Οι συνεταιριστικές κατοικίες, είναι ένα εγχείρημα κοινωνικού προσανατολισμού που συναντάται σε Ευρώπη και Αμερική για να απαντήσει στις στεγαστικές ανάγκες, χωρίς όμως να επικεντρώνεται στην κερδοσκοπία. Η ύπαρξη τέτοιων εγχειρημάτων δεν αποτελεί καινοτομία αφού υπάρχουν ήδη από την δεκαετία του ’70 στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Ωστόσο οι συνεταιριστικές κατοικίες επανήλθαν τα τελευταία χρόνια πιο μαζικά αφού αναζητούνται εναλλακτικές λύσεις στην αρκετά επίκαιρη και ακμάζουσα στεγαστική κρίση. Τα αξιοποιήσιμα αποθέματα χώρου που χρησιμοποιούνται για το εγχείρημα είναι συνήθως κενά ή εγκαταλελειμμένα κτίρια.
Η κατοικία λοιπόν όπως την έχουμε μάθει είναι ένα προϊόν/εμπόρευμα που ανταλλάσσεται στην καπιταλιστική οικονομία, αλλά τώρα με το συνεταιρισμό παρουσιάζεται όπως πραγματικά είναι δηλαδή ένα βασικό αγαθό και κοινωνικό δικαίωμα. Η κατοικία και η γη όπου βρίσκεται η κατοικία, είτε ανήκει στο άτομο είτε την νοικιάζει αποτελεί την μεγαλύτερη επένδυση ή από τα σημαντικότερα έξοδα που έχει κάποιος αντίστοιχα, έτσι το εγχείρημα της συνεργατικής κατοικίας όπως και κάθε άλλο εγχείρημα που αφορά την κατοικία έχει τις δυσκολίες του.
Οι συνεταιριστικές κατοικίες αποτελούν πρακτικά μετοχικές εταιρίες, στις οποίες ενδέχεται να ανήκουν κατοικίες ή κάποια ακίνητη περιουσία, την οποία διαθέτουν οι ιδιοκτήτες για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των μελών τους. Οι μέτοχοι/μέλη του συνεταιρισμού κατέχουν μερίσματα της ιδιοκτήτριας εταιρίας και έχουν δικαίωμα χρήσης της περιουσίας σύμφωνα με κάποιο συμβόλαιο στο οποίο αναγράφονται οι κανόνες. Συνήθως τα μεγαλύτερα συγκροτήματα συνεταιριστικών κατοικιών εκλέγουν διοικητικό συμβούλιο και πιθανότατα απασχολούν προσωπικό για τη διαχείριση και συντήρηση των κατοικιών, οι κάτοικοι των συνεταιρισμών αποπληρώνουν το αρχικό κεφάλαιο, τα πάγια λειτουργικά έξοδα και έξοδα συντήρησης μέσω μερίσματος και μηνιαίου ενοικίου. Οι συνεταιρισμοί αυτοί ακολουθούν τις επτά αρχές του Rochdale και η μορφή τους συγκαταλέγεται σε μορφές οικονομικής δραστηριότητας με πιο ευνοϊκούς όρους.[1]
Οι συνεταιρισμοί κατοικίας αποτελούνται από τα άτομα που συσπειρώνονται για να εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή κατοικία, προσπαθούν έτσι να ανταποκριθούν στις ανάγκες των μελών τους σχετικά με την πρόσβαση στην απόκτηση μιας καλής ποιότητας κατοικίας, την ασφάλεια της κτίσης και μια ασφαλή κοινότητα για να ζήσουν. Προσφέρουν την καλύτερη δυνατή υπηρεσία σε μια δίκαιη και χαμηλότερη δυνατή τιμή.
Είναι εναλλακτικά μοντέλα συλλογικής ιδιοκτησίας και κατοικίας, αποτελούν περιπτώσεις κοινωνικών εγχειρημάτων στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ και στην Ελλάδα [2].
Ένα παράδειγμα που εστιάζει σε πρακτικές αυτοοργάνωσης, αλληλεγγύης, περιβαλλοντικής μέριμνας, διατήρησης χαμηλών επιπέδων κόστους διαβίωσης είναι αυτό του συνεταιρισμού Dreiek στη Ζυρίχη, όπου γίνεται χρήση συλλογικών διαμερισμάτων με πολλά δωμάτια και κοινούς χώρους [3].
Η κατοικία ως κοινό αγαθό[
Κάτι το οποίο είναι αφοσιωμένο σε ένα μεγαλύτερο συλλογικό σκοπό, ενώ παράλληλα παρέχει προσωπικά οφέλη στα άτομα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κοινό αγαθό. Το κίνητρο δεν είναι οικονομικό ή προσωπικό. Όπως και στα περισσότερα κοινά έτσι και εδώ η αγορά έχει περιφερειακή παρουσία. Χαρακτηριστικά των κοινών όπως η δημοκρατική συμμετοχή, η διαφάνεια, και η αμεροληψία είναι που καθιστούν τα κοινά ιδιαίτερα θελκτικά για τα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα στη σημερινή εποχή. Αυτό που είναι πολύ σημαντικό για την καθιέρωση κάποιου κοινού είναι πως η κοινότητα που θα ασχοληθεί με αυτό πρέπει να εμπλακεί με τις κοινωνικές πρακτικές της διαχείρισης ενός πόρου (πχ κατοικία) προς κοινό όφελος, αυτό ονομάζεται κοινωνείν. Τα κοινά δεν έχουν να κάνουν μόνο με τους κοινούς πόρους αλλά και με τις κοινωνικές πρακτικές και τους τρόπους και τις αξίες με τους οποίους επινοούμε να τα διαχειριστούμε.[4]
Οι συνεταιριστικές κατοικίες ανήκουν στην αλληλέγγυα οικονομία. Η αλληλέγγυα οικονομία επιδιώκει να αλλάξει όλο το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα και να προβάλει ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης, που θα βασίζεται στις αρχές της αλληλέγγυας οικονομίας. Επιδιώκει τον μετασχηματισμό του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, που δίνει προτεραιότητα στη μεγιστοποίηση του ιδιωτικού κέρδους και την τυφλή ανάπτυξη, σε ένα οικονομικό σύστημα που τοποθετεί τους ανθρώπους και το περιβάλλον στον πυρήνα του. […] Η αλληλέγγυα οικονομία επιδιώκει να αναπροσανατολίσει και να αξιοποιήσει με διαφορετικό τρόπο το κράτος, τις δημόσιες πολιτικές, το εμπόριο, την παραγωγή, τη διανομή, την κατανάλωση, τις επενδύσεις, τις δομές χρηματοδότησης, καθώς και την ιδιοκτησία, με στόχο την εξυπηρέτηση της ευημερίας των ανθρώπων και του περιβάλλοντος. Αυτό που διακρίνει το κίνημα αλληλέγγυας οικονομίας από πολλές άλλες προσπάθειες κοινωνικής αλλαγής και τα επαναστατικά κινήματα του παρελθόντος είναι ότι είναι πλουραλιστική η προσέγγισή της – αποφεύγοντας άκαμπτα σχεδιαγράμματα και την πεποίθηση σε μια ενιαία, προκαθορισμένη ορθή στρατηγική»[5]
Διεθνής κατάσταση
Το ζήτημα της κατοικίας από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έχει παρουσιαστεί ώς ένα καίριο πεδίο αντιφάσεων και συγκρούσεων. Αποτελέσματα της κρίσης ήταν η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων και σημαντική κρίση στεγαστικά δάνεια στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να αποσταθεροποιηθεί το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα που σαν ντόμινο επηρέασε και τις ευρύτερες οικονομίες. Καθώς λοιπόν τις τελευταίες δεκαετίες η πρόσβαση σε ιδιόκτητη κατοικία βασίζεται στον δανεισμό, οι αγορές κατοικίες και οι κοινωνίες έχουν γίνει ιδιαίτερα ευάλωτες στις αναταράξεις της διεθνούς οικονομίας.[6]
Η διεθνής κρίση του 2008 και οι δραματικές της συνέπειες, όπως τα εκατομμύρια νοικοκυριά τα οποία έχασαν την κατοικία τους, ανέδειξε τα κολλήματα της εντεινόμενης χρηματικοποίησης του τομέα της κατοικίας. Επίσης ανέδειξε την ανάγκη για δημόσιες στεγαστικές πολιτικές όπου επίκεντρο θα είναι το άτομο και όχι το κέρδος. Ωστόσο παρά το σοκ της κρίσης του 2008 βλέπουμε πως παρά τις προσπάθειες η κανονικότητα όπως ήταν γνωστή επιστρέφει αντί να πριμοδοτούνται διαφορετικά μοντέλα κοινωνικής κατοικίας. Το αποτέλεσμα είναι δυσκολία στις δαπάνες του νοικοκυριού (για μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού) και στην πρόσβαση σε αξιοπρεπή κατοικία.[6]
Η περίπτωση της Ελλάδας
Μετά την κατάρρευση της οικονομίας και της μακροχρόνιας ύφεσης που περνά η χώρα όλα αυτά τα χρόνια η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρά στεγαστικά προβλήματα. Στην Ελλάδα το πρόβλημα της κατοικίας έχει ταυτίστεί με τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά, την απότομη μείωση των εισοδημάτων, την ανεργία , την υπερφορολόγηση και τη φτώχεια που οδηγούν σε αδυναμία διατήρησης του επιπέδου διαβίωσης της ελληνικής κοινωνίας.[6]
Οι συνεταιριστικές κατοικίες στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχουν θετικό πρόσημο καθώς αναπτύσσεται ένα νέο θεσμικό και χρηματοδοτικό πλαίσιο που περιλαμβάνει νέες υποστηρικτικές δομές και εργαλεία. Ταυτόχρονα, διαμορφώνεται μια δυναμική ανάπτυξης φορέων της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας σε μια σειρά από παραγωγικούς κλάδους και κλάδους παροχής υπηρεσιών.[6] Η ανάπτυξη ωστόσο τέτοιων δράσεων είναι αρκετά απαιτητική ειδικά αφού σχετίζεται με το στεγαστικό τομέα όπου απαιτούνται μεγάλα κεφάλαια και προϋποθέτει τη δυνατότητα μακροχρόνιας απόσβεσης. Στην Ελλάδα, μια χώρα με λιγοστή εμπειρία και τεχνογνωσία πάνω στο αντικείμενο, η προοπτική αυτού του τομέα μπορεί να υπάρξει μονάχα με σημαντική και σταθερή δημόσια στήριξη στο πλαίσιο συνεργασιών του δημόσιου με τον κοινωνικό τομέα.[6]
Ανάπτυξη εγχειρημάτων συνεταιρισμών κατοικίας ανά τον κόσμο]
Για το δικαίωμα στην κατοικία, ο Stuart Hodkinson αναφέρει την ανάγκη δημιουργίας ενός κοινού κινήματος κατοικίας, που θα ενώσει τους ιδιοκτήτες ακινήτων, µε ή χωρίς δάνειο, τους ενοικιαστές, τους δικαιούχους κοινωνικής κατοικίας, τους καταληψίες, τους άστεγους και τους μετανάστες γύρω από µια πολιτική ατζέντα που θα διεκδικεί την παραγωγή και διαχείριση της κατοικίας έξω από το πλαίσιο των αγοραίων σχέσεων της ιδιωτικής περιουσίας, µε τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η προσβάσιµη, ασφαλής, συλλογικά ελεγχόμενη κατοικία για όλους [7].
Πολυετείς προσπάθειες συλλογικού διαλόγου γύρω από θέματα συνεταιριστικής κατοικίας και συλλογικών μοντέλων ιδιοκτησίας από συνεργαζόμενα δίκτυα ακτιβιστών παρατίθενται παρακάτω [8].
Παράδειγμα Miethauser Syndicat (Συνδικάτο Ενοικιαζόμενων Διαμερισμάτων)[
Είναι ένα δίκτυο ενοικιαζόμενων κατοικιών, που ξεκίνησε στη Γερμανία το 1992, και αποτελείται σήμερα από πολλά κτήρια που στεγάζουν σχεδόν 3.000 άτομα σε όλη τη χώρα με χαμηλό ενοίκιο.
Το δίκτυο των κατοικιών ακολουθεί ένα μοντέλο «κοινωνικής ιδιοκτησίας», αγοράζοντας κτήρια κατοικίας με προσανατολισμό την παροχή φτηνής και σταθερής κατοικίας, τα οποία κλειδώνουν και δεν μπορούν να μεταπωληθούν ή να χρησιμοποιηθούν για εμπορικούς λόγους. Το δίκτυο έχει αξιοποιήσει το δίκτυο της ΕΠΕ (Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης) και του αστικού συλλόγου και έχει διαμορφώσει ένα κυκλικό σχήμα ελέγχου: Κάθε κτήριο κατοίκων είναι μια ΕΠΕ στην οποία ανήκει η ιδιοκτησία του κτηρίου. Μέτοχοι της ιδιοκτήτριας εταιρίας είναι ο Σύλλογος των ενοικιαστών του κτηρίου και η κεντρική ΕΠΕ. Μέτοχοι της κεντρικής ΕΠΕ είναι το «Συνδικάτο», ο σύλλογος-ομπρέλα με μέλη όλους τους συλλόγους ενοικιαστών των επιμέρους κτηρίων κατοικίας.
Τα θέματα της καθημερινότητας και συντήρησης του κτηρίου διαχειρίζονται από την συνέλευση των ενοικιαστών ενώ η γενική συνέλευση αποφασίζει για θέματα στρατηγικής (επέκταση, αποδοχή νέων μελών κλπ). Η χρηματοδότηση γίνεται κυρίως με δανεισμό με ευνοϊκούς όρους από ηθικές τράπεζες, άμεσα δάνεια, crownfunding και χορηγίες υποστηρικτών. Ένα μέρος από το μηνιαίο ενοίκιο πηγαίνει σε ταμεία αλληλεγγύης.[6][9]
Παράδειγμα Milton Park housing co-op[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στη Βόρεια Αμερική βρίσκεται ο μεγαλύτερος συνεταιρισμός στέγασης Milton Park housing co-op. Ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1987 στο Μόντρεαλ, το πολυπληθέστερο πολεοδομικό συγκρότημα του Κεμπέκ στον Καναδά, όπου και εδρεύει. Πρόκειται για έναν συνεταιρισμό ο οποίος αναλαμβάνει τη συντήρηση παραδοσιακών ιστορικών κατοικιών του Μόντρεαλ παρέχοντας παράλληλα στέγαση στα μέλη του. Τα μέλη διαχειρίζονται συλλογικά τα κτίρια καταβάλλοντας ένα αντίτιμο για την προσωπική τους κατοικία. Το αντίτιμο αυτό είναι μικρό, καθώς τα λειτουργικά κόστη συντήρησης είναι μειωμένα, αφού τα μέλη του συνεταιρισμού συμμετέχουν στη διατήρηση των κτιρίων. Αυτό σημαίνει πως τα μέλη που συμμετέχουν έχουν το δικαίωμα ποιοτικής στέγασης σε τιμές χαμηλότερες από της μέσης αγοράς. Οι κοινόχρηστοι χώροι ανήκουν σε όλους και αξιοποιούνται ως τόποι διάδρασης. Σήμερα οι οικιστικές μονάδες του εγχειρήματος ανέρχονται σε 616 και στεγάζουν 1500 άτομα [12].
Όπως σε κάθε συνεταιρισμό έτσι κι εδώ τα μέλη είναι ισότιμα και οι αποφάσεις λαμβάνονται συλλογικά. Το κάθε μέλος έχει δικαίωμα ψήφου και έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αυτό το δικαίωμα στις Γενικές Συνελεύσεις που πραγματοποιούνται μία φορά το χρόνο εκλέγοντας τους διευθυντές. Οι διευθυντές θα συμμετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο που αποτελείται από πέντε μέλη τα οποία είναι υπεύθυνα για την ομαλή λειτουργία του συνεταιρισμού. Επίσης έχουν την ευθύνη της επιλογής των μελών-ενοικιαστών. Τα καθήκοντα διανέμονται στα μέλη με κριτήριο δεξιοτήτων, ενώ συγκροτούνται επιτροπές με συγκεκριμένες αρμοδιότητες η κάθε μία [13].
Αναφορικά με τους νομικούς κανόνες και τη χρηματοδότηση, όλοι οι συνεταιρισμοί στέγασης διέπονται από το νόμο περί συνεταιρισμών Οι δεκαπέντε συνεταιρισμοί και οι έξι μη κυβερνητικές οργανώσεις που συμμετέχουν στον Milton Park housing co-op έχουν χρηματοδοτηθεί από την Canada Mortage and housing corporation βάσει του άρθρου 95 του εθνικού νόμου περί κατοικιών [14].