσκηση πίεσης για τη μεταβολή των γενικότερων υφιστάμενων δημοσίων πολιτικών και τον επηρεασμό της κοινής γνώμης προς όφελος όλων κι όχι μόνον των μελών τους.
1.3. Οι κοινωνικές συμπράξεις (Κοιν.Σ.Επ.)
Οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις είναι αστικοί συνεταιρισμοί κοινωνικού σκοπού και διαθέτουν εκ του νόμου την εμπορική ιδιότητα. Διοικούνται ισότιμα από τα μέλη τους και η λειτουργία τους βασίζεται στην επιδίωξη του συλλογικού οφέλους, ενώ το κέρδος τους προκύπτει από δράσεις που εξυπηρετούν αποκλειστικά το κοινωνικό συμφέρον. Προσφέρουν τη δυνατότητα στους ανθρώπους να εργάζονται μαζί και να συστήνουν βιώσιμες επιχειρήσεις οι οποίες δημιουργούν θέσεις εργασίας και προάγουν την ευημερία της κοινωνίας.
Υπάρχουν τρεις κατηγορίες κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων. Αυτές είναι, οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις:
α) «Ένταξης»
Στόχος τους είναι η απασχόληση ή/και η επαναδραστηριοποίηση των πολιτών που είναι αποκλεισμένοι από την αγορά εργασίας. Αυτές οι ΚΟΙΝ.Σ.ΕΠ. ουσιαστικά αφορούν στην ένταξη των ατόμων στην οικονομική και κοινωνική ζωή, τα οποία ανήκουν στις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, και πιο συγκεκριμένα: άτομα με αναπηρίες και άτομα με ψυχικές παθήσεις, εξαρτημένα ή απεξαρτημένα από ουσίες άτομα, οροθετικοί, φυλακισμένοι ή αποφυλακισμένοι, ανήλικοι παραβάτες, άνεργοι (νέοι, γυναίκες, άνω των 50 ετών), μακροχρόνια άνεργοι, αρχηγοί μονογονεϊκών οικογενειών και μέλη πολύτεκνων οικογενειών, γυναίκες θύματα κακοποίησης, μετανάστες, άτομα με θρησκευτικές ή πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, κάτοικοι απομακρυσμένων ορεινών και νησιωτικών περιοχών.
β) «Κοινωνικής Φροντίδας»
Στόχος τους είναι να καλύψουν εναλλακτικές μορφές παροχής υπηρεσιών και προϊόντων χαμηλού κόστους και υψηλής ποιότητας, έτσι ώστε να καλυφθούν βασικές ανάγκες που μέχρι σήμερα καλύπτονται με δυσκολία. Αυτές οι ΚΟΙΝ.Σ.ΕΠ. αφορούν, ουσιαστικά, στην παραγωγή και παροχή προϊόντων και υπηρεσιών κοινωνικού και προνοιακού χαρακτήρα, που απευθύνονται σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, όπως: ηλικιωμένοι, παιδιά και βρέφη, άτομα με αναπηρίες & άτομα με χρόνιες παθήσεις.
γ) «Συλλογικού & Παραγωγικού Σκοπού»
Στόχος τους είναι να προάγουν το τοπικό και συλλογικό συμφέρον, την προώθηση της απασχόλησης, την ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής και της τοπικής ή περιφερειακής ανάπτυξης. Σε αυτές, αναμένεται να δραστηριοποιηθούν περισσότεροι άνεργοι νέοι επιστήμονες οι οποίοι μπορούν να προσφέρουν τα μέγιστα στην παραγωγή προϊόντων και στην παροχή υπηρεσιών σε τομείς, όπως: ο πολιτισμός, το περιβάλλον, η οικολογία, η εκπαίδευση, οι παροχές κοινής ωφέλειας, η αξιοποίηση τοπικών προϊόντων, η διατήρηση παραδοσιακών δραστηριοτήτων και επαγγελμάτων κ.ά.
1.4. Γενικό Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας
Τα βασικά βήματα για την ίδρυση ενός συνεταιρισμού είναι η σύλληψη της ιδέας για το ποια θα είναι η δραστηριότητα της Κοιν.Σ.Επ., η έρευνα αγοράς σχετικά με τον τομέα της οικονομίας που θα λειτουργήσει, η εξεύρεση συνεταίρων, η επεξεργασία του επενδυτικού σχεδίου και του καταστατικού λειτουργίας του, η ιδρυτική συνέλευση, ο έλεγχος κατά τη σύστασή του και η εγγραφή των μελών ή του σχήματος στο Γενικό Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας.
Το Γενικό Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας είναι ένα δημόσιο βιβλίο το οποίο τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή. Στο Μητρώο εγγράφονται υποχρεωτικά οι Κοιν.Σ.Επ. Το Μητρώο τηρείται στο Τμήμα Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας της Διεύθυνσης Κοινωνικής Προστασίας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας. Η πρόσβαση σε αυτό γίνεται ατελώς από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο.