Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ Ως ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Η κοινωνική οικονομία παρά την κυβερνητική της αναγνώριση και την προώθησή της από την Ε.Ε. τα τελευταία χρόνια παραμένει μια άγνωστη έννοια για το 98% του Ελληνικού πληθυσμού. Ακόμη και πολλοί συνεταιριστές και εμπλεκόμενοι με το χώρο αγνοούν τη γενικότερη σημασία της για το σύνολο της  οικονομία. Παραμένει άγνωστη καθώς το όλο ζήτημα είναι υποβαθμισμένο και απουσιάζει η αναγκαία ενημέρωση από μαζικά μέσα επικοινωνίας.

Πολλοί έτσι συγχέουν αυτή την έννοια της κοινωνικής οικονομίας με την φροντίδα του κράτους και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για κοινωνική μέριμνα και αλληλεγγύη προς ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες, αλλά αυτό δεν είναι κοινωνική οικονομία που περιέχει το συστατικό της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και του συνεργατισμού. Είναι κοινωνική πρόνοια του κράτους που δυστυχώς πουθενά πλέον δεν επαρκεί και ιδιαίτερα σε οικονομίες που βρίσκονται σε κρίση.

Η κοινωνική οικονομία διακρίνεται κατά βάση από το υποκείμενο της επιχειρηματικότητας, το οποίο εμπλέκεται και συμμετέχει κάθε φορά υπό την μορφή συλλογικότητας μέσα από μια κοινωνική ομάδα. Διαφορετικά η αλληλεγγύη και μόνο με την έννοια ότι  οι εύποροι προσφέρουν στους  φτωχούς δεν συνιστά κοινωνική οικονομία αλλά όπως παραδοσιακά γνωρίζουμε φιλανθρωπία.

Από την άλλη μεριά ούτε μια συνεταιριστική ομάδα ανέργων συνιστά από το καταστατικό της φορέα κοινωνικής οικονομίας, εάν η δράση της δεν έχει μετρήσιμο κοινωνικό αντίκτυπο. Εάν δεν καλύπτει με αποτελεσματικότερο τρόπο κοινωνικές ανάγκες από το κράτος.

Το γεγονός ότι κάποιοι άνεργοι μπορούν να βρουν εργασία με αυτό τον τρόπο κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά είναι σημαντικό αλλά, δεν συνιστά κατά ανάγκη κοινωνική επιχειρηματικότητα, γιατί η κοινωνική οικονομία στοχεύει σε κάτι πιο ουσιαστικό: στον περιορισμό της διαμεσολάβησης και στη μείωση του κόστους συναλλαγών.

Στοχεύει στο αμοιβαίο όφελος παραγωγού και καταναλωτή και με αυτή την έννοια ο καταναλωτής είναι και συμμέτοχος στην επιχείρηση με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους καταναλωτικούς συνεταιρισμούς. Κι αυτό προϋποθέτει κοινωνικό υποκείμενο, κοινότητες και κοινωνικό κεφάλαιο που επενδύεται σ΄ένα σχετικό εγχείρημα.

Κατά αυτό τον τρόπο μπορούν να οργανωθούν υπηρεσίες υγείας, παιδείας, ασφαλιστικά ταμεία, τουρισμός και ψυχαγωγικές εκδηλώσεις.

Έχουμε πολλά παραδείγματα, με κοινωνικά ιατρεία, κοινωνικά φροντιστήρια, και πολιτιστικούς φορείς για να κατανοήσουμε τη σημασία αυτής πρακτικής, αλλά βρισκόμαστε εντελώς στην αρχή και απέχουμε πολύ ώστε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες που έχουν προκύψει από την διόγκωση της φτώχειας και της ανεργίας.

Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι η κατ΄επάγγελμα  διαχείριση κονδυλίων του ΕΣΠΑ από ΜΚΟ και ΚΕΚ δεν αποτελούν φορείς κοινωνικής οικονομίας όπως τους «βαπτίζει» κατά περίπτωση η κρατική γραφειοκρατία.

Ο νέος νόμος 4430/16 για πρώτη φορά βάζει σε μια τάξη τα πράγματα  στο τι είναι και τι δεν είναι κοινωνική οικονομία, διαχωρίζοντας τις κοινωνικές επιχειρήσεις από το δημόσιο και την αγορά.

Το κυριότερο όμως είναι ότι προβλέπει τη θεσμοθέτηση σε δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο ώστε να είναι εφικτή και η ενιαία έκφραση του χώρου.

Έχουμε πλέον το θεσμικό εργαλείο που έλλειπε από την χώρα μας, για την ενότητα του υποκειμένου της κοινωνικής οικονομίας, αλλά οφείλουμε να κατανοήσουμε και την ιστορική ανάγκη της μετατόπισης της οικονομίας των σχέσεων και των μορφών εργασίας.

Για αυτό πρέπει να αναδείξουμε τις ανάγκες που προκύπτουν από τις ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές.