Πρόλογος

Η κοινωνική οικονομία στη προσφορά και ζήτηση εργασίας

Η μελέτη αυτή εξετάζει τη δυναμική της κοινωνικής Οικονομίας σε σχέση με την αντιμετώπιση της ανεργίας και ειδικότερα της ανεργίας των νέων ΝΕΕΤΣ στα πλαίσια του προγράμματος  social need.  

Σκοπός της μελέτης είναι να διαμορφώσει έναν οδηγό θεωρίας και πράξης που θα αξιοποιήσει την εμπειρία του συγκεκριμένου προγράμματος στο φόντο της πανευρωπαϊκής εμπειρίας του τρίτου τομέα της οικονομίας. Για αυτό το σκοπό εξετάζει την ιδιαιτερότητα της προσφοράς και  ζήτησης θέσεων  εργασίας στον τομέα των κοινωνικών επιχειρήσεων.

Προσδιορίζει το αντικείμενο και το υποκείμενο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και τις θεσμικές προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες, για  ανάπτυξη του  τρίτου τομέα της οικονομίας, με τελικό σκοπό την δημιουργία απασχόλησης και εισοδήματος.

Η ανεργία των νέων είναι ένα αυξανόμενο πρόβλημα που έχει σημαντικές μακροπρόθεσμες συνέπειες για τα άτομα, τις κοινότητες, τις οικονομίες και τις κοινωνίες. Η ουσιαστική λύση δεν μπορεί να προκύψει μόνο με παραδοσιακές πρακτικές κατάρτισης και επανακατάρτισης αλλά και με εναλλακτικές μορφές επιχειρηματικότητας που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας όπως είναι η αναδυόμενη κοινωνική οικονομία. Αυτό  είναι και το ζητούμενο  που πραγματεύεται και η παρούσα μελέτη.

Οι σχετικές  έρευνες εργατικού δυναμικού δείχνουν ότι η ανεργία των νέων έχει αυξηθεί σε όλες τις χώρες της ΕΕ από το 2008 και μετά. Το υψηλό ποσοστό ανεργίας για τους νέους και ιδιαίτερα για τους ΝΕΕΤΣ  στις μεσογειακές χώρες φθάνει το 30% και θεωρείται πλέον  διαρθρωτικό   πρόβλημα στην οικονομία της αγοράς – της προσφοράς ζήτησης  θέσεων εργασίας. 

Αντικειμενικά δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο της αυτορρύθμισης της αγοράς εργασίας, της προσφοράς και της ζήτησης. Ούτε μόνο από τον κρατικό παρεμβατισμό, ούτε από προγράμματα κατάρτισης και της υπερεξειδίκευσης.

Αυτές οι προσεγγίσεις αφορούν το 35% των νέων που μπορούν να βρουν εργασία στις επιχειρήσεις προηγμένης τεχνολογίας, δεν αφορούν τους νέους με παραδοσιακές δεξιότητες που μπορούν να εργαστούν σε χειρωνακτικές και συμβατικές υπηρεσίες, όπως: εργάτες γης, δασεργάτες,  εργατοτεχνίτες, πωλητές, οδηγοί , φύλακες, βοηθητικό νοσηλευτικό προσωπικό και κοινωνικής μέριμνας, τους σερβιτόρους καμαριέρες στα ξενοδοχεία τους ντιληβεράδες, φροντιστές τρίτης ηλικίας, παιδικών σταθμών, οικιακών βοηθών,  μικροκαλλιεργητές, βιοτέχνες τους συλλέκτες ανακυκλώσιμου υλικού.

Σ΄ αυτά και άλλα παρόμοια επαγγέλματα έντασης εργασίας μπορούν  οι ΝΕΕΤΣ να βρουν εργασία. Επιπλέον ζήτηση υπάρχει για   διαχειριστές διαδικτύου και διαχειριστές ηλεκτρονικού εμπορίου, που να χρειάζονται κάποια κατάρτιση αλλά κυρίως δεξιότητες κοινωνικής οργάνωσης.

Το πρόβλημα για αυτό το επίπεδο προσόντων των νέων   προσφοράς εργασίας είναι ότι, παρά τις ανάγκες στην πραγματική οικονομία, που ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν, έχει ελαττωθεί το επιχειρηματικό ενδιαφέρον, η ιδιωτική επιχειρηματικότητα σε τομείς έντασης εργασίας.

Παράλληλα,  έχουν στενέψει  τα περιθώρια  κέρδους  για τον εργοδότη και δεν υπάρχουν οι απαραίτητες επενδύσεις για επαρκείς θέσεις εργασίας. Ακόμη και εκεί που υπάρχουν καταγεγραμμένες ανάγκες δεν υπάρχει η ανάλογη προσφορά για κοινωνικούς λόγους.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι από το 2008 και μετά το 1/3 των μικρομεσαίων ιδιωτικών επιχειρήσεων για παράδειγμα στην Ελλάδα έχει κλείσει. Συνακόλουθα έχουν χαθεί και οι αντίστοιχες θέσεις εργασίας με  αποτέλεσμα να υπάρχουν αναξιοποίητοι φυσικοί, υλικοί και ανθρώπινοι πόροι σε αντίθεση με τις  ανάγκες για εισόδημα και εργασία που δεν καλύπτονται.

Με αυτά τα δεδομένα η ενίσχυση της ζήτησης της αγοράς εργασίας για τους ΝΕΕΤΣ περνάει σε μεγάλο βαθμό μέσα από ένα πιο σύνθετο πεδίο που έχει να κάνει με την ανάδειξη του φυσικού αντικειμένου και του επιχειρηματικού υποκειμένου, ενώ σε πολλές περιπτώσεις είναι ανάγκη να αναλάβουν επιχειρηματικές πρωτοβουλίες οι ίδιοι οι υποψήφιοι για εργασία ως συνεταιριζόμενοι (συνέταιροι) ή αυτοαπασχολούμενοι. Εδώ βρίσκεται το κρίσιμο ζήτημα της κοινωνικής καινοτομίας.

Έτσι, παράλληλα με την ανάγκη της ζήτησης εργασίας προκύπτει η ανάγκη για την προώθηση της Κοινωνικής επιχειρηματικότητας, που  προϋπόθεση για την  αξιοποίηση της είναι η αξιοποίηση και βελτιστοποίηση των ανενεργών φυσικών και ανθρώπινων πόρων.  Το παραγωγικό μοντέλο που  ενοποιεί και κινητοποιεί αυτούς τους πόρους προς χάριν των τοπικών κοινωνιών και των οικονομικά ευάλωτων ομάδων.

Η κοινωνική επιχειρηματικότητα είναι ο θεσμός που μπορεί να  αποκαταστήσει την συρρίκνωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που κλείνουν λόγω ανταγωνιστικότητας και χαμηλής κερδοφορίας μειώνοντας δραστικά το κόστος για τον καταναλωτή.

Είναι χαρακτηριστικό σήμερα ότι το κενό που υπάρχει σε ορισμένα περιφρονημένα αλλά αναγκαία επαγγέλματα όπως εργάτες γης καλύπτεται εν μέρει από τους οικονομικούς μετανάστες και την άδηλη  οικονομία. Το  πρόβλημα αυτό θα  παραμένει όσο  η κοινωνική και οικονομική οργάνωση αγνοεί κομμάτια της πραγματικής οικονομίας και ως εκ τούτου υπάρχουν ανενεργοί ανθρώπινοι πόροι.

Χρειάζεται επομένως, ένα παραδειγματικό μοντέλο της κοινωνικής οικονομίας και κοινωνικής επιχειρηματικότητας που Θα καλύψει αυτό το  έλλειμμα. Στόχος η εκπόνηση ενός στρατηγικού εγχειριδίου (αξιοποίηση της γνώσης από το έργο) που παρουσιάζει μια ολιστική προσέγγιση για τη δημιουργία απασχόλησης μέσω του τρίτου τομέα οικονομίας (Μοντέλο SOCIALNEET).

Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό η στρατηγική της κοινωνικής οικονομίας για την απασχόληση, διαφέρει ριζικά από την στρατηγική του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Η ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση (ΕΣΑ) έχει θέσει ως κατεύθυνση, ήδη από τη Συνθήκη της Ρώμης, την  πλήρη απασχόληση, η οποία αποτελούσε πάντα έναν από τους στόχους της κοινότητας (ή κοινωνίας)

Σε αυτό το πλαίσιο η  λειτουργία του,  Ευρωπαϊκού  Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ) που είναι  όργανο βοήθειας για την προώθηση της απασχόλησης και της κινητικότητας των εργαζομένων διαθέτει ειδικούς πόρους γι΄ αυτό τον σκοπό. Είναι δηλωμένος ο στόχος άλλωστε, η καταπολέμηση της μακροχρόνιας ανεργίας και της ανεργίας των νέων και ο εκσυγχρονισμός των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης.

Η στρατηγική αυτή προτείνει τη μείωση σε σημαντικό βαθμό του κόστους που προκύπτει από την πρόσληψη ενός πρόσθετου εργαζομένου, τη διευκόλυνση της μετάβασης στην ανεξάρτητη απασχόληση και τη δημιουργία μικρών επιχειρήσεων. Και επιδιώκει  την προσαρμοστικότητα: στον εκσυγχρονισμό της οργάνωσης και της ευελιξίας της εργασίας και την εφαρμογή συμβάσεων προσαρμόσιμων σε διάφορους τύπους εργασίας, την υποστήριξη προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης εντός των επιχειρήσεων προβάλλοντας την  ισότητα των ευκαιριών.

Η στρατηγική αυτή όμως, παρόλο που αναγνωρίζει θεωρητικά τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας και απασχόλησης, παραμένει εμμονικά συστηματικά και επαναλαμβανόμενα στον ίδιο τρόπο προσέγγισης. Ενώ στον πυρήνα της, κυριαρχεί το γνωστό δόγμα για το έλλειμμα δεξιοτήτων των εργαζομένων.

Για να καλυφθεί αυτό το έλλειμμα δεν χρειάζεται μόνο να γίνουν παρεμβάσεις στην παραγωγή αλλά από τους ίδιους τους εργαζόμενους, οι οποίοι οφείλουν μέσω της κατάρτισης και της διά βίου μάθησης να γίνουν «απασχολήσιμοι». Αυτή η προσέγγιση ωστόσο δεν συλλαμβάνει την αντικειμενική συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, που προκύπτει λόγω της εξέλιξης των τεχνολογιών και της απροθυμίας του ιδιωτικού κεφαλαίου να επενδύσει σε τομείς με χαμηλή κερδοφορία για τις  επιχειρήσεις. Το ίδιο  δεν προσλαμβάνει  την αδυναμία του Κράτους να επεκταθεί περεταίρω ως «επιχειρηματίας» σε κοινωνικά αναγκαίες θέσεις εργασίας.

Αναφερόμαστε σε τομείς που έχουν στόχο την άρση του οικονομικού και κοινωνικού αποκλεισμού και  σε κάθε περίπτωση δημιουργούν απασχόληση για τις κοινωνικά ευαίσθητες ομάδες. Σε αυτές τις ομάδες ανήκουν και οι ΝΕΕΤΣ Βέβαια, η παραδοχή ότι το Κράτος και η Ε.Ε  χρηματοδοτούν  πλείστα προγράμματα κατάρτισης και επαγγελματικού προσανατολισμού, δείχνει ότι το δόγμα  της αυτορρύθμισης της αγοράς εργασίας δεν λειτουργεί τουλάχιστον στην έκταση που  επιχειρείται. Αντίθετα ο συνεχής ο κρατικός παρεμβατισμός  για τη δημιουργία θέσεων εργασίας με επιδοτούμενα προγράμματα, είναι μια σοβαρή ένδειξη της ανάγκης για  θεσμική παρέμβαση πέρα από την επιχειρηματικότητα του ιδιωτικού τομέα και του κράτους.

Σε αντίθεση με το κρατικό παρεμβατισμό η στρατηγική της Κοινωνικής Οικονομίας και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας διαφέρει ακριβώς στις κινητήριες δυνάμεις που εκκινούν την επιχειρηματικότητα. Διαφέρει στην  αλληλεξάρτηση της προσφοράς και ζήτησης Εργασίας, που υπάρχει στο αντικείμενο και στο συλλογικό υποκείμενο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας  που ας σημειώσουμε, δεν διαχωρίζεται σε εργοδότες και εργαζόμενους αλλά ταυτίζεται με κοινά συμφέροντα .

Επομένως, οι κοινωνικές επιχειρήσεις λειτουργούν με ένα ιδιαίτερο τρόπο στην προσφορά και ζήτηση εργασίας. Η αλληλεπίδραση σε αυτό το δίπολο δεν καθορίζεται μονοσήμαντα από  την προσφορά και τη ζήτηση  εργασίας από τους εργαζόμενους αλλά και από τους εργοδότες. Και αυτό συμβαίνει απλούστατα ακριβώς  σε ένα συνεταιρισμό, γιατί  οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες ταυτίζονται και είναι τα ίδια πρόσωπα και έχουν αναγκαστικά τις ίδιες επιδιώξεις και οικονομικούς σκοπούς.

Στο ερώτημα ποια είναι τα πλεονεκτήματα της κοινωνικής επιχειρηματικότητας έναντι της κερδοσκοπικής οικονομίας συνοπτικά μπορούμε να απαντήσουμε:

  1. η μείωση του κόστους των συναλλαγών
  2. η αξιοποίηση ανενεργών ανθρώπινων και υλικών πόρων
  3. η αξιοποίηση του κοινωνικού κεφαλαίου των συλλογικοτήτων ως υποκειμένου της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.

Το μειωμένο κόστος παραγωγής και συναλλαγών εξασφαλίζει την βιωσιμότητα  των μικρομεσαίων επιχειρήσεων εκεί που η οικονομία του κέρδους και της αγοράς δεν έχει ενδιαφέρον για το επιχειρείν.

Οι κοινωνικές επιχειρήσεις  συμβάλλουν ακριβώς  στην αξιοποίηση ανενεργών ανθρώπινων και υλικών πόρων,  με τη συνένωση των κατακερματισμένων πόρων μικροϊδιοκτητών και με θεσμικό εργαλείο  το συνεργατισμό.

 Οι κοινωνικές επιχειρήσεις μπορούν να αξιοποιήσουν  τα  ανενεργά ακίνητα και γαίες του δημοσίου και της τοπικής αυτοδιοίκησης παρέχοντας σε αυτούς τους  ανενεργούς πόρους προς εκμετάλλευση μέσω των Συνεταιρισμών. Υπάρχει, βέβαια, ακόμη το διττό ερώτημα αφενός πώς μειώνεται το κόστος με την κοινωνική επιχειρηματικότητα και αφετέρου πως αυτό γίνεται πλεονέκτημα σε αντίθεση με την οικονομία της αγοράς;

Η συμπεριληπτική απάντηση είναι ότι, στην κοινωνική επιχειρηματικότητα  δεν υπάρχουν μεσάζοντες, ο εργοδότης και  ο καταναλωτής είναι η ίδια η τοπική κοινότητα, και επομένως στην αλυσίδα κόστους   δεν προστίθεται  στη τιμή το κέρδος των διαμεσολαβήσεων   και των πρόσθετων φόρων της εφοδιαστικής αλυσίδας. Με αυτό τον τρόπο έχουμε το μειωμένο κόστος υπέρ της κοινότητας των καταναλωτών. Υπάρχει πλήθος επιτυχημένων παραδειγμάτων συνεταιρισμών και κοινωνικών επιχειρήσεων που επιβεβαιώνουν αυτή την παραδοχή.

Ένα κορυφαίο σύγχρονο παράδειγμα τα τελευταία χρόνια είναι  οι ενεργειακές κοινότητες ( ενεργειακοί συνεταιρισμοί)  όπου παραγωγός ενέργειας είναι ο ίδιος ο καταναλωτής, με αποτέλεσμα να παράγει μόνος του το ρεύμα που καταναλώνει  και  όταν πρόκειται για ενεργειακό συμψηφισμό  μειώνει το κόστος της ενέργειας τουλάχιστον κατά 70%. Με αυτό τον τρόπο αντιμετωπίζεται προοπτικά η ενεργειακή φτώχεια αλλά και εξασφαλίζεται η ανθεκτικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε μια σειρά από τομείς.

Στη μελέτη αυτή, επισημαίνεται ότι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις της αγοράς, η Προσφορά και η Ζήτηση είναι δύο ξεχωριστές δυνάμεις που η καθεμιά τους προσδιορίζεται από διαφορετικούς παράγοντες. Από την μια μεριά είναι οι παραγωγικές επιχειρήσεις και οι έμποροι και από την άλλη οι καταναλωτές. Στη κοινωνική επιχειρηματικότητα οι μέτοχοι συνεταιριστές είναι ταυτόχρονα και καταναλωτές- ωφελούμενοι.

Το κεντρικό πρόβλημα είναι ότι  παγκοσμίως υπάρχει μειωμένη ζήτηση εργασίας από τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, σε τέτοια επίπεδα που δεν μπορεί να καλύψει ο κρατικός παρεμβατισμός για τη ζήτηση εργασίας. 

Το γεγονός αυτό  της μειωμένης ζήτησης Εργασίας πιστοποιείται  από την γενική καθήλωση των μισθών  με εξαίρεση ένα πολύ μικρό ποσοστό το 1% που εργάζεται στην υψηλή τεχνολογία.  Εάν υπήρχε επαρκής  ζήτηση σύμφωνα με το νόμο προσφοράς και ζήτησης τότε οι μισθοί θα ήταν προς άνοδο  και όχι προς την κάθοδο που βρίσκονται σήμερα.

Αναζητώντας την τόνωση της ζήτησης, η κοινωνική οικονομία παρουσιάζει το  μοντέλο και  το  πλεονέκτημα του μειωμένου κόστους για τους καταναλωτές από τη στιγμή που οι ίδιοι οι καταναλωτές και χρήστες υπηρεσιών συμμετέχουν στην κοινωνική επιχειρηματικότητα  και σε συνεταιρισμούς Καταναλωτών.

Ο συνεργατισμός, έχει ευθύνες και δεν είναι μία εύκολη επιλογή για αυτόν που έχει μάθει να εργάζεται ως μισθωτός. Είναι αναγκαία όμως επιλογή και συνειδητή πράξη για τη βελτίωση του εισοδήματος των Καταναλωτών, προσφέροντας ταυτόχρονα και νέες θέσεις εργασίας.

Ας λάβουμε υπόψη τα τρία βασικά αγαθά: ενέργεια,  διατροφή και υγεία. Σ΄ αυτούς τους τομείς υπάρχουν πετυχημένες εφαρμογές Κοινωνικών επιχειρήσεων και συνεταιρισμών που δίνουν λύσεις στο πρόβλημα και νέες θέσεις εργασίας.  Το ζήτημα είναι λοιπόν αυτές οι επιλογές  θεσμικά  να πολλαπλασιαστούν  και να αποτελέσουν τον τρίτο πυλώνα της οικονομίας της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας.