ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Η δημοκρατία και ο καπιταλισμός αντιπροσωπεύουν πολύ διαφορετικές πεποιθήσεις για την κατανομή της εξουσίας. Η δημοκρατία πιστεύει στην εντελώς ίση κατανομή πολιτικής εξουσίας, «κάθε άνθρωπος, μια ψήφος», ενώ ο καπιταλισμός πιστεύει ότι είναι καθήκον των οικονομικά ικανών να βγάλουν εκτός παιχνιδιού τον ανίκανο και να τον οδηγήσουν στην οικονομική εξαφάνιση. «Επιβίωση του ικανότερου» και ανισότητες στην αγοραστική δύναμη: Αυτή είναι η καπιταλιστική αποδοτικότητα. Άτομα και εταιρείες γίνονται αποδοτικές για να πλουτίσουν. Για να το εκφράσουμε με τη σκληρότερη διατύπωση: Ο καπιταλισμός είναι απολύτως συμβιβάσιμος με τη δουλεία. Ο αμερικανικός Νότος είχε ένα τέτοιο σύστημα πάνω από δύο αιώνες. Η δημοκρατία δεν είναι συμβιβάσιμη με τη δουλεία.

Σε μια οικονομία με γρήγορα αυξανόμενες ανισότητες, αυτή η διαφορά πεποιθήσεων για την κατανομή της εξουσίας οδηγεί σε ένα ρήγμα τεράστιων διαστάσεων . Στις δημοκρατικές-καπιταλιστικές κοινωνίες, η εξουσία προέρχεται από δύο πηγές: τον πλούτο και την πολιτική θέση. Τους τελευταίους δύο αιώνες, δύο παράγοντες επέτρεψαν να συνυπάρξουν αυτά τα δύο συστήματα εξουσίας, τα οποία βασίζονται σε αντιθετικές αρχές. Κατ’ αρχάς ήταν πάντα δυνατό να μετατρέπεται η οικονομική δύναμη σε πολιτική εξουσία και, αντιστρόφως, η πολιτική εξουσία σε οικονομική δύναμη. Λίγοι είχαν τη μια χωρίς να κερδίσουν γρήγορα και από την άλλη. Δεύτερον, το κράτος χρησιμοποιούνταν ενεργά για να μεταβάλλει τα αποτελέσματα της αγοράς και να παράγει μια πιο ίση κατανομή εισοδήματος από αυτήν την οποία θα παρήγαγε η αγορά, αν είχε αφεθεί μόνη της. Εκείνοι που έχαναν στην οικονομία της αγοράς έβλεπαν το κράτος ως θετική δύναμη , η οποία εργαζόταν για να τους κρατήσει εντός του συστήματος, όταν θα ερχόταν η εποχή του θερισμού των οικονομικών καρπών του καπιταλισμού. Χωρίς αυτές τις δύο πραγματικότητες, πιθανόν θα είχε γίνει εδώ και πολύ καιρό μεγάλος σεισμός στο ρήγμα μεταξύ δημοκρατικών και καπιταλιστικών αρχών για την κατανομή της εξουσίας.

Στο σκέλος της εξίσωσης που αφορά την κατανομή, ο καπιταλισμός μπορεί εξίσου καλά να προσαρμοστεί σε μια εντελώς εξισωτική κατανομή της αγοραστικής δύναμης (οι πάντες να έχουν το ίδιο εισόδημα) ή σε μια εντελώς άνιση κατανομή (ένα άτομο να έχει όλο το εισόδημα του έθνους και ο υπόλοιπος πληθυσμός τα αναγκαία για τη συντήρησή του). Απλώς ο καπιταλισμός θα παρήγαγε ένα διαφορετικό σύνολο προϊόντων για να ικανοποιεί διαφορετικά γούστα.

Ωστόσο, στο σκέλος της παραγωγής, ο καπιταλισμός γεννά μεγάλες ανισότητες εισοδήματος και πλούτου. Αυτό που οδηγεί την αποδοτικότητα του καπιταλισμού είναι η ανεύρεση εκείνων των ευκαιριών στην οικονομία χάρη στις οποίες μπορεί κανείς να βγάλει πολλά λεφτά. Μερικοί βρίσκουν αυτές τις ευκαιρίες και άλλοι όχι. Ανταγωνισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά να πετά κανείς κάποιους άλλους έξω από την αγορά και να εκμηδενίζει το εισόδημά τους, κατακτώντας τις ευκαιρίες τους για κέρδη. Από τη στιγμή που κάποιος κερδίζει πλούτο οι ευκαιρίες να κερδίσει περισσότερα χρήματα πολλαπλασιάζονται, αφού ο συσσωρευμένος πλούτος οδηγεί σε ευκαιρίες κερδών οι οποίες δεν υπάρχουν για εκείνους οι οποίοι δεν έχουν πλούτο.

Κοιτάζοντας το μικρό εύρος που έχει η κατανομή των ανθρώπινων ταλέντων, είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι οι οικονομίες της αγοράς θα παρήγαγαν από μόνες τους κατανομές εισοδήματος και πλούτου αρκετά ίσες ώστε να είναι συμβιβάσιμες με τη δημοκρατία. Ένα από τα μυστήρια της οικονομικής ανάλυσης είναι γιατί οι οικονομίες της αγοράς παράγουν κατανομές εισοδήματος, οι οποίες είναι τόσο πολύ ευρύτερες από τις κατανομές οποιωνδήποτε ανθρώπινων χαρακτηριστικών ή ταλέντων, που μπορούν να μετρηθούν. Η κατανομή του δείκτη ευφυϊας (IQ), για παράδειγμα είναι πολύ συμπιεσμένη σε σύγκριση με τις κατανομές του εισοδήματος ή του πλούτου. Το ανώτερο 1% του πληθυσμού έχει το 40% του συνολικού καθαρού πλούτου, αλλά με κανένα τρόπο δεν έχει το 40% του συνολικού δείκτη ευφυϊας. Είναι απλό: Δεν υπάρχουν άτομα με δείκτη ευφυϊας χίλιες φορές υψηλότερο από εκείνον άλλων ανθρώπων (αρκεί να έχει κάποιος δείκτη ευφυϊας 36% πάνω από τον μέσο όρο, για να έχει δείκτη ευφυϊας που αντιστοιχεί στο ανώτερο 1%.)

Ακόμη και όταν αρχίζουν με εξισωτικές κατανομές αγοραστικής δύναμης, οι οικονομίες της αγοράς μετατρέπουν γρήγορα τις ισότητες σε ανισότητες. Όποια κατανομή αγαθών και υπηρεσιών και αν υπάρχει αρχικά, οι εργαζόμενοι δεν θα πληρώνονται το ίδιο. Οι άνθρωποι πληρώνονται άνισα ποσά, επειδή έχουν άνισα ταλέντα, έκαναν άνισες επενδύσεις στις δεξιότητές τους, έχουν άνισα ενδιαφέροντα στο πως αφιερώνουν το χρόνο και την προσοχή τους για να κερδίζουν χρήματα, αρχίζουν από διαφορετικές θέσεις (πλούσιοι ή φτωχοί), αντιμετωπίζουν άνισες ευκαιρίες (μαύροι έναντι λευκών, άνθρωποι με διασυνδέσεις έναντι ανθρώπων χωρίς διασυνδέσεις) και –ίσως το σημαντικότερο από όλα- επειδή δεν έχουν την ίδια τύχη.

Η διαδικασία παραγωγής εισοδήματος δεν είναι προσθετική διαδικασία, στην οποία ένα πλεονέκτημα 5% στην καθεμιά από τις πλευρές των δυνατοτήτων παραγωγής εισοδήματος οδηγεί για το συγκεκριμένο άτομο σε διαφορά 10% στις αποδοχές του. Είναι πιο πολλαπλασιαστική. Ένα άτομο το οποίο είναι πάνω από το μέσο όρο κατά 10% ως προς καθένα από τα δύο χαρακτηριστικά που παράγουν εισόδημα, κερδίζει τετραπλάσιο εισόδημα (10 φορές 10 για συνολικό εισόδημα 100)από ένα άτομο το οποίο είναι πάνω από τον μέσο όρο κατά 5% ως προς καθένα από τα δύο χαρακτηριστικά (5 φορές 5 για συνολικό εισόδημα 25).

Επίσης η σχέση μεταξύ ταλέντου και αμοιβής κάθε άλλο παρά γραμμική είναι, όπως μπορούμε να δούμε στους μισθούς των αθλητών. Κάτω από ένα επίπεδο ταλέντου, το οποίο θα επέτρεπε σε κάποιον να γίνει επαγγελματίας μπασκετμπολίστας στο NBA, οι αποδοχές είναι μηδενικές. Στο σωστό επίπεδο ταλέντου, οι ελάχιστες αποδοχές είναι 150.000 δολάρια.. Αν μετρούσαμε τις διαφορές ταλέντων (πόσο γρήγορα τρέχει κανείς, πόσο ψηλά πηδάει, πόσες βολές του πετυχαίνουν) μεταξύ των περιθωριακών παικτών και των σταρ, θα βρίσκαμε ότι είναι πολύ μικρές, αλλά οι διαφορές μισθού είναι τεράστιες. Μικρές διαφορές ταλέντου επιτρέπουν στους σταρ να κυριαρχούν στο παιχνίδι.

Ενώ οι διαφορές αποδοχών μπορεί να είναι τεράστιες, είναι εγγενώς περιορισμένες, αφού όλοι έχουν εγγενώς τον ίδιο περιορισμένο αριθμό ωρών στη διάρκεια των οποίων μπορούν να δουλέψουν. Ωστόσο, ο πλούτος δεν υφίσταται τους ίσιους περιορισμούς. Δεν έχει όριο προς τα πάνω. Ο πλούτος μπορεί να γεννά πλούτο και ο προσωπικός χρόνος του ατόμου δεν περιορίζει αυτή τη διαδικασία. Μπορούν να προσληφθούν άλλοι για να αναπτύξουν τον πλούτο του εργοδότη τους. Τα πλεονεκτήματα συνδυάζονται. Με το πέρασμα του χρόνου, στις χωρίς εμπόδια αγορές, οι εισοδηματικές ανισότητες αυξάνονται. Εκείνοι που έβγαλαν λεφτά, έχουν τα λεφτά και τις επαφές για να επενδύσουν στις νέες ευκαιρίες ώστε να βγάλουν περισσότερα λεφτά.

Επίσης ο μεγάλος πλούτος δεν παράγεται μέσα από την υπομονετική διαδικασία αποταμίευσης και στη συνέχεια επανεπένδυσης στα αγοραία ποσοστά απόδοσης, την οποία περιγράφουν τα οικονομικά εγχειρίδια. Ένα άτομο που άρχισε με 100.000 δολάρια και ήταν πρόθυμο να αποταμιεύει και να επενδύει όλους τους τόκους του, θα έχει μόνον 238.801 δολάρια μετά από σαράντα χρόνια, αν λάβουμε υπόψη μας το πραγματικό επιτόκιο των τελευταίων δέκα ετών (2,2%).

Ο Μπιλ Γκέιτς, ο πλουσιότερος Αμερικανός με πλούτο 15 δισεκατομμύρια δολάρια, δεν έγινε πλούσιος αποταμιεύοντας. Έγινε πλούσιος χάρη σε ένα συνδυασμό τύχης και ταλέντου. Όπως οποιοδήποτε άλλος πολύ πλούσιος στην Αμερικάνικη ιστορία, έγινε πλούσιος, επειδή ανακάλυψε μια κατάσταση ή ήταν αρκετά τυχερός να επωφεληθεί από μια κατάσταση, ,στην οποία οι αγορές ήταν πρόθυμες να κεφαλαιοποιήσουν τα τωρινά κέρδη του με πολύ υψηλό πολλαπλασιαστή λόγω του μελλοντικού δυναμικού τους. Η Microsoft, η εταιρεία του, ήταν αρκετά τυχερή ώστε να αγοράσει ένα πρόγραμμα για προσωπικούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές από κάποια άλλη εταιρεία η οποία είχε χρεοκοπήσει, τη στιγμή ακριβώς που η IBM χρειαζόταν ένα τέτοιο σύστημα για τους νέους προσωπικούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές της. Θα καταγραφεί ως ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά λάθη στην ιστορία των ηλεκτρονικών υπολογιστών το γεγονός ότι αντί να δημιουργήσει το δικό της λειτουργικό σύστημα, που θα είχε καθυστερήσει για λίγους μήνες την εισαγωγή στην αγορά του προσωπικού υπολογιστή της IBM, αλλά πιθανόν θα της διαφύλασσε την αγορά για μεγάλο διάστημα, η IBM αγόρασε από τη Microsoft, σε μη αποκλειστική βάση, το σύστημα που είναι σήμερα γνωστό ως MS-DOS. Ο Μπιλ Γκέιτς είχε την τύχη να βρίσκεται στο σωστό μέρος με το σωστό προϊόν, αλλά θα πρέπει επίσης να πούμε ότι είχε ταλέντο και επωφελήθηκε από τις ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν. Ο μεγάλος πλούτος απαιτεί και τα δύο.

Οι καπιταλιστικές οικονομίες είναι ουσιαστικά σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, όπου κανείς πρέπει να τρέχει πολύ γρήγορα για να μένει ακίνητος: Για να σταματήσει η αύξηση της ανισότητας, απαιτείται συνεχής προσπάθεια. Ιστορικά, αφού οι οικονομίες της αγοράς δεν παρήγαγαν αρκετή οικονομική ισότητα για να είναι συμβιβάσιμες με τη δημοκρατία, όλες οι δημοκρατίες θεώρησαν αναγκαίο να <<παρεμβαίνουν>> στην αγορά με μεγάλη ποικιλία προγραμμάτων, που ήταν σχεδιασμένα για να προωθούν την ισότητα και να σταματούν την αύξηση της ανισότητας.

Κατά τον 19ο αιώνα, μετά από την υποχρεωτική, χρηματοδοτούμενη από το δημόσιο, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθιερώθηκαν φτηνά πανεπιστήμια που έδιναν υποτροφίες σε νέου από αγροτικές περιφέρεις με κρατική χρηματοδότηση προκειμένου να ειδικεύονταν στην αγροτική παραγωγή. Το Homestead Act έδωσε γη στου Αμερικανούς που ήθελαν να πάνε δυτικά, αντί να τους ζητήσει να την πληρώσουν. Οι σιδηρόδρομοι διέπονταν από ρυθμίσεις οι οποίες εμπόδιζαν τους ιδιοκτήτες τους να χρησιμοποιούν τη μονοπωλιακή δύναμή τους για να μειώνουν τα εισοδήματα των πελατών τους, που ανήκαν στη μεσαία τάξη. Αργότερα, εισάχθηκαν αντιτράστ νόμοι για να εμποδίζουν άλλους τύπους μονοπωλιακών ιδιοκτητών να ασκούν την εξουσία που τους έδινε η αγορά. Και οι δύο περιπτώσεις αφορούν καπιταλιστές της κατηγορίας <<επιβίωση του ικανότερου>>, τους οποίους συγκρατούσε συνειδητά η κυβέρνηση. Ακολούθησε ο 20ος αιώνας με τον με τον προοδευτικό φόρο εισοδήματος (οι πλούσιοι θα έπρεπε να πληρώνουν περισσότερο από ένα ίσο μερίδιο για τις κρατικές δαπάνες), τα επιδόματα ανεργίας, τα οποία θα έπρεπε να δίνονται σε εκείνους που διώχνονται από τη δουλειά τους, την κοινωνική ασφάλιση για εκείνους που είναι ηλικιωμένοι για να εργαστούν και την οικονομική βοήθεια στις χήρες και στα ορφανά (AFDC). Μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, καθιερώθηκε το GI Bill of Rights, που παρείχε δωρεάν εκπαίδευση σε μια ολόκληρη γενιά Αμερικανών ανδρών. Στη δεκαετία του 1960, είχαμε τα πολιτικά δικαιώματα, την πάλη εναντίον της φτώχειας και την πολιτική προνομιακών μέτρων υπέρ των μεινοτήτων. Κατά τη δεκαετία του 1970, καθιερώθηκαν η εθνική ασφάλιση υγείας για τους ηλικιωμένους (Medicare) και για τους φτωχούς (Medicaid). Στο τέλος όλων αυτών των προσπαθειών, οι ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να έχουν πολύ άνιση κατανομή εισοδήματος και πλούτου, αλλά πολύ πιο ίση κατανομή αγοραστικής δύναμής από εκείνη που θα υπήρχε, αν δεν είχαν αναληφθεί αυτές οι ενέργειες.

Ιστορικά, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις, και όχι η αγορά, δημιουργούν τη μεσαία τάξη. Προγράμματα, όπως το GI Bill και το Medicare, ήταν ένας τρόπος για τις δημοκρατίες να κάνουν μια πολύ σαφή δήλωση προς εκείνους που οποιαδήποτε στιγμή θα μπορούσαν να χάσουν στον ανταγωνισμό της αγοράς: Δεν έχει σημασία πόσο κακά σας μεταχειρίζεται ο καπιταλισμός, έλεγαν αυτά τα προγράμματα, η δημοκρατία είναι στο πλευρό σας. Η δημοκρατία νοιάζεται για την καπιταλιστική οικονομική ανισότητα και εργάζεται για να τη μειώνει. Ο συνδυασμός απέδωσε. Η δυνητική σύγκρουση μεταξύ καπιταλιστικής και δημοκρατικής εξουσίας δεν ξέσπασε.

Ενώ είναι πιθανόν ότι από τότε που αναδύθηκε ο καπιταλισμός υπήρξαν περίοδοι κατά τις οποίες οι οικονομικές ανισότητες αυξάνονταν ελαφρά, αυτές δεν μετρήθηκαν και είναι άγνωστες ή τουλάχιστον συζητήσιμες. Από τότε που υπάρχουν στατιστικά στοιχεία, δεν υπήρξαν άλλοι περίοδοι απότομα ανερχόμενης ανισότητας όπως η σημερινή. Κατά συνέπεια, η ταυτόχρονη ύπαρξη δύο διαφορετικών συστημάτων εξουσίας δεν δοκιμάστηκε ποτέ στη διάρκεια μιας περιόδου κατά την οποία οι γρήγορα αναπτυσσόμενες ανισότητες να είναι γνωστές και η κυβέρνηση να είναι αποφασισμένη να μην κάνει τίποτα για αυτές . Αυτή η δοκιμασία συντελείται τώρα.

Η χρησιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας για τη μείωση των ανισοτήτων, τις οποίες δημιουργεί η αγορά, είναι ισορροπία πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Αν πάρα πολύ εισόδημα αφαιρεθεί μέσω των φόρων από εκείνου οι οποίοι το κέρδισαν σύμφωνα με τους κανονισμούς του καπιταλισμού και δοθεί σε άλλους, οι οποίοι αποκτούν κατ’ αυτόν τον τρόπο εισόδημα που προέρχεται από άλλη βάση και όχι από την παραγωγική προσπάθειά τους, τα καπιταλιστικά κίνητρα παύουν να λειτουργούν. Όταν μεγαλώνει πάρα πολύ το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που πληρώνουν και σε αυτό που παίρνουν, οι επιχειρήσεις μεταφέρονται σε άλλα μέρη του πλανήτη, στα οποία δεν είναι υποχρεωμένες να πληρώνουν τόσο υψηλές κοινωνικές δαπάνες. Παρομοίως, διάφοροι εργαζόμενοι εξαφανίζονται στην παραοικονομία, στην οποία δεν πληρώνονται κοινωνικές δαπάνες και φόροι. Και οι δύο δραστηριότητες εξανεμίζουν τα φορολογικά έσοδα που είναι αναγκαία για τις δραστηριότητες αναδιανομής του εισοδήματος. Οι συντηρητικοί έχουν δίκιο όταν υποστηρίζουν ότι οι κυβερνητικές δραστηριότητες κοινωνικής πρόνοιας είναι μοσχεύματα  ασυμβίβαστα με τις ρίζες του καπιταλισμού. Δεν είναι εκπληκτικό που τα δεξιά πολιτικά κόμματα αποδέχτηκαν απρόθυμα το κράτος κοινωνικής πρόνοιας και αυτό στη βάση ότι δεν ήταν τόσο κακό όσο ο σοσιαλισμός σε πλήρη άνθηση.

Το βασικό ερώτημα είναι, φυσικά, πόση ανισότητα μπορούν να εμποδίσουν οι κυβερνήσεις, προτού τα πράγματα φτάσουν σε ακραία όρια. Σε κάποιο βαθμό, αυτό εξαρτάται από του τύπους των φόρων και των δαπανών που χρησιμοποιούνται για να περιορίζονται οι εισοδηματικές διαφορές. Περισσότεροι φόροι μπορούν να εισπραχτούν με ένα φορολογικό σύστημα το οποίο βασίζεται στην κατανάλωση και όχι στο εισόδημα, αφού έτσι εξαιρούνται οι επενδυτικές δραστηριότητες, που παίζουν κεντρικό ρόλο για την αποδοτικότητα του καπιταλισμού. Παρομοίως, περισσότεροι φόροι μπορούν να εισπραχτούν προκειμένου να χρηματοδοτηθούν προγράμματα κατάρτισης-εξειδίκευσης, χωρίς αυτό να έχει αρνητικές συνέπειες ως προς τα κίνητρα, παρά για να χρηματοδοτηθούν προγράμματα άμεσης μεταβίβασης εισοδήματος, αφού το άτομο που εκπαιδεύεται παίρνει ένα δώρο από την κυβέρνηση, αλλά θα πρέπει να εργαστεί για να επωφεληθεί από αυτό το δώρο. Αντίθετα, μεταβιβάσεις εισοδήματος επιτρέπουν στα άτομα να βγαίνουν έξω από την καπιταλιστική διαδικασία. Παίρνουν αλλά δεν συμβάλλουν.

Εμπειρικά, μεγάλα ποσά εισοδήματος αναδιανεμήθηκαν σε χώρες όπως η Σουηδία, προτού προκύψουν προβλήματα κινήτρων. Πιθανόν το κράτος κοινωνικής πρόνοιας θα μπορούσε να συνεχίσει να αναπτύσσεται για μεγάλο διάστημα στις περισσότερες χώρες, αν δεν υπήρχε το πρόβλημα των ηλικιωμένων και της «δεύτερης γενιάς», το οποίο υπογραμμίσαμε στο 5ο Κεφάλαιο. Όμως αυτά τα προβλήματα είναι πραγματικά και το κράτος κοινωνικής πρόνοιας βρίσκεται σε υποχώρηση. Στο μέλλον δεν θα υπάρχει διαμεσολαβητική δύναμη μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας. Καθώς το χάσμα μεταξύ κορυφής και βάσης διευρύνεται και το μέσον συρρικνώνεται, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα με την άνιση κοινωνικο-οικονομική δομή που δημιουργείται.

Η δημοκρατία με την έννοια της καθολικής ψήφου, είναι πολύ νέο κοινωνικό σύστημα και δεν απέδειξε ακόμη ότι είναι η «ικανότερη» διαθέσιμη πολιτική μορφή. Η έννοια της δημοκρατίας γεννήθηκε πριν από πολύ καιρό στην αρχαία Αθήνα, αλλά μέχρι τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών εφαρμοζόταν πολύ περιοριστικά. Στην αρχαία Αθήνα, η δημοκρατία δεν ίσχυε για τις γυναίκες ή για μεγάλο αριθμό ανδρών, ίσως για την πλειοψηφία, που ήταν δούλοι. Η αρχαία Αθήνα ήταν αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε σήμερα εξισωτική αριστοκρατία. Δεν ήταν αυτό που εννοούμε σήμερα όταν μιλούμε για δημοκρατία.

Ακόμα και στη Αμερική, είναι σαφές ότι οι Ιδρυτές Πατέρες δεν είχαν την πρόθεση να δώσουν στους πάντες το δικαίωμα ψήφου. Οι δούλοι και οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου και οι Ιδρυτές Πατέρες έλπιζαν ότι οι πολίτες θα έθεταν εισοδηματικές προϋποθέσεις για να έχει κανείς δικαίωμα ψήφου, αλλά στην πραγματικότητα οι Πολιτείες δεν έθεσαν ποτέ αυτές τις προϋποθέσεις. Για να υπάρξει καθολική δημοκρατία, χρειάστηκε να γίνει ένας εμφύλιος πόλεμος, που έβαλε τέλος στη δουλεία και να υιοθετηθεί μια συνταγματική τροπολογία που έδωσε στις γυναίκες το δικαίωμα ψήφου. Η γαλλική επανάσταση έγινε σχεδόν ταυτοχρόνως με την αμερικανική επανάσταση, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, όπου η γη είχε μεγάλη αξία και έδινε πολιτική δύναμη, η δημοκρατία άρχισε να λειτουργεί πολύ αργότερα –συχνά όχι νωρίτερα από το τέλος του 19ου αιώνα- και το καθολικό δικαίωμα ψήφου είναι πολύ πρόσφατο φαινόμενο.

Ζώντας με την ανισότητα

Ιστορικά, μερικές πολύ επιτυχημένες κοινωνίες επιβίωσαν επί χιλιετίες με τεράστιες ανισότητες στην κατανομή των οικονομικών πόρων: η αρχαία Αίγυπτος, η αυτοκρατορική Ρώμη, η κλασική Κίνα, οι Ίνκας, οι Αζτέκοι. Όμως, όλες αυτές οι κοινωνίες είχαν πολιτικές και κοινωνικές ιδεολογίες που συνταίριαζαν με τις οικονομικές πραγματικότητές τους. Κανένας δεν πίστευε στη ισότητα σε οποιαδήποτε έννοια: θεωρητική, πολιτική, κοινωνική, οικονομική. Στην αρχαία Αίγυπτο και στη Ρώμη, η επίσημη ιδεολογία υποστήριζε το πολύ άνισο μοίρασμα της εξουσίας και των οικονομικών ανταμοιβών. Στην αρχαία Ρώμη, μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήταν δούλοι και η επίσημη ιδεολογία υποστήριζε ότι η δουλεία ήταν καλή για εκείνους που είχαν δουλική νοοτροπία. Αφού το τι είναι δίκαιο καθορίζεται μέσα από μια κοινωνική διαδικασία στη οποία οι συγκριτικές και κανονιστικές ομάδες αναφοράς παίζουν κεντρικό ρόλο στον καθορισμό αυτού που οι άνθρωποι θεωρούν άδικο, τα αρχαία περιβάλλοντα έκαναν τη δουλεία να φαίνεται δίκαιη τόσο σε μεγάλους στοχαστές, όπως ο Αριστοτέλης, όσο και στους δούλους οι οποίοι αναστρέφονταν σε αυτές τις κοινωνίες. Στην πολιτική σφαίρα και στην οικονομική σφαίρα επικρατούσε η πεποίθηση των συμβατών ανισοτήτων.

Αντίθετα, ο καπιταλισμός και η δημοκρατία είναι πολύ ασύμβατα συστήματα όσον αφορά τις απόψεις των υποστηρικτών τους για τη σωστή κατανομή εξουσίας. Οι δημοκρατίες έχουν πρόβλημα με την ανερχόμενη κοινωνική ανισότητα, ακριβώς επειδή κυριαρχεί σ’ αυτές η πίστη στην πολιτική ψήφο – «κάθε άνθρωπος, μια ψήφος».Η δημοκρατία αφορά πεποιθήσεις και ομάδες αναφοράς που δεν είναι συμβιβάσιμες με μεγάλες ανισότητες. Από την άλλη, ο καπιταλισμός δυσκολεύεται να υπερασπιστεί τις ανισότητες που γεννά, προβάλλοντας ένα σύνολο αντιθετικών πεποιθήσεων σχετικά με το γιατί αυτές οι ανισότητες είναι σωστές και δίκαιες.

Ο καπιταλισμός μπορεί να υποστηρίζει ότι η οικονομική διαδικασία είναι δίκαιη, αλλά είναι υποχρεωμένος να αγνοεί την «ορθότητα» ή τον «δίκαιο χαρακτήρα» οποιασδήποτε συγκεκριμένης έκβασης. Όμως, αν κάποιος πιστεύει ότι η έκβαση της διαδικασίας είναι άδικη και ψάχνει δικαιολογίες για να μην αποδεχτεί το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, είναι πάντοτε δυνατό να βρει κάποιο μέρος στο οποίο η διαδικασία δεν βρίσκεται σε συμφωνία με τις θεωρίες των ανταγωνιστικών αγορών. Κατά συνέπεια, εκείνοι που υπερασπίζονται τον καπιταλισμό ισχυρίζονται συνήθως ότι ο καπιταλισμός θα παράσχει σχεδόν στους πάντες αυξανόμενα πραγματικά εισοδήματα και μόνο μερικές φορές παραδέχονται ότι μπορεί να αναπτυχτούν ανισότητες. Δυστυχώς, όπως είδαμε στο 2ο Κεφάλαιο, αυτός ο ισχυρισμός δεν ισχύει εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια.

Οι άνθρωποι γίνονται δυστυχείς, όταν η πραγματικότητα διαψεύδει τις προσδοκίες τους (πτώση πραγματικών μισθών σε μια χώρα που προσδοκά άνοδο των πραγματικών μισθών) και όταν οι κανόνες για την επιτυχία είναι άγνωστοι και μεταβαλλόμενοι (τι πρέπει να κάνει κανείς για να αυξήσει το εισόδημά του, όταν οι πραγματικοί μισθοί πέφτουν για τους άνδρες όλων των εισοδηματικών επιπέδων;) Δυστυχώς, ο κόσμος μας είναι γεμάτος από τέτοιες αβεβαιότητες και χάσματα μεταξύ προσδοκιών και πραγματικότητας.

Η εναλλακτική λύση έναντι της κυβερνητικής παρέμβασης στην αγορά υπέρ εκείνων που χάνουν είναι να οδηγηθούν εκτός κοινωνίας οι οικονομικά αδύναμοι. Ένας οικονομολόγος του 19ου αιώνα, ο Χέρμπερτ Σπένσερ, διατύπωσε μια έννοια την οποία αποκάλεσε επιβίωση του ικανότερου καπιταλισμού (φράση την οποία δανείστηκε τελικά ο Δαρβίνος για να τη χρησιμοποιήσει στις εξηγήσεις του για την εξέλιξη). Ο Σπένσερ ότι ήταν καθήκον των οικονομικά ισχυρών να εξαφανίσουν τους οικονομικά αδύναμους. Αυτό ήταν στην πραγματικότητα το μυστικό της δύναμης του καπιταλισμού. Εξαφάνιζε τον αδύναμο. Ο Σπένσερ δημιούργησε το κίνημα της ευγονικής για να σταματήσει την αναπαραγωγή των ανίκανων, αφού αυτός ήταν ο πιο ανθρώπινος τρόπος για να γίνει κάτι που θα έκανε από μόνη της η οικονομία με πιο βίαιο τρόπο (με την πείνα). Κατά την άποψη του Σπένσερ, όλα τα διορθωτικά μέτρα κοινωνικής πρόνοιας απλώς παρέτειναν και διεύουναν την ανθρώπινη θανάσιμη αγωνία, αυξάνοντας τον πληθυσμό που θα πέθαινε από πείνα.

Το Συμβούλιο με την Αμερική είναι πολύ σπενσεριανού ύφους και προτείνει την επιστροφή στην επιβίωση του ικανότερου καπιταλισμού. Είναι, φυσικά, λιγότερο τίμιο από τον Σπένσερ και αρνείται ότι οποιοσδήποτε θα πεθάνει από πείνα. Κατά την άποψή του, δεν είναι αναγκαίο κανένα κοινωνικό δίκτυ ασφαλείας, αφού, αν καταργούνταν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, κανείς δεν θα έπεφτε από το οικονομικό τραπέζι. Αν τα άτομα υποχρεώνονταν να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα της πείνας, οι πάντες θα στρώνονταν στη δουλειά. Ο φόβος θα τους έκανε να δουλεύουν τόσο σκληρά (να κρατιούνται τόσο σφικτά από το οικονομικό τραπέζι) που δεν θα έπεφταν. Οι απόψεις του Σπένσερ ότι τα ατομικά μειονεκτήματα οδηγούν σε οικονομικές ανεπάρκειες, τις οποίες δεν μπορούν να διορθώσουν κοινωνικές δράσεις, αντανακλούνται, σήμερα σε βιβλία όπως το The Bell Curve (Η κωδωνοειδής καμπύλη). Εκείνοι που είναι στη βάση του οικονομικού συστήματος, τους αξίζει να είναι εκεί και δεν μπορούν να βοηθηθούν λόγω των προσωπικών ανεπαρκειών τους.

Στη σύγχρονη εποχή, κανείς δεν επιχείρησε καν την επιβίωση του ικανότερου καπιταλισμού για εκτεταμένη χρονική περίοδο. Το Χονγκ Κονγκ αναφέρεται συχνά ως παράδειγμα, αλλά δεν ταιριάζει. Στο Χονγκ Κονγκ, το κράτος είναι ιδιοκτήτης όλης της γης στην πόλη και πάνω από το ένα τρίτο των κατοίκων του ζουν σε δημόσιες κατοικίες. Όταν πουλιούνται αυτά τα διαμερίσματα σε οικοδομικά συγκροτήματα (και διακόσιες χιλιάδες πουλήθηκαν τα τελευταία δεκαέξι χρόνια), επιτρέπεται να τα αγοράζουν μόνον οικογένειες με εισοδήματα μικρότερα από 4.100 δολάρια, οι οποίες τα αγοράζουν στο ήμισυ των αγοραίων τιμών για παρόμοια ιδιωτικά διαμερίσματα. Εξαιρετικά σοσιαλιστικές ενέργειες, αλλά ενέργειες εκ μέρους του κράτους που λύνουν ένα πρόβλημα το οποίο θα ήταν εκρηκτικό αν αφηνόταν στην αγορά, με δοσμένο τον πληθυσμό του Χονγκ Κονγκ και την έλλειψη χώρου.

Η ιστορία μας διδάσκει επίσης ότι δεν λειτουργούν ούτε οι παραλλαγές της επιβίωσης του ικανότερου καπιταλισμού. Οι οικονομίες της ελεύθερης αγοράς, που υπήρχαν κατά τη δεκαετία του 1920, κατέρρευσαν στη διάρκεια της Μεγάλης Κρίσης και έπρεπε να τις ανοικοδομήσουν οι κυβερνήσεις. Ίσως η επιβίωση του ικανότερου καπιταλισμού μπορεί να λειτουργήσει, αλλά μέχρι τώρα κανείς δεν τα κατάφερε. Είναι επίσης καλό να θυμόμαστε ότι το κράτος κοινωνικής πρόνοιας δεν εφαρμόστηκε από σκληρούς αριστερούς. Οι μαμές του ήταν σχεδόν πάντα φωτισμένοι αριστοκράτες συντηρητικοί (Βίσμαρκ, Τσόρτσιλ, Ρούσβελτ), που υιοθέτησαν πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας για να σώσουν και όχι για να καταστρέψουν τον καπιταλισμό, προστατεύοντας τη μεσαία τάξη.

Στο τωρινό κοινωνικό σύστημά μας, η απόκτηση πολιτικής εξουσίας δεν εξασφαλίζει πλούτο και η απόκτηση πλούτου δεν εξασφαλίζει πολιτική εξουσία. Σε όλες τις κοινωνίες μεγάλης διάρκειας, η οικονομική και η πολιτική εξουσία συμβάδιζαν. Αν υπάρχει μια τέτοια αποσύνδεση, εκείνοι που έχουν την οικονομική εξουσία έχουν τη δυνατότητα να δωροδοκούν εκείνους οι οποίοι έχουν πολιτική εξουσία για να τους παραχωρήσουν τους κανόνες και τις ρυθμίσεις που χρειάζονται για να γίνουν πλουσιότεροι, και εκείνοι οι οποίοι έχουν την πολιτική εξουσία έχουν κίνητρο να εξαναγκάσουν εκείνους που διαθέτουν οικονομική δύναμη να τους κάνουν πλούσιους, ώστε να απολαμβάνουν τα ίδια υλικά επίπεδα διαβίωσης με τους φίλους τους που είναι ισχυροί στην οικονομική σφαίρα.

Ο καπιταλισμός και η δημοκρατία έζησαν μαζί ειρηνικά κατά τον 20ο αιώνα, ακριβώς επειδή εκείνο που δεν επιτρέπεται θεωρητικά έγινε στην πράξη μέσα από πολύπλοκες διαδικασίες. Απλοϊκοί συντηρητικοί υποστηρίζουν συχνά ότι το δικαίωμα ψήφου θα έπρεπε να παραχωρείται ανάλογα με τον πλούτο, ώστε να πάψουν οι φτωχοί να χρησιμοποιούν την πολιτική εξουσία για να σφετερίζονται τα περιουσιακά στοιχεία των πλουσίων. Το πρόβλημα είναι πραγματικό, αλλά δεν χρειάζεται τέτοια «ακατέργαστη» λύση. Για να διατηρούνται οι καπιταλιστικές ανισότητες, τα άνισα δικαιώματα ψήφου δεν είναι αναγκαία στις δημοκρατίες, αφού δεν χρησιμοποιούν όλοι το δικαίωμα ψήφου που έχουν και η πολιτική επιρροή εξαρτάται όχι μόνον από τις ψήφους, αλλά και από τις οικονομικές εισφορές για τις εκλογικές εκστρατείες.

Δεν είναι τυχαίο που οι καπιταλιστικές κοινωνίες οικοδόμησαν πολιτικά συστήματα στα οποία ο οικονομικός πλούτος μπορεί να μεταφραστεί σε πολιτική εξουσία. Σήμερα, αυτή η πραγματικότητα εκδηλώνεται στις οικονομικές εισφορές για εκλογικές εκστρατείες, με τις οποίες ειδικές ομάδες συμφερόντων (εκείνοι που έχουν οικονομική δύναμη)αγοράζουν πολιτική επιρροή και στη Γερουσία των ΗΠΑ οι περισσότεροι από τους εκατό γερουσιαστές είναι εκατομμυριούχοι. Ούτε είναι τυχαίο που η Αμερική οικοδόμησε ένα σύστημα στο οποίο δίνονται «ευκαιρίες»σε εκείνους οι οποίοι έχουν πολιτική δύναμη, αλλά δεν έχουν πλούτο, να μετατρέψουν την πολιτική δύναμή τους σε πλούτο. Σκεφτείτε τον πρόεδρο Λίντον Τζόνσον, ο οποίος έγινε πλούσιος, παρά το γεγονός ότι στη διάρκεια της εργάσιμης ζωής του δούλευε στο δημόσιο με χαμηλούς μισθούς. Η, πιο πρόσφατα, δείτε τις προσπάθειες του Νιουτ Γκρίνγκριτς να μετατρέψει την πολιτική δύναμή του σε οικονομική δύναμη του μέσα από βιβλία, διαλέξεις και «μορφωτικές» δραστηριότητες, για τις οποίες υπήρχαν άνθρωποι πρόθυμοι να πληρώσουν εκατομμύρια δολάρια για προϊόντα μη δοκιμασμένης ποιότητας. Εκδοτικές εταιρίες δεν πληρώνουν σε συγγραφείς 4,5 εκατομμύρια δολάρια προκαταβολή, αν δεν είναι εξασφαλισμένη η εκδοτική επιτυχία. Οι δραστηριότητες του Γκρίνγκριτς, οι οποίες του απέφεραν εισόδημα, ήταν τόσο επιτυχείς πριν γίνει πρόεδρος στο Κονγκρέσο, ώστε οι συνάδελφοί του τον αποκαλούσαν με το υποκοριστικό New, Inc. Το μόνο του λάθος ήταν ότι έγινε πολύ ισχυρός πολιτικά πολύ γρήγορα και επομένως προσέλκυσε τον έλεγχο και τη δημόσια προσοχή, προτού ολοκληρώσει το καθήκον και γίνει πλούσιος.

Από την άποψη της οικονομικής θεωρίας, η εισφορά για μια πολιτική εκστρατεία δεν διαφέρει από ένα δώρο σε μετρητά που δίνεται σε κάποιον πολιτικό. Και τα δύο είναι ποσά χρήματος που χρειάζεται αυτό το άτομο για να πετύχει τους σκοπούς του. Η οικονομική θεωρία δεν αναγνωρίζει τη διαφορά και δεν θα έπρεπε να το κάνει. Μόνο το νομικό σύστημα κάνει διάκριση μεταξύ χρημάτων που δίνονται σε κάποιον πολιτικό για να διεξάγει την εκστρατεία του (νόμιμη πράξη) και χρημάτων που του δίνονται για να αγοράσει ένα φανταχτερό σπίτι (παράνομη πράξη).

Η αποσύνδεση είναι λιγότερο έντονη από ό,τι θα μπορούσε να είναι, αφού πάνω από κάποιο επίπεδο κατοχής υλικών αγαθών, ο στόχος να αποκτήσει κανείς περισσότερα χρήματα δεν είναι η μεγαλύτερη υλική κατανάλωση (υπάρχουν πολλοί που δεν θα μπορούσαν πιθανόν να καταναλώσουν τον τωρινό πλούτο τους σε όλη τη ζωή τους, εντούτοις συνεχίζουν να αφιερώνουν τη ζωή τους στο να βγάλουν περισσότερα χρήματα), αλλά η εξουσία λήψης αποφάσεων, οικονομικών ή πολιτικών. Η εξουσία είναι το υπέρτατο καταναλωτικό αγαθό. Μόνον αυτή μπορεί να επιδιωχτεί και να χρησιμοποιηθεί σε απεριόριστες ποσότητες. Σε κάποιο βαθμό, αλλά όχι ολοκληρωτικά, η εξουσία του πολιτικού μπορεί να υποκαταστήσει την έλλειψη χρημάτων και η οικονομική εξουσία του επιχειρηματία μπορεί να υποκαταστήσει την έλλειψη πολιτικής εξουσίας.

Η τάση να συμβαδίζει η μείωση του ποσοστού αυτών που ψηφίζουν με τη μείωση των εισοδημάτων αμβλύνει επίσης τη διχοτομία μεταξύ των δύο συστημάτων. Αν οι φτωχοί δεν μπορούν να οργανωθούν για να ψηφίζουν, προφανώς δεν μπορούν να οργανωθούν για να απαλλοτριώσουν τον πλούτο των πλουσίων. Στην πράξη, επειδή δεν ψηφίζουν, δεν έχουν ίση δύναμη ψήφου, παρότι το Σύνταγμα λέει ότι έχουν. Στις χώρες στις οποίες οι φτωχοί οργανώθηκαν για να ψηφίζουν σε μεγάλους αριθμούς, δεν είναι εκπληκτικό που οι κυβερνήσεις ήταν πολύ πιο δραστήριες προκειμένου να ωθήσουν προς τα πάνω τα εισοδήματα των φτωχότερων στρωμάτων και να συγκρατήσουν την αύξηση του πλούτου των πλουσιότερων στρωμάτων. Τα ευρωπαϊκά συστήματα κοινωνικής πρόνοιας είναι διαφορετικά, ακριβώς επειδή ψηφίζουν οικογένειες που αλλιώς θα είχαν χαμηλά εισοδήματα.

Επιπλέον στα κοινοβουλευτικά συστήματα, δεν χρειάζεται να είναι κανείς πλούσιος για να διεκδικήσει κάποιο αξίωμα μέσα από τις εκλογές (δεν κατεβαίνει στις εκλογές ως άτομο) και οι βουλευτές, ιδιαίτερα των αριστερών κομμάτων, σπάνια είναι πλούσιοι. Ψηφίζουν πιο εξισωτικά φορολογικά συστήματα και συστήματα αναδιανομής του εισοδήματος, αφού κάτι τέτοιο δεν συνεπάγεται ότι ψηφίζουν υψηλότερους φόρους για τους εαυτούς τους. Οι φόροι θίγουν άλλους και ταυτίζονται προσωπικά με πολύ διαφορετικές εισοδηματικές τάξεις (στα περισσότερα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα, οι πρώην δάσκαλοι είναι εξίσου πολυάριθμοι με τους δικηγόρους στο αμερικανικό Κονγκρέσο) από εκείνες με τις οποίες ταυτίζονται οι Αμερικάνοι ομόλογοί τους. Αν θέλουμε να ανακαλύψουμε για ποιο εισοδηματικό επίπεδο υπάρχουν οι περισσότερες δυνατότητες φοροδιαφυγής στον φορολογικό κώδικα της Αμερικής, δεν θα ήταν λάθος αν αρχίζαμε να ψάχνουμε τις διατάξεις που αφορούν εκείνους με εισοδήματα τα οποία βρίσκουμε τυπικά στη Γερουσία και στο Κονγκρέσο των ΗΠΑ.

Για τους Αμερικανούς που ενδιαφέρονται να διατηρήσουν τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας για τους φτωχούς, το κεντρικό ζήτημα είναι πώς να πείσουν τους φτωχούς να ψηφίζουν πολιτικούς οι οποίοι υποστηρίζουν αυτά τα προγράμματα. Δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι αν εκείνοι που επωφελούνται από ένα πρόγραμμα δεν ψηφίζουν τους πολιτικούς οι οποίοι υποστηρίζουν αυτό το πρόγραμμα, τέτοιου τύπου προγράμματα είναι τα πρώτα τα οποία περικόπτονται, όταν οι συντηρητικοί δεν φοβούνται πια το σοσιαλισμό ή τον κομουνισμό.

Το αμερικανικό σύστημα μεταβάλλεται και αυτό. Τα ηλεκτρονικά μαζικά μέσα ενημέρωσης διευκολύνουν την οικονομική εξουσία να αγοράζει πολιτική εξουσία. Όσα περισσότερα χρήματα χρειάζονται για να αγοράσει κανείς προγράμματα τηλεόρασης που είναι αναγκαία για να διεκδικήσει δημόσιο αξίωμα μέσα από τις εκλογές, τόσο μεγαλύτερο είναι το πλεονέκτημα το οποίο έχουν οι πλούσιοι όταν πρόκειται να διεκδικήσουν δημόσιο αξίωμα μέσα από εκλογές. Κανείς δεν θα σκεφτόταν καν να είναι υποψήφιος τρίτου κόμματος, αν δεν είχε τα 4 δισεκατομμύρια δολάρια του Ρος Περό. Ωστόσο, αντίστροφα, ο δημόσιος έλεγχος, τον οποίο ασκούν τα μαζικά μέσα ενημέρωσης στην ιδιωτική ζωή των πολιτικών, καθιστά όλο και πιο δύσκολο να συσσωρεύσει κανείς πλούτο, αφού καταλάβει κάποιο δημόσιο αξίωμα. Καλυμμένες δωροδοκίες, που είναι εντελώς νόμιμες 9η προκαταβολή για το βιβλίο του Γκίνγκριτς), γίνονται πολιτικά αδύνατες. Ωστόσο, όταν οι άνθρωποι βλέπουν επί ένα τόσο μεγάλο διάστημα ότι η οικονομική εξουσία αγοράζει την πολιτική εξουσία, ο κυνισμός για τη δημοκρατία, στην οποία δεν ισχύει στην πραγματικότητα το αξίωμα «κάθε άνθρωπος, μια ψήφος», θα διαβρώσει τελικά το σύστημα.

Στο κάτω κάτω, η δημοκρατία στηρίζεται στη συναίνεση, αλλά δεν τη δημιουργεί, υποθέτει ένα βαθμό συμβατότητας μεταξύ των πολιτών της, αλλά δεν λειτουργεί για να τη δημιουργήσει και λειτουργεί καλύτερα όταν δεν είναι υποχρεωμένη να κάνει επιλογές μηδενικού ή αρνητικού αθροίσματος, επειδή διαθέτει προς μοίρασμα πόρους που αυξάνονται. Όμως, οι σημερινές δημοκρατίες δεν έχουν κανένα από αυτά τα πλεονεκτήματα. Οι τεκτονικές δυνάμεις της οικονομίας υπέσκαψαν τη σταθερότητα των εισοδημάτων. Σε ένα ηλεκτρονικά διασυνδεδεμένο χωριό, αυτή η αύξηση της ανισότητας θα γίνει γνωστή και ίσως διογκωθεί, επειδή εκείνοι των οποίων τα πραγματικά εισοδήματα πέφτουν συγκρίνουν τους εαυτούς τους με τους γείτονές τους στην τηλεόραση, οι οποίοι απολαμβάνουν συνεχώς ανερχόμενα πραγματικά εισοδήματα.

Εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, οι εισοδηματικές διαφορές αυξάνονται και εδώ και πάνω από δέκα χρόνια αυτή η πραγματικότητα είναι γνωστή με βεβαιότητα. Ωστόσο, η πολιτική διαδικασία δεν υιοθέτησε ακόμη ούτε ένα πρόγραμμα για να αλλάξει αυτή την πραγματικότητα. Το πρόβλημα είναι, φυσικά, ότι οποιοδήποτε πρόγραμμα το οποίο θα μπορούσε να αποδώσει, θα έπρεπε να περιλαμβάνει τη ριζική αναδιάρθρωση της αμερικανικής οικονομίας και κοινωνίας. Απαιτούνται περισσότερα χρήματα, αλλά ένα επιθετικό πρόγραμμα επανεκπαίδευσης και επανειδίκευσης του κατώτερου 60% του εργατικού δυναμικού θα απαιτούσε μια θεμελιακή, επώδυνη αναδιάρθρωση της δημόσιας παιδείας και της επαγγελματικής κατάρτισης. Χωρίς την ύπαρξη κοινωνικού ανταγωνιστή, ο φόβος δεν θα οδηγήσει τον καπιταλισμό να ενσωματώσει τους αποκλεισμένους. Το μακροπρόθεσμο, ίδιο συμφέρον του καπιταλισμού θα έπρεπε να οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα, αλλά αυτό δεν θα γίνει.

Σε κάποιο βαθμό, η μετατόπιση κατά μήκος αυτού του ρήγματος είναι ήδη ορατή. Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1994, οι λευκοί αρένες απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ακριβώς η ομάδα που υπέστη τη μεγαλύτερη μείωση στα πραγματικά εισοδήματά της, μετατοπίστηκε μαζικά από το Δημοκρατικό στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Όμως, ό,τι και αν πιστεύει κανείς για το Συμβόλαιο με την Αμερική του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, αυτό δεν λέει απολύτως τίποτα για την πτώση των πραγματικών μισθών και πώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί αυτό το κεντρικό πρόβλημα. Κανείς μπορεί να εστιάσει την προσοχή για ένα διάστημα σε αποδιοπομπαίους τράγους: Στην ανύπαντρη μητέρα η οποία παίρνει επίδομα κοινωνικής πρόνοιας, την οποία κανένας δεν συμπαθεί, αφού σε κανέναν δεν αρέσει να είναι το κορόϊδο που πληρώνει για τα παιδιά κάποιου άλλου. Όμως, τι θα συμβεί όταν γίνει προφανές ότι η κατάργηση των προγραμμάτων πρόνοιας για τις μητέρες και των προγραμμάτων θετικής δράσης για τις μειονότητες δεν σταματά την πτώση των μισθών που παίρνουν οι λευκοί άρρενες απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης; Που θα πάει η ψήφος των εξαγριωμένων;

Το συμβόλαιο με την Αμερική μεταβιβάζει στις πολιτείες το ζήτημα «ισότητα έναντι ανισότητας». Οι πολιτείες θα πρέπει να είναι υπεύθυνες για τα συστήματα πρόνοιας και παιδείας. Όμως, οι πολιτείες είναι ακριβώς το επίπεδο διακυβέρνησης που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτό το ζήτημα. Πλούσια άτομα και εταιρείες, που δημιουργούν καλές θέσεις εργασίας με υψηλές αποδοχές, αλλά δεν θέλουν να πληρώνουν υψηλούς φόρους, μεταφέρονται σε πολιτείες οι οποίες δεν εισπράττουν τέτοιους φόρους. Οι φόροι κληρονομιάς που επιβάλλουν οι πολιτείες οδηγούν απλώς σε μια κατάσταση στην οποία το κάθε πλούσιο άτομο, προτού πεθάνει, εγκαθιστά την κατοικία του σε κάποια άλλη πολιτεία η οποία δεν επιβάλλει φόρο κληρονομιάς. Οι πολιτείες ξέρουν ότι πολλοί νέοι άνθρωποι θα καταλήξουν να δουλεύουν σε άλλες πολιτείες, έτσι είναι σπατάλη χρημάτων να τους παρέχουν εκπαίδευση υψηλής ποιότητας. Οι περικοπές στους προϋπολογισμούς για την παιδεία είναι ευκολότερες από τις πολλές άλλες περικοπές, επειδή δεν συμβαίνει τίποτα βραχυπρόθεσμα, όταν μειώνονται οι προϋπολογισμοί για την παιδεία. Το να αναθέτει στις πολιτείες το έργο δημιουργίας μεγαλύτερης ισότητας είναι σαν να λέμε να μη γίνει αυτό το έργο.

Τι συμβαίνει όταν δημοκρατικές κυβερνήσεις δεν μπορούν να δώσουν στην πλειοψηφία των ψηφοφόρων αυτό που θέλουν, απαιτούν και είχαν άλλοτε, δηλαδή ένα ανερχόμενο επίπεδο διαβίωσης; Στην προεκλογική εκστρατεία του 1992, ο υποψήφιος Κλίντον υποσχέθηκε να ασχοληθεί κυρίως με τα αμερικανικά εσωτερικά προβλήματα, έμμεση υπόσχεση ότι θα έκανε κάτι για τις αυξανόμενες ανισότητες και την πτώση των πραγματικών μισθών. Σχεδόν τέσσερα χρόνια αργότερα, η οικονομία εξακολουθεί να παράγει αυξανόμενη ανισότητα και πτώση των πραγματικών μισθών. Το 1994, η νέα ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στο Κονγκρέσο υποσχέθηκε παρομοίως να εγκαταλείψει την παγκόσμια ηγεσία και να ασχοληθεί με τα εσωτερικά προβλήματα. Όμως, και αυτή δεν είχε τίποτα να προσφέρει στους εργαζόμενους των οποίων οι μισθοί μειώνονται.

Τι συμβαίνει όταν ο Αμερικανός εργαζόμενος αντιμετωπίζει πτώση του πραγματικού επιπέδου διαβίωσης, έχει μια κυβέρνηση που δεν κάνει τίποτα για αυτό και δεν έχει κανένα πολιτικό κόμμα το οποίο έστω να υπόσχεται ότι θα κάνει κάτι για το κύριο πρόβλημά του;

Το όραμα;

Για να μη χρειάζονται να δημιουργήσουν νέους εσωτερικούς εχθρούς, σε αντικατάσταση των παλιών εξωτερικών εχθρών, ως ενοποιητική δύναμη για να ξεπεράσουν την εσωτερική διάψευση των ελπίδων, οι κοινωνίες χρειάζονται κάποιον καθολικό στόχο που για την επίτευξή του να μπορούν να εργαστούν οι πάντες για ένα καλύτερο κόσμο. Στο παρελθόν, τέτοια οράματα είχαν εκείνοι που πίστευαν στον σοσιαλισμό ή στο κράτος κοινωνικής πρόνοιας. Αυτά τα συστήματα υπόσχονταν καλύτερη ζωή σε εκείνους που ένιωθαν και ήταν αποκλεισμένοι από την κοινωνία. Αυτά τα οράματα, και όχι η επανάσταση ή η τρομοκρατία, ήταν ο δρόμος για την ενσωμάτωση στην Αμερική. Τώρα, όμως, ομάδες ενόπλων εκτροχιάζουν επιβατικά τρένα, ακριβώς επειδή ξέρουν ότι δεν υπάρχει για αυτούς κανένας δρόμος που να οδηγούσε στην ενσωμάτωσή τους. Ο παλιός δρόμος για την ενσωμάτωση χάθηκε. Ούτε ο σοσιαλισμός ούτε το κράτος κοινωνικής πρόνοιας δείχνουν κάποιον δρόμο, στον οποίο θα μπορούσαν να βαδίσουν για να οικοδομήσουν ένα καλύτερο συλλογικό μέλλον, που θα ενσωμάτωνε τους αποκλεισμένους. Ως αποτέλεσμα, ακριβώς όταν το κοινωνικό σύστημα χρειάζεται επειγόντως πολιτικά κόμματα με εντελώς νέες ιδέες, ώστε να υπάρξει συζήτηση για το πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν οι αβεβαιότητες μιας περιόδου εστιγμένης ισορροπίας, γίνονται συζητήσεις μεταξύ δεξιών κομμάτων, τα οποία θέλουν να επιστρέψουν σε ένα μυθικό παρελθόν (κάτι που δεν είναι δυνατόν, όσο και αν το επιθυμούν κάποιοι) και αριστερών κομμάτων χωρίς πρόγραμμα.

Τι νόημα έχει η δημοκρατία, όταν τα πολιτικά κόμματα δεν έχουν διαφορετικές ιδεολογικές πεποιθήσεις –διαφορετικά οράματα για τη φύση του συστήματος και για το που βρίσκεται η Γη της Επαγγελίας- έτσι ώστε να μπορούν να συζητήσουν εναλλακτικούς δρόμους για το μέλλον; Οι εκλογές μετατρέπονται σε δημοσκοπήσεις δημοτικότητας γύρω από ασήμαντα ζητήματα και εξαρτώνται από το ποιος είναι καλύτερος στην τηλεόραση. Οι άνθρωποι κατέληξαν να θεωρούν ότι οι εκλογές είναι η αντικατάσταση μιας ομάδας απατεώνων από κάποια άλλη ομάδα απατεώνων. Οι πάντες ψηφίζουν για να εξασφαλίσουν ότι η εθνοτική ομάδα τους και όχι κάποια άλλη- θα πάρει τις δημόσιες θέσεις οι οποίες μοιράζονται στους οπαδούς του κόμματος που νικά. Ψηφίζω το δικό μου στενό οικονομικό συμφέρον, χωρίς να νοιάζομαι πόσο θίγεται το δικό σου συμφέρον.

Για να λειτουργήσει η δημοκρατία, δεν μπορεί να είναι ούτε μια διαδικασία εκλογής των φίλων και συγγενών μου σε αντίθεση με τους φίλους και συγγενείς σου, ούτε μια διαδικασία στην οποία ο κάθε υποψήφιος υπόσχεται απλώς να διευθύνει το παρόν σύστημα καλύτερα από τον αντίπαλό του. Οι εκλογές δεν μπορεί να είναι μια απλή επιλογή μεταξύ μιας ομάδας των «εκτός», που υπηρετούν τους εαυτούς τους και θέλουν να γίνουν «εντός», έναντι μιας άλλης ομάδας. Η πραγματική δημοκρατία απαιτεί πραγματικές ιδεολογικές εναλλακτικές λύσεις κατά την εκλογική περίοδο, αλλιώς γίνεται άσκηση φυλετισμού, στην οποία κάποια φυλή (η κατώτερη φυλή στη σειρά ισχύος) επιλέγεται να κατηγορηθεί για τα προβλήματα της χώρας και κατόπιν να τιμωρηθεί.

Για να λειτουργήσει η δημοκρατία, χρειάζεται ένα ουτοπικό όραμα –το δρόμο για μια καλύτερη κοινωνία- ένα όραμα που να υπερβαίνει τα στενά, εγωιστικά συμφέροντα. Ιστορικά, τα δεξιά πολιτικά κόμματα υπήρξαν οι άγκυρες της κοινωνίας. Πουλούν ένα ένδοξο παρελθόν, συχνά ένα παρελθόν που δεν υπήρξε στην πραγματικότητα, αλλά ένα μυθικό παρελθόν το οποίο εξακολουθεί να είναι σημαντικό. Υποστηρίζουν τη διατήρηση των παλιών αξιών και των παλιών τρόπων λειτουργίας.

Στον Νιουτ Γκίνγκριτς αρέσει να αναφέρεται στην εποχή πριν από το 1955, «πολύ πριν πρότυπα πεποιθήσεων αντικουλτούρας, που διαπότισαν το Δημοκρατικό Κόμμα, υποτιμήσουν την οικογένεια και ευνοήσουν σταθερά εναλλακτικούς τρόπους ζωής». Στην πραγματικότητα, στη διάρκεια της ειδυλλιακής, κατ’ αυτόν, εποχής πριν από το 1955, υπήρξαν ποσοστά γεννήσεων από έφηβες τα οποί δεν ξεπεράστηκαν από τότε, το ένα τρίτο των γάμων κατέληξε σε διαζύγιο, ο φυλετικός διαχωρισμός υπήρχε παντού και ταινίες όπως Επανάσταση χωρίς αιτία και Η ζούγκλα του μαυροπίνακα ήταν της μόδας. Όμως, μπορεί να αγνοεί όλα αυτά τα πράγματα, που δεν τον βολεύουν. Τα δεξιά κόμματα μένουν ενωμένα, αφού αγαπούν ένα παρελθόν το οποίο δεν απειλεί κανέναν στο παρόν και δεν σπαταλούν πολύ χρόνο για να μιλούν για το μέλλον, αφού οποιοσδήποτε προγραμματισμός για το μέλλον γίνεται γρήγορα παράγοντας διαίρεσης. Δεν προσδοκούμε από τα συντηρητικά κόμματα να έχουν όραμα για το μέλλον. Αφήνουν το μέλλον στην αγορά. Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει.

Το έργο των αριστερών κομμάτων είναι δυσκολότερο. Πρέπει να έχουν ουτοπικό όραμα για το μέλλον, το οποίο να αποτελεί την ατμομηχανή για την αλλαγή. Συχνά τα οράματά τους είναι ανεφάρμοστα και δεν μπορούν να λειτουργήσουν, αλλά στα οράματά τους υπάρχουν στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να οικοδομηθεί μια καλύτερη κοινωνία. Η κοινωνική μηχανή δεν δουλεύει συχνά, αλλά ένα κοινωνικό όραμα για καλύτερο μέλλον είναι πάντοτε αναγκαίο. Ιστορικά, πλευρές αυτών των αριστερών οραμάτων χρησιμοποιήθηκαν συχνά από δεξιούς συντηρητικούς, όπως έκανε ο Βίσμαρκ με το δημόσιο σύστημα συντάξεων και τη δημόσια υγειονομική περίθαλψη ή ο Τσόρτσιλ με τα επιδόματα τα ανεργίας, προκειμένου να διατηρήσουν το παλιό σύστημα και να μην επιτρέψουν να ανέβουν στην εξουσία οι αριστεροί επαναστάτες.

Τα τελευταία 150 χρόνια, τα αριστερά κόμματα πουλούσαν δύο ουτοπικά οράματα: το σοσιαλισμό και το κράτος κοινωνικής πρόνοιας. Ο στόχος του σοσιαλισμού 9δημόσια ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής) ήταν να εξασφαλίσει ότι οι πάντες (και όχι μόνον οι καπιταλιστές) θα απολάμβαναν τους καρπούς της οικονομικής προόδου. Ο στόχος του κράτους κοινωνικής πρόνοιας ήταν να παράγει ένα ελάχιστο εισόδημα για εκείνους που δεν ήθελε ο καπιταλισμός (τους γέρους, τους ασθενείς, τους ανέργους). Στις ηνωμένες Πολιτείες, ο σοσιαλισμός δεν υπήρξε ποτέ κεντρικό ζήτημα στο πρόγραμμα οποιουδήποτε πολιτικού κόμματος, αλλά η ενσωμάτωση ήταν. Η αμερικανική παραλλαγή της ενσωμάτωσης εξαρτιόταν από την ακόμη ευρύτερη πρόσβαση σε φτηνή δημόσια παιδεία, τις κυβερνητικές ρυθμίσεις και τους αντιτράστ νόμους για να περιορίζουν την καπιταλιστική οικονομική δύναμη, τη θετική δράση για την ενσωμάτωση των αποκλεισμένων και τις παροχές κοινωνικής πρόνοιας για τη μεσαία τάξη.

Καμιά από τις παραδοσιακές αμερικανικές μεθόδους ενσωμάτωσης δεν λειτουργεί για τα άτομα που τώρα αποκλείονται από την παραγωγή (για εκείνους των οποίων οι πραγματικοί μισθοί πέφτουν σταδιακά). Η κατάρτιση για εξειδίκευση εκείνων που δεν έχουν κάνει κολεγιακές σπουδές είναι μέρος της απάντησης, αλλά θα έπρεπε να συνδυάζεται με αναπτυξιακές πολιτικές, οι οποίες θα δημιουργούσαν τις θέσεις εργασίας και με τις άκαμπτες αγορές εργασίας στις οποίες οι πραγματικοί μισθοί θα άρχιζαν πάλι να ανεβαίνουν. Μην ξέροντας πώς να συνδυάσει τέτοιες πολιτικές και ίσως όντας απρόθυμη να το κάνει, ακόμη και αν το ήξερε, η πολιτική Αριστερά δεν έχει τίποτα για πούλημα.

Αν τα συντηρητικά κόμματα κακοδιαχειριστούν σε σημαντικό βαθμό την πολιτική διαδικασία, αριστερά κόμματα μπορεί ακόμη να εκλέγονται, αλλά δεν έχουν τίποτα θετικό να προσφέρουν. Η Αριστερά μπορεί να υπερασπίζεται πολιτικά το κράτος πρόνοιας, αλλά οικονομικά το κράτος πρόνοιας δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς μεγάλη χειρουργική επέμβαση. Οι περικοπές των παροχών δεν είναι κάτι που η Αριστερά κάνει καλά. Ο κ. Κλίντον δεν έκανε τίποτα για αυτό κατά την πρώτη θητεία του, όταν έλεγχε το σύστημα. Πάντως, κανείς δεν κερδίζει αν παίζει συνεχώς στην άμυνα.

Σε όλο τον κόσμο, τα αριστερά πολιτικά κόμματα είναι αποθαρρημένα ή δεν συμμετέχουν στην κυβέρνηση. Στη Γερμανία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα έχει τα χαμηλότερα ποσοστά υποστήριξης τα τελευταία τριάντα έξι χρόνια, το κόμμα αυτοκαταστρέφεται από εσωτερικές διαμάχες και περιγράφεται σαν «μικρά παιδιά που παίζουν με τα κουβαδάκια τους στο σκάμμα». Στις Ηνωμένες πολιτείες, εκείνοι που κατέχουν κυβερνητικά αξιώματα αλλάζουν κόμμα, από το Δημοκρατικό στο ρεπουμπλικανικό, σε αριθμούς-ρεκόρ σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης. Οι δημοκρατικοί υπέστησαν μεγάλη ήττα το φθινόπωρο του 1994. Η ήττα είχε αναμφίβολα πολλές αιτίες, αλλά μία από αυτές ήταν η έλλειψη οράματος για το μέλλον. Δεν είχαν ούτε χάρτη που να δείχνει το δρόμο για τη Γη της Επαγγελίας ούτε καν μια περιγραφή της, ακόμη και αν μπορούσαν να βρουν το δρόμο.

Οι επιτυχημένες κοινωνίες πρέπει να ενώνονται γύρω από μια ισχυρή ιστορία με βιώσιμη ιδεολογία. Αν δεν υπάρχει καμιά ιστορία που να μπορούν να αφηγηθούν, οι ηγέτες δεν έχουν κανένα πρόγραμμα και επομένως δεν έχουν εμπιστοσύνη στους εαυτούς τους για αυτό που κάνουν. Για να είναι ενωμένη η κοινωνία, πρέπει να υπάρχει ένα ουτοπικό όραμα, το οποίο να στηρίζει κάποιους κοινούς στόχους, που για την επίτευξή τους μπορούν να εργαστούν μαζί τα μέλη της κοινωνίας. Όλες οι θρησκείες, όπως και ο κομουνισμός έχουν να αφηγηθούν μια τέτοια ιστορία. Το κυρίως ελκυστικό στοιχείο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού είναι ότι έχει να αφηγηθεί μια τέτοια ιστορία.

Όμως, ποια ιστορία λέει ο καπιταλισμός στην κοινότητα για να μείνει ενωμένη, όταν ο καπιταλισμός αρνείται σαφώς την ανάγκη κοινότητας; Ο καπιταλισμός υποδεικνύει μόνον ένα στόχο: το προσωπικό συμφέρον για τη μεγιστοποίηση της προσωπικής κατανάλωσης. Όμως, η ατομική απληστία δεν είναι στόχος που μπορεί να κρατήσει μακροπρόθεσμα ενωμένη οποιαδήποτε κοινωνία. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, μπορεί να υπάρχουν πράγματα που αν οι άνθρωποι έκαναν μαζί, θα ήταν ευκολότερο για όλους να ανεβάσουν το επίπεδο διαβίωσής τους, αλλά σε ένα σύστημα το οποίο αναγνωρίζει μόνον τα ατομικά δικαιώματα και δεν παραδέχεται καμιά κοινωνική υπευθυνότητα, δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να αναγνωριστεί αυτή η ανάγκη και να οργανωθούν αυτοί οι εξωτερικοί κοινωνικοί παράγοντες.

Χωρίς όραμα, υπάρχουν ορισμένοι τρόποι για να διατηρούνται ενωμένες οι κοινωνίες. Οι κοινωνίες μπορούν να ενωθούν αντιστεκόμενες σε κάποια εξωτερική απειλή. Επί εξήντα χρόνια, οι ιδεολογικές και στρατιωτικές απειλές αρχικά του ναζισμού και κατόπιν του κομουνισμού κράτησαν ενωμένες τις δυτικές δημοκρατίες. Η λύση των εσωτερικών προβλημάτων μπορούσε να αναβληθεί. Τώρα, όμως, δεν υπάρχει καμιά εξωτερική απειλή.

Οι κοινωνίες μπορούν να ενωθούν στη βάση της επιθυμίας για κατάκτηση: Να οικοδομήσουν μια αυτοκρατορία. Η κατάκτηση είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης και προγράμματα όπως το σχέδιο «ο άνθρωπος στη σελήνη» ήταν έμμεση μορφή κατάκτησης. Όμως, σε μια εποχή πυρηνικών όπλων, για τις μεγάλες δυνάμεις, η γεωγραφική κατάκτηση δεν αξίζει το κόστος της. Κανείς δεν φαίνεται να έχει τη φαντασία ή την ικανότητα να δημιουργήσει οτιδήποτε που θα ήταν το σημερινό ισοδύναμο του σχεδίου ο άνθρωπος στη σελήνη. Και θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ακόμη και το πρόγραμμα άνθρωπος στη σελήνη έπρεπε να πλασαριστεί ως μέρος της κούρσας του Ψυχρού Πολέμου με τους Σοβιετικούς.

Αν δεν είναι διαθέσιμο κανένα όραμα, οποιαδήποτε κοινωνία θα αναδιπλωθεί τελικά στον εθνοτισμό. Το κοινωνικό σύστημα θα διατηρείται ενωμένο στρέφοντας την οργή εναντίον κάποιας διαφορετικής και περιφρονημένης μειονότητας, που θα πρέπει να «εκκαθαριστεί» από τη χώρα. Ας εξαλειφτούν εκείνοι που έχουν διαφορετική θρησκεία, διαφορετική γλώσσα ή διαφορετική εθνοτική κληρονομιά και με κάποιο μαγικό τρόπο ο κόσμος θα είναι καλύτερος. Στην Αμερική, αυτές οι δυνάμεις εμφανίζονται ως οι δυνάμεις που στήριξαν την Πρόταση 187 στην Καλιφόρνια, την κατάργηση των προγραμμάτων πρόνοιας για μητέρες, το τέλος των προγραμμάτων στήριξης διαφόρων ομάδων στην Ουάσινγκτον και το πέταγμα των αστέγων από τους δρόμους της Νέας Υόρκης.

Αν δεν υπάρχει προωθητικό όραμα για καλύτερο μέλλον, επικρατεί η κοινωνική και οικονομική παράλυση. Χωρίς ένα μεγάλο σχέδιο, ο καθένα προσπαθεί να επιβάλλει το δικό του προσωπικό μικροσχέδιο για την αύξηση του προσωπικού εισοδήματος ή πλούτου. Αν δεν έχουν πρόγραμμα, τα πολιτικά κόμματα κατακερματίζονται και η πολιτική εξουσία μετατοπίζεται από εκείνους που θέλουν να κάνουν νέα πράγματα σε εκείνους που θέλουν να εμποδίσουν να γίνει οτιδήποτε. Οι κυβερνήσει χάνουν την ικανότητά τους να επιβάλλουν κάποιο κόστος σε ιδιαίτερες ομάδες πολιτών και να εκπληρώνουν καθήκοντα τα οποία θα έφερναν σε καλύτερη θέση τον μέσο άνθρωπο. Είναι δύσκολο ή αδύνατο να γίνονται φυλακές, υπερλεωφόροι, συνοικιακά κέντρα ανοικτής νοσηλείας ψυχασθενών, υπερταχείς σιδηρόδρομοι, εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και πολλές άλλες δημόσιες υπηρεσίες. Δεν υπάρχει κανένα όραμα κοινότητας για να ξεπεραστούν οι τοπικές αντιστάσεις. Δεν υπάρχει καμιά κοινοτική διαδικασία ώστε να μοιράζονται οι αρνητικές παρενέργειες τις οποίες επιφέρουν οι αναγκαίες δημόσιες υπηρεσίες.

Στη δημοκρατία, οποιαδήποτε ομάδα ιδιαίτερων συμφερόντων που αφορούν ένα μόνο ζήτημα, η οποία δεν θεωρεί ότι έχει υποχρεώσεις απέναντι στην κοινότητα, διαθέτει δύναμη πολύ δυσανάλογη με τον αριθμό των μελών της. Η Εθνική Ένωση Κατόχων Όπλων είναι καλό παράδειγμα. Τα μέλη της είναι μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού, σε δημοσκοπήσεις το 90% της κοινής γνώμης υποστηρίζει τον έλεγχο των όπλων, ωστόσο ο έλεγχος της οπλοφορίας είναι αδύνατος στην Αμερική. Για να καθοριστεί η έκβαση των εκλογών, αρκεί μια ομάδα ψηφοφόρων, που είναι το 10% του συνόλου και είναι πρόθυμη να ψηφίσει υπέρ ή κατά κάποιου πολιτικού για ένα συγκεκριμένο ζήτημα.

Προέκυψαν πολυάριθμες τέτοιες ομάδες, εν μέρει ως απάντηση στο πνεύμα της εποχής (δεν απόμεινε τίποτα αρκετά σημαντικό για να με κάνει να ξεχνώ το στενό συμφέρον μου) και εν μέρει μέσα από τη χρησιμοποίηση μηνυμάτων με συγκεκριμένο στόχο, που είναι δυνατά χάρη στα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Στο παρελθόν κάποιος ήταν υποχρεωμένος να απευθύνεται σε όλο το κοινό, επειδή δεν ήταν τεχνικά δυνατό να απευθύνεται σε μικρόν μόνον τμήμα του. Τώρα, όμως, είναι δυνατόν να στείλει μήνυμα μόνον σε εκείνους που θα μπορούσαν να δεχτούν με συμπάθεια το μήνυμά του. Με λίγα λόγια, είναι δυνατόν να στέλνει μήνυμα μόνον σε εκείνους που θα μπορούσαν να δεχτούν με συμπάθεια το μήνυμά του. Με λίγα λόγια, είναι δυνατόν να εξειδικεύσετε την εφημερίδα σας, τη «Δική Μου Καθημερινή», λέγοντας στον ηλεκτρονικό υπολογιστή τι είδους νέα θέλετε, έτσι ώστε να προετοιμαστεί μια εφημερίδα προσαρμοσμένη ακριβώς στις προτιμήσεις σας. Η Wall Street Journal έχει κιόλας προωθήσει την πρωτόγονη εκδοχή μιας τέτοιας εφημερίδας, που αποκαλείται Personal Journal. Από την άλλη πλευρά, αυτό θα επιτραπεί στους διαφημιστές να στέλνουν τα μηνύματά τους μόνον σε εκείνους που έχουν υποδείξει ότι βλέπουν με συμπάθεια τέτοια μηνύματα, αλλά θα επιτρέπει επίσης στους ανθρώπους να διαμορφώνουν πολύ ταχύτερα και με πολύ λιγότερο κόστος πολιτικές ομάδες ειδικών συμφερόντων γύρω από ένα ζήτημα. Κανείς δεν θα είναι υποχρεωμένος να μιλά σε όλη την ανθρωπότητα ή σε όλο το εκλογικό σώμα, εκτός και αν το θέλει και λίγοι θα το θέλουν. Απλώς είναι πολύ δαπανηρό και μεγάλη σπατάλη χρόνου να μιλά σε εκείνους που δεν συμπαθούν τις πολιτικές απόψεις σου. Αντί να προσπαθεί κανείς να γίνει πλειοψηφία, είναι πολύ καλύτερα να γίνει ισχυρή ομάδα ιδιαίτερων συμφερόντων. Όμως, το να υποχρεώνονται οι μειοψηφίες να συνομιλούν είναι ο τρόπος για να μάθουν να συμβιβάζονται και ο τρόπος με τον οποίο οι μειοψηφίες γίνονται πλειοψηφίες. Η εποχή του πολιτικού διαλόγου βρίσκεται στο τέλος της και μπροστά μας είναι μια εποχή η οποία σφραγίζεται από εκείνους που μπορούν να κινητοποιούν πιο αποτελεσματικά τα στρατεύματά τους των ειδικών συμφερόντων. Το βέτο της μειοψηφίας αντικαθιστά την ψήφο πλειοψηφίας.

Ενώ δε θα θεράπευε πλήρως το πρόβλημα, υπάρχει κάτι το οποίο είναι δυνατόν να γίνει από οικονομική άποψη, αλλά δεν γίνεται σχεδόν ποτέ στην κοινωνία μας. Όταν η κοινωνία ζητά από τα άτομα-μέλη της να αποδεχτούν το κόστος δραστηριοτήτων που βοηθούν τους πάντες (για παράδειγμα, να δεχτούν να ζουν δίπλα σε μια φυλακή), Τότε η υπόλοιπη κοινωνία θα έπρεπε να αποζημιώνει αυτά τα άτομα για το κόστος τους, έστω και αν αυτό είναι μόνο ψυχολογικό. Στην πράξη οι περισσότερες κοινωνίες είναι πρόθυμες να αποζημιώνουν τα άτομα των οποίων η ιδιοκτησία απαλλοτριώνεται από το δημόσιο , αλλά για τίποτα άλλο. Η έννοια της αποζημίωσης χρειάζεται να διερευνηθεί σε μεγάλο βαθμό.

Όταν οι συντηρητικοί υποστηρίζουν την ψήφιση νόμων που να εγγυώνται αποζημίωση στην περίπτωση που η κοινωνία υιοθετεί περιβαλλοντικούς νόμους οι οποίοι μειώνουν τη αξία της ιδιοκτησίας κάποιου ατόμου, έχουν δίκιο κατά το ήμισυ. Αν κάποια άτομα μολύνουν το περιβάλλον (πετώντας σκουπίδια στην ιδιοκτησία κάποιου άλλου), η κοινωνία έχει κάθε δικαίωμα να τους σταματήσει, χωρίς να τους δώσει αποζημίωση. Μάλλον αυτοί θα έπρεπε να πληρώσουν αποζημίωση σε εκείνους που βλάπτουν. Όμως, αν η κοινωνία θέλει να κάνει κάτι θετικό, κάτι που να αυξάνει την ευημερία, όπως ανοικτούς χώρους, τότε η κοινωνία θα έπρεπε να πληρώνει για αυτό το πάρκο και όχι να εμποδίζει κάποιους να εκμεταλλεύονται τη ιδιοκτησία τους και ουσιαστικά να τους υποχρεώνει να παρέχουν ένα δημόσιο πάρκο με ιδιωτικά έξοδα.

Όμως η αρχή της αποζημίωσης θα πρέπει να εφαρμόζεται στα πάντα και όχι μόνον στις ρυθμίσεις για το περιβάλλον. Εκείνοι που δέχονται να ζουν κοντά σε ένα πυρηνικό εργοστάσιο ή σε μια φυλακή, θα έπρεπε να παίρνουν μια μηνιαία επιταγή, της οποίας η αξία θα μειωνόταν ανάλογα με την αύξηση της απόστασης από την ανεπιθύμητη δημόσια εγκατάσταση. Ενώ υπάρχουν εκείνοι που δεν θα ζούσαν δίπλα σε αυτές τις εγκαταστάσεις, όποιο και αν ήταν το οικονομικό αντάλλαγμα, υπάρχουν άλλοι οι οποίοι είναι πρόθυμοι να το κάνουν για εκπληκτικά μικρά ποσά. Αν δούμε τον πυρηνικό σταθμό Πίλγκριμ νότια της Βοστόνης, θα ανακαλύψουμε ότι σπίτια περιβάλλουν αυτό που ήταν άλλοτε μια απομονωμένη πυρηνική εγκατάσταση. Οι άνθρωποι μετακόμισαν εκεί, ακριβώς επειδή αυτό το πυρηνικό εργοστάσιο σήμαινε ότι θα έπρεπε να πληρώσουν μικρότερους φόρους ιδιοκτησίας από ό,τι αλλού.

Μεγάλο μέρος του συνδρόμου «όχι στη δική μου αυλή» θα μπορούσε ίσως να εξαλειφτεί με μέτριες χρηματικές αποζημιώσεις. Η αποζημίωση θα σήμαινε, φυσικά, ότι τα δημόσια σχέδια κοστίζουν περισσότερο. Όμως, το να μπορούν να γίνονται σχέδια που αυξάνουν την κοινωνική ευημερία, αντί τα πράγματα να κολλούν σε μακροχρόνιες δημόσιες διαμάχες, είναι πολύ πιο σημαντικό από την ελαχιστοποίηση του χρηματικού κόστους, η οποία εξασφαλίζεται εξαναγκάζοντας άτομα να καταπιούν τα αρνητικά αποτελέσματα. Δεν είναι δίκαιο να φορολογούνται στη ουσία άτομα κατ’ αυτόν τον τρόπο και μάθαμε, επίσης, ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό. Αυτά τα άτομα θα αντισταθούν τόσο επιτυχώς που απλώς θα σταματήσει η οικονομική πρόοδος.

Ωστόσο, τεχνικές λύσεις δεν θα έλυνα το κεντρικό πρόβλημα του διευρυνόμενου ρήγματος μεταξύ της πίστης της δημοκρατίας στην ισότητα της πολιτικής δύναμης και των αυξανόμενων ανισοτήτων οικονομικής δύναμης τις οποίες γεννά η αγορά. Αυτή η λύση πρέπει να βρεθεί σε ένα κοινό σύνολο στόχων, αρκετά συναρπαστικών, ώστε οι άνθρωποι να είναι πρόθυμοι για θυσίες και για να ξεχάσουν τα στενά συμφέροντά τους, προκειμένου να ανοικοδομήσουν τη οικονομία έτσι ώστε να παράγει διαφορετικά αποτελέσματα. Όμως, ποιο πρέπει να είναι αυτό το συνολικό όραμα και πρόγραμμα;

Καθοδική σπείρα

Τι συμβαίνει, όταν απουσιάζει οποιοδήποτε όραμα, το οποίο θα μπορούσε να εμπνεύσει τις τεράστιες προσπάθειες αναδιάρθρωσης που είναι αναγκαίες για να αρχίσουν να μειώνονται οι ανισότητες και να υπάρξει αύξηση πραγματικών μισθών; Πόσο πολύ μπορεί να διευρυνθεί η ανισότητα και να πέσουν οι πραγματικοί μισθοί, προτού κάτι διαρραγεί σε μια δημοκρατία; Κανείς δεν ξέρει, αφού δεν συνέβη μέχρι τώρα. Το πείραμα δεν ξανάγινε.

Κοινωνικά συστήματα μπορούν να θρυμματιστούν. Η πρόσφατη ξαφνική και απρόσμενη κατάρρευση της ΕΣΣΔ είναι καλό παράδειγμα. Όμως, όταν επέρχεται αυτή η αιφνίδια κατάρρευση, θα πρέπει να υπάρχει κάποια εναλλακτική σημαία κάτω από την οποία να μπορεί ο πληθυσμός να συσπειρωθεί γρήγορα. Στην περίπτωση του κομουνισμού, αυτή η εναλλακτική σημαία ήταν «η αγορά», ο καπιταλισμός. Ωστόσο, αν ο καπιταλισμός δεν παράγει κανένα εναλλακτικό σύστημα υπό το οποίο να μπορεί ο πληθυσμός να συσπειρωθεί. Κατά συνέπεια, μια ξαφνική κοινωνική κατάρρευση είναι εξαιρετικά απίθανη.

Το πιθανότερο είναι ένα φαύλος κύκλος ατομικής αποξένωσης, κοινωνικής αποδιοργάνωσης και μια συνεπακόλουθη αργή, καθοδική σπειροειδής πορεία. Σκεφτείτε την κατωφέρεια από το υψηλότερο σημείο ακμής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έως το χαμηλότερο σημείο των Σκοτεινών Χρόνων. Με τις απαρχές των Σκοτεινών Χρόνων (476 έως 1453), τα πράγματα κατά κεφαλή εισοδήματα έπεσαν δραματικά σε σύγκριση με το ανώτερο σημείο κατά την περίοδο της αυτοκρατορικής Ρώμης. Οι τεχνολογίες, που επέτρεπαν στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία να έχει πολύ υψηλότερα επίπεδα παραγωγικότητας, δεν εξαφανίστηκαν. Κανένας κακόβουλος θεός δεν υποχρέωσε τους ανθρώπους να τις ξεχάσουν στη διάρκεια των επόμενων οκτώ αιώνων αδιάκοπης παρακμής. Το ποσοστό εφευρέσεων ήταν στην πραγματικότητα ανώτερο από εκείνο της ρωμαϊκής εποχής. Η παραγωγή ήταν κατώτερη παρά αυτές τις νέες και παλιές εφευρέσεις. Ο διάβολος εμφανίστηκε με τη μορφή της κοινωνικής αποδιοργάνωσης και αποσύνθεσης. Η ιδεολογία, και όχι η τεχνολογία, ήταν εκείνη που άρχισε τη μακριά, καθοδική πορεία της. Οι άνθρωποι απέρριψαν βαθμιαία αυτά που ήξεραν μέσα σε σχετικά σύντομη χρονική περίοδο. Από τη στιγμή που τα απέρριψαν, δεν μπόρεσαν να ανακτήσουν το παλιό επίπεδο διαβίωσής τους για πάνω από χίλια διακόσια χρόνια. Αν και θα πρέπει να θυμόμαστε ότι τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αναδιπλώθηκε στο Βυζάντιο και έζησε άλλα χίλια χρόνια.

Κατά τους Σκοτεινούς Χρόνους, υπήρχαν άνθρωποι που ήξεραν όλα όσα ήξεραν οι ρωμαίοι για τεχνολογίες όπως τα λιπάσματα. Αυτό που έχασαν αργότερα οι Ευρωπαίοι ήταν η οργανωτική ικανότητα να παράγουν και να διανέμουν λιπάσματα. Χωρίς λιπάσματα, οι αποδόσεις έπεσαν σε τέτοιο σημείο ώστε στα εδάφη που ήταν άλλοτε ο σιτοβολώνας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, για κάθε άτομο σιτηρών που έσπερναν θέριζαν μόνον τρεις σπόρους. Αν αφαιρέσουμε τους σπόρους που έβαζαν στην άκρη για να σπείρουν τον επόμενο χρόνο, τους σπόρους που έτρωγαν ή κατέστρεφαν τα ζωύφια, έμεναν πολύ λίγοι σπόροι για να θρέψουν τον πληθυσμό όλο το χειμώνα. Τελικά, οι άνθρωποι δεν κατανάλωναν αρκετές θερμίδες που να επιτρέπουν σθεναρή δραστηριότητα και η ποιότητα της ζωής έπεσε υποχρεωτικά.

Ακόμη και οι ισχυρότεροι φεουδάρχες βαρόνοι είχαν επίπεδα ζωής πολύ κατώτερα από εκείνα που απολάμβαναν οι μέσοι πολίτες της Ρώμης. Χωρίς ασφάλεια από περιπλανώμενους ληστές και χωρίς καλά συστήματα μεταφορών, πολλά από τα αγαθά που ήταν ευρέως διαθέσιμα στη Ρώμη έγιναν απρόσιτα ακόμη και για τους πλούσιους. Η τροφοδοσία μεγάλων πόλεων σαν τη Ρώμη έγινε κάτι το αδύνατο. Η πρώτη ευρωπαϊκή πόλη με το μέγεθος και το επίπεδο ζωής της αυτοκρατορικής Ρώμης που επανεμφανίστηκε στην Ευρώπη ήταν το Λονδίνο, γύρω στο 1750. Στα τέλη των Σκοτεινών Χρόνων (1453), οι ρωμαϊκοί δρόμοι ήταν ακόμη οι καλύτεροι στην ευρωπαϊκή ήπειρο, παρότι δεν συντηρούνταν επί χίλια χρόνια.

Στη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων, ζούσαν άνθρωποι που ήξεραν ότι τα επίπεδα διαβίωσης ήταν πολύ υψηλότερα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και ότι κάτι καλύτερο ήταν δυνατό. Είχαν ή θα μπορούσαν να έχουν όλες τις τεχνολογίες τις οποίες κατείχε η Ρώμη, αλλά δεν είχαν τις αξίες για να δημιουργήσουν τις οργανωτικές ικανότητες οι οποίες ήταν αναγκαίες για να αναδημιουργήσουν αυτά που υπήρχαν προηγουμένως. Οι επενδύσεις για το μέλλον εγκαταλείφτηκαν, έγιναν «αποθέματα συσσωρευμένα σε κρεβατοκάμαρες, αποθήκες και κελάρια και ήταν απλώς προμήθειες για μελλοντικές γιορτές, στις οποίες ο πλούτος του σπιτιού θα σπαταλιόταν άσωτα». Οι αξίες, και όχι η τεχνολογία, υπαγόρευαν τη στασιμότητα επί αιώνες στη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων.

Αν εξετάσουμε την καθοδική πορεία της Ευρώπης στους Σκοτεινούς Χρόνους και την ανάπτυξη του φεουδαρχισμού, θα παρατηρήσουμε μερικές ανησυχητικές αναλογίες με την τωρινή κατάσταση, τις οποίες αξίζει να αναλογιστούμε. Η σπειροειδής καθοδική πορεία της Ρώμης δεν άρχισε με κάποιον εξωτερικό κλονισμό. Άρχισε με μια περίοδο αβεβαιότητας. Η περαιτέρω στρατιωτική επέκταση δεν είχε πια νόημα, αφού η Ρώμη είχε επεκταθεί μέχρι τα φυσικά γεωγραφικά όριά της –στέπες, έρημοι και πυκνά, ακατοίκητα δάση περιέλαβαν από παντού την αυτοκρατορία. Αφού τα συστήματα επικοινωνίας, διοίκησης και ελέγχου λειτουργούσαν στα τεχνολογικά όριά τους, η επέκταση δεν οδηγούσε πια στον ατομικό και συλλογικό πλούτο. Αφού δεν είχε μείνει τίποτα για να κατακτηθεί, τι θα αντικαθιστούσε την κατάκτηση ως ενοποιητική κοινωνική δύναμη; Αφού δεν μπορούσε να αποκτηθεί ατομικός και κοινωνικός πλούτος μέσα από την κατάκτηση, γιατί θα έπρεπε οι πολίτες της Ρώμης να πληρώνουν φόρους για να στηρίζουν τον μεγάλο πολιτικό μηχανισμό και το στρατό που ήταν αναγκαίοι για τη διατήρηση της αυτοκρατορίας; Τι θα γινόταν με τους τεράστιους αριθμούς μεταναστών που ήθελαν να γίνουν Ρωμαίοι; Εμφανίστηκαν επιδημίες πανούκλας, οι οποίες αποπροσανατόλιζαν τους πάντες, σε μια εποχή που οι άνθρωποι πίστευαν ότι η αιτία των ασθενειών ήταν η δυσφορία των θεών και όχι μικρόβια ή ιοί. Οι βεβαιότητες της παλιάς ειδωλολατρικής θρησκείας είχαν αρχίσει να χάνονται και οι βεβαιότητες της νέας χριστιανικής θρησκείας δεν είχαν ακόμη επιβληθεί.

Μέσα από τα πολιτικά και κοινωνικά σκαμπανεβάσματα που προέκυψαν, επιδεινώθηκαν η οικονομική υποδομή, ανθρώπινη και φυσική, καθώς και η κοινωνική πειθαρχία (η έγνοια για το τι χρειάζεται προκειμένου να τρέφεται μια πόλη με πληθυσμό πάνω από ένα εκατομμύριο άτομα, τα οποία χρησιμοποιούσαν άλογα και κάρα ως κύριο μέσο μεταφοράς), οι οποίες επέτρεπαν στη Ρώμη να διατηρεί το βιοτικό επίπεδό της και να συντηρεί τα στρατεύματά της. Καθώς η δημόσια κατανάλωση αυξανόταν και η προθυμία των ανθρώπων να πληρώνουν φόρους έπεφτε, οι επενδύσεις που γίνονταν άλλοτε έπαψαν να γίνονται. Τελικά, άρχισε η οικονομική παρακμή που εξελίχτηκε σε αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία. Η χαμηλότερη παραγωγή οδήγησε σε ακόμη μικρότερη προθυμία να γίνονται οι κοινωνικές επενδύσεις που ήταν αναγκαίες για τη στήριξη του παλιού συστήματος, κατάσταση η οποία οδήγησε σε ακόμη χαμηλότερη παραγωγή και με τη σειρά της σε περαιτέρω περικοπές των αναγκαίων κοινωνικών επενδύσεων.

Σκεφτείτε τις αναλογίες ανάμεσα στο τότε και το τώρα. Οι μετανάστες συρρέουν στον βιομηχανικό κόσμο, αλλά κανείς δεν είναι πρόθυμος να υποστεί το κόστος το οποίο θα τους μετέτρεπε σε πολίτες του πρώτου κόσμου. Τόσο η σοβιετική αυτοκρατορία, όσο και οι αμερικανικές συμμαχίες διαλύθηκαν. Αδύναμα έθνη υποκύπτουν σε φεουδάρχες (Σομαλία, Αφγανιστάν, Γιουγκοσλαβία, Τσετσενία) και ακόμη και ισχυρά έθνη παραδίδουν την εξουσία σε τοπικούς ηγέτες. Αν πάρουμε στα σοβαρά το Συμβόλαιο με την Αμερική, η αμερικανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα πρέπει να παραδώσει όλες τις εξουσίες της, με εξαίρεση την άμυνα, στους τοπικούς ηγέτες. Με το πέρασμα του χρόνου, οι τοπικοί ηγέτες θα παγιώσουν αυτές τις εξουσίες στα χαρτοφυλάκιά τους και η εθνική κυβέρνηση θα χάσει ουσιαστικά τη δύναμη δράσης, όπως συνέβη με τις κυβερνήσεις κατά τους Σκοτεινούς Χρόνους.

Ο αριθμός των εγγράμματων, ενώ ήταν πολύ μεγάλος κατά τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, έπεσε σε τέτοιο σημείο που στο αποκορύφωμα των Σκοτεινών Χρόνων μόνον λίγοι μοναχοί μπορούσαν να διαβάζουν. Σήμερα, ο λειτουργικός αναλφαβητισμός αυξάνεται συνεχώς στις ηνωμένες Πολιτείες και στο μεγαλύτερο μέρος του βιομηχανικού κόσμου, παρότι ανέρχεται με γρήγορους ρυθμούς το επίπεδο μόρφωσης το οποίο απαιτείται για να θεωρείται κανείς λειτουργικό, παραγωγικό ανθρώπινο ον.

Στο Μεσαίωνα, τα επίπεδα διαβίωσης έπεσαν πολύ πιο κάτω από τα επίπεδα που υπήρχαν όταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν στον κολοφώνα της δύναμής της. Η πραγματικότητα έπεσε. Η εργασία ήταν κτηνώδης σε σύγκριση με όσα υπέφεραν οι αγρότες στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Πολύ περισσότεροι άνθρωποι στοιβάζονταν σε καλύβες. Η διαδικασία άρχισε με την πτώση των εισοδημάτων στη βάση της κοινωνικής κλίμακας και βαθμιαία ανήλθε στην κοινωνική κλίμακα. Σήμερα, η συνολική παραγωγικότητα εξακολουθεί να ανέρχεται, αλλά οι πραγματικοί μισθοί άρχισαν να πέφτουν για το 80% του πληθυσμού. Τελικά, δεν μπορεί παρά οι κοινωνικές αναταραχές και η παρακμάζουσα παραγωγικότητα εκείνων στη βάση να επηρεάσουν το επίπεδο διαβίωσης εκείνων που είναι στην κορυφή.

Στους Σκοτεινούς Χρόνους, το ιδιωτικό συνέθλιψε το δημόσιο. Οι ληστές έγιναν διαδεδομένο φαινόμενο και θεωρούνταν ότι η δράση τους ήταν εκδίκηση εναντίον των υπερασπιστών της πολιτικής και κοινωνικής τάξης (από εδώ ο μύθος του Ρομπέν των Δασών). Οχυρωμένοι με τείχη φεουδαρχικοί πύργοι και δουλοπάροικοι αντικατέστησαν τις ανοχύρωτες πόλεις και τους ελεύθερους πολίτες. Για να είναι ασφαλείς στα σπίτια τους, οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ζουν στο ισόγειο, αλλά σκαρφάλωναν στο δεύτερο πάτωμα για να κοιμηθούν, χρησιμοποιώντας κινητές σκάλες. Οι συμμορίες των νέων και η βία στους δρόμους ήταν ένας από τους κύριους λόγους για αυτή την αναδίπλωση. Οι ζωγραφιές κυριαρχούσαν στους τοίχους κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, ακριβώς όπως γίνεται στις σύγχρονες πόλεις.

Στις κοινωνίες μας, όπως κατά τους Σκοτεινούς Χρόνους, το ιδιωτικό συνθλίβει το δημόσιο. Το 1970, ξοδεύονταν διπλάσια χρήματα για τους δημόσιους αστυνομικούς από ό,τι για ιδιωτικές αστυνομίες. Το 1990, ίσχυε το αντίθετο. Για την ιδιωτική αστυνομία ξοδεύονταν διπλάσια χρήματα από ό,τι για τη δημόσια αστυνομία. Στην πράξη, το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα δημόσιας ασφάλειας δύο ταχυτήτων. Εκείνοι που έχουν τα μέσα να αγοράζουν τις υπηρεσίες ιδιωτικής αστυνομικής δύναμης είναι ασφαλέστεροι από εκείνους που δεν μπορούν. Κανείς μπορεί να υποστηρίξει ότι αυτό επιτρέπει στη δημόσια αστυνομία να συγκεντρώσει τις δραστηριότητές της σε περιοχές υψηλής εγκληματικότητας, στις οποίες δεν υπάρχει ιδιωτική αστυνομία, αλλά αν το κάνει, τότε οι ομάδες πολιτών οι οποίοι έχουν ιδιωτική προστασία χάνουν το ενδιαφέρον να πληρώνουν φόρους για να στηρίζουν τη δημόσια προστασία άλλων. Όμως , μια πολιτική κοινότητα, η οποία δεν μπορεί να προσφέρει στους πολίτες της τη στοιχειώδη βασική προστασία για να κυκλοφορούν στους δρόμους, δεν είναι κοινότητα. Δεν είναι άξια υποστήριξης.

Σήμερα, επανεμφανίζονται οχυρωμένες, προστατευμένες και φρουρούμενες κοινότητες. Είκοσι οκτώ εκατομμύρια Αμερικανοί ζουν σε τέτοιες κοινότητες, αν υπολογίσουμε τα διαμερίσματα με ιδιωτική φρούρηση και αυτός ο αριθμός αναμένεται να διπλασιαστεί την επόμενη δεκαετία. Η εταιρεία Ντίσνεϊ κτίζει μια τέτοια κοινότητα, τη Celebration City, για είκοσι χιλιάδες κατοίκους νοτίως του Ορλάντο στη Φλόριντα. Στη Καλιφόρνια, υπάρχει μια κοινότητα με τείχη, τάφρο, γέφυρα που σηκώνεται και ένα μηχάνημα το οποίο αποκαλείται bollard προέρχεται από τους Σκοτεινούς Χρόνους. Αν και αυτό το παράδειγμα είναι ακραίο, υπάρχουν τριάντα χιλιάδες κοινότητες στις οποίες τα άτομα, χωρίζουν τους εαυτούς τους από τον υπόλοιπο κόσμο με τείχη και φρουρές στις πύλες των θυλάκων τους στις πόλεις ή στα προάστια.

Οι λόγοι αυτής της απόσυρσης σε περιτειχισμένες και φρουρούμενες κοινότητες είναι πολλοί (ασφάλεια, τρόπος ζωής, αποκλειστικότητα, ομοιογένεια), αλλά όλοι καταλήγουν να δημιουργούν μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι ελάχιστα ενδιαφέρονται για το δημόσιο τομές. Εκείνοι που ζουν στις περιτειχισμένες κοινότητες πληρώνουν συχνά πολύ υψηλές αμοιβές για υπηρεσίες (θα αποκαλούνταν φόροι, αν τις εισέπραττε η κυβέρνηση) και επιβάλλουν ρυθμίσεις (χρώματα των σπιτιών, υψώματα με θάμνους, να μην υπάρχουν κοντάρια για σημαίες, να μην φαίνονται σχοινιά μπουγάδας, να μην παρκάρουν αυτοκίνητα στους δρόμους, να μην υπάρχουν πωλητές γλυκών Girl Scout, να μην κυκλοφορούν στους δρόμους ή στα πάρκα άτομα που δεν είναι κάτοικοι της κοινότητας), οι οποίες θα ήταν αντισυνταγματικές, αν υιοθετούνταν σε μια δημόσια πόλη. Στην πραγματικότητα, ο δημόσιος χώρος ιδιωτικοποιείται, όπως συνέβη στις απαρχές του Μεσαίωνα.

Συχνά, οι φορολογούμενοι της περιοχής καλοδέχονται αρχικά τη δημιουργία περιτειχισμένων και φρουρούμενων πόλεων, αφού δημιουργούν την εντύπωση ότι απελευθερώνουν την τοπική κοινότητα από το φορτίο της παροχής δημόσιων υπηρεσιών, ενώ ταυτοχρόνως αυτές οι φρουρούμενες κοινότητες πληρώνουν φόρους. Ωστόσο, πολύ σύντομα, αυτές οι περιτειχισμένες και φρουρούμενες κοινότητες αρχίζουν να απαιτούν μείωση των φόρων τους, αφού δεν χρησιμοποιούν τις τοπικές υπηρεσίες, και οργανώνουν φορολογικές εξεγέρσεις για να μειωθούν οι τοπικοί φόροι τους, πράξη που μειώνει τις δημόσιες υπηρεσίες που παρέχονται σε κάποιους άλλους, αλλά εξασφαλίζει στους ίδιους καλές ιδιωτικές υπηρεσίες.

Καθώς η ρωμαϊκή αυτοκρατορία γλιστρούσε στα βάθη των Σκοτεινών Χρόνων, το ιδιωτικό συνέθλιβε βαθμιαία το δημόσιο μέχρις ότου το ιδιωτικό καταβρόχθισε πραγματικά τα πάντα και ο δημόσιος τομέας εξαφανίστηκε. Η βαθιά αφοσίωση των Ρωμαίων στο res publica χάθηκε. Αντί να είναι πολίτης της Ρώμης, το κάθε άτομο προσκολλήθηκε σε κάποιο φεουδάρχη άρχοντα, που έλεγχε όλες τις πλευρές της ζωής του: δουλειά, κατοικία δικαιώματα αναπαραγωγής, δικαιοσύνη. Σχεδόν εξορισμού, ο φεουδαρχισμός είναι δημόσια εξουσία σε ιδιωτικά χέρια. Εκείνοι που ήταν άλλοτε ελεύθεροι πολίτες, πούλησαν βαθμιαία τους εαυτούς τους και έγιναν δουλοπάροικοι, προκειμένου να αποκτήσουν ασφάλεια από περιπλανώμενες συμμορίες και να έχουν υπηρεσίες τις οποίες μπορούσε να παράσχει μόνο κάποιος φεουδάρχης.

Οι μεγαλύτερες πόλεις ήταν μικρότερες από το ένα εικοστό του μεγέθους της αυτοκρατορικής Ρώμης και υπήρχαν πολύ λίγες τέτοιες πόλεις. Μόνον το 3% των Γάλλων ζούσαν σε πόλεις το 600 μ.Χ. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Γάλλος ιστορικός Φερνάν Μπρόντελ, «η διαφορά μεταξύ “culture και civilization” είναι αναμφίβολα η παρουσία ή η απουσία πόλεων». Οι πόλεις μας βρίσκονται σε μια παρόμοια κατάσταση παρακμής.

Οι άνθρωποι εγκατέλειψαν την οικοδόμηση και τη συντήρηση. Με την εξαίρεση των καθεδρικών ναών, κανένα πέτρινο κτίριο δεν οικοδομήθηκε επί δέκα αιώνες. Οι επενδύσεις έγιναν κάτι ξένο και ο πλούτος «σπαταλιόταν άσωτα» αντί να χρησιμοποιείται για να προωθήσει ένα καλύτερο μέλλον. Το ρωμαϊκό υδραυλικό σύστημα και το δίκτυο υπονόμων εγκαταλείφτηκαν και χρειάστηκαν να περάσουν πάνω από χίλια χρόνια για να ανακαλυφτούν και πάλι. Στην κοινωνία μας, οι δημόσιες δαπάνες περιορίστηκαν στο ήμισυ μέσα σε δύο δεκαετίες.

Ο Μεσαίωνας γνώρισε μεγάλους αριθμούς αστέγων που περιπλανιούνται στην ύπαιθρο. Σήμερα, οι άστεγοι αριθμούν εκατομμύρια και οι περικοπές στις δημόσιες στεγαστικές δαπάνες προμηνύον ουσιαστικά αύξηση αυτών των αριθμών. Η στάση εκείνων που έχουν σπίτι άλλαξε από τη συμπάθεια στην απάθεια και στη συνέχεια στην αντιπάθεια. Αντί για τη λύση του προβλήματος των αστέγων, ο μέσος πολίτης θέλει τώρα να τους πετάξει έξω από τη γειτονιά του και να τους στείλει στη γειτονιά κάποιου άλλου. Στο Μεσαίωνα, οι άστεγοι διώχνονται παρόμοια από τη μια γειτονιά στην άλλη.

Κατά το Μεσαίωνα, η θανατική ποινή ήταν η απάντηση σε όλα τα προβλήματα. Στη Βρετανία, εκατοντάδες εγκλήματα τιμωρούνταν με εκτέλεση, αλλά ο δολοφόνος ανακαλυπτόταν μόνον στη μία από τις εκατό δολοφονίες. Σήμερα, εμφανίζεται παρόμοια η απαίτηση για την επιβολή της θανατικής ποινής, αλλά αυτή εφαρμόζεται πολύ σπάνια.

Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός αναπτύχτηκε και τότε και τώρα. Οι Σταυροφορίες, μορφή θρησκευτικού πολέμου, ενσάρκωναν το πνεύμα της εποχής. Οι άνθρωποι αποσύρονταν στις θρησκευτικές κοινότητές τους και επιδίωκαν να εξαναγκάσουν και τους άλλους να πιστεύουν τα ίδια πράγματα με αυτούς. Η αυτομαστίγωση, τα μοναστήρια και η Ιερή Εξέταση σφράγισαν τους Σκοτεινούς Χρόνους. Σύμφωνα με τα λόγια του Μεγάλου Ιεροεξεταστή στον Ντοστογιέφσκι, στις ανθρώπινες κοινωνίες απαιτούσαν «θαύμα, μυστήριο και εξουσία» και ο μόνος νόμιμος στόχος ήταν να πάει κανείς στον Παράδεισο. Βοηθούσαν εκείνους που μετανοούσαν, καθώς τα κορμιά τους λύγιζαν από τα βασανιστήρια της Ιερής Εξέτασης, να βρουν την αιώνια ζωή.

Περιέγραψαν τους ανθρώπους που διεύθυναν την Εκκλησία εκείνη την εποχή ως «τους τελευταίους Χριστιανούς, τους λιγότερο αφοσιωμένους, τους λιγότερο ευσυνείδητους, τους λιγότερο συμπονετικούς και μεταξύ των λιγότερων αγνών, έκλυτους σχεδόν χωρίς εξαίρεση». Ζούσαν στην κορυφή της κοινωνίας με τα δικά τους νομικά συστήματα και δικαστήρια. «Πίστευαν ότι ήταν ή φωνή του Θεού, ότι έλεγαν την αλήθεια, ότι όποιος διαφωνούσε μαζί τους έκανε λάθος. Δεν ανέχονταν αντίθετη γνώμη. Την καταδίκαζαν.» Ωστόσο, η ηθική συμπεριφορά είχε παρακμάσει στο βαθμό που και τότε, όπως και σήμερα, διαλύονταν οι οικογενειακοί δεσμοί.

Σήμερα, μεταξύ των ινδουιστών, μουσουλμάνων, βουδιστών και χριστιανών φονταμενταλιστών θεωρείται σωστό να δολοφονούν εκείνους που δεν πιστεύουν τα ίδια με αυτούς. Ένα κυβερνητικό κτίριο ανατινάχτηκε στην Οκλαχόμα από κάποιο μέλος μιας χριστιανικής φονταμενταλιστικής ομάδας, την οποία ίδρυσαν δύο χριστιανοί πάστορες (ο ένας είναι, μάλιστα, ιδιοκτήτης καταστήματος όπλων), οι οποίοι αποκαλούν την πολιτοφυλακή τους Στρατό του Θεού. Αρκετούς μήνες αργότερα, μια ομάδα, που αυτοαποκαλείται οι Γιοι της Γκεστάπο, κατέστρεψε ένα τρένο.

 Κατά τους Σκοτεινούς Χρόνους, όπως και τώρα, δεν υπήρχε κανένα όραμα για το πώς θα γίνει καλύτερη η ζωή. Ήξεραν ότι το επίπεδο ζωής ήταν ανώτερο στο παρελθόν, αλλά ήταν πολύ αποδιοργανωμένοι για να επιστρέψουν στο παρελθόν ή για να οργανώσουν την πορεία προς το μέλλον. Σήμερα, λείπει επίσης το όραμα. Κάτι δεν πάει καλά, αλλά κανείς δεν ξέρει πώς να αντιστρέψει αυτή η κατάσταση.

Οι Σκοτεινοί Χρόνοι ήταν μια περίοδος κατά την οποία οι άνθρωποι οπισθοδρόμησαν πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά πολύ πιο κάτω από εκεί που ήταν κατά το παρελθόν. Όπως γράφει ο ιστορικός Ουίλιαμ Μάντσεστερ: «Όταν ταιριάξουμε τα κόμματα που σώζονται, ο πίνακας που προκύπτει είναι ένα μείγμα ακατάπαυστων πολέμων, διαφθοράς, αναρχίας, ιδεοληψίας με παράξενους μύθους και σχεδόν αδιαπέραστης απερισκεψίας».

Στους ιστορικούς δεν αρέσει πια να χρησιμοποιούν τον όρο Σκοτεινοί Χρόνοι και τους αποκαλούν τώρα Μεσαίωνα, επειδή έμαθαν πολλά για αυτούς τους χρόνους (δεν είναι πια «σκοτεινοί») και επειδή στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι άνθρωποι ανέπτυξαν τις δύο κύριες αρχές οι οποίες στηρίζουν τον τωρινό πολιτισμό μας (το ενδιαφέρον να αναπτύσσουν συστηματικά νέες τεχνολογίες και την πίστη στα ατομικά ανθρώπινα δικαιώματα που δεν υπήρχαν στον αρχαίο κόσμο) και χωρίς αυτές τις δύο θεμελιακές αξίες, ο σύγχρονος κόσμος μας δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Στο τέλος, μια περίοδος αταξίας και παρακμής έφερε τις ταχύτερες τεχνολογικές και οικονομικές προόδους που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Δημιουργήθηκαν τελικά ένα διαφορετικό σύνολο αξιών και το όραμα για ένα διαφορετικό μέλλον. Και αυτές οι νέες ιδεολογίες –ορθολογισμός, ρομαντισμός, χειραφέτηση, χρησιμοθηρισμός, θετικισμός και συλλογικός υλισμός-δημιούργησαν τις σύγχρονες κοινωνίες μιας πολύ περισσότερο από ό,τι τεχνολογίες τις οποίες χρησιμοποιούν.

Οι Σκοτεινοί Χρόνοι –και όχι η κλασική Ρώμη ή η Ελλάδα- οδήγησαν στη βιομηχανική επανάσταση και στη σύγχρονη εποχή. Στη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων, ιδρύθηκαν πανεπιστήμια και άρχισε η έρευνα γνώσεων, εμφανίστηκε η πίστη στην τεχνολογία και αναπτύχτηκε ο ατομισμός. Πιθανόν λόγω της ιδέας ενός δημιουργού Θεού κατ’ εικόνα του οποίου έγιναν οι άνθρωποι, οι άνθρωποι θέλησαν να γίνουν δημιουργοί και ανέπτυξαν την πίστη στις δυνατότητες της τεχνικής προόδου. Είναι δύσκολο να ξέρουμε αν η προτεσταντική θρησκεία, με την πίστη της στους ατομικούς δεσμούς μεταξύ ανθρώπου και θεού, επέτρεψε να αναπτυχτεί η πίστη στην ατομικότητα ή αν η πίστη στην ατομικότητα επέφερε την ανάπτυξη της προτεσταντικής θρησκείας, πάντως, όπως και αν έχουν τα πράγματα, η πίστη στη ατομικότητα αναπτύχτηκε. Οι κοινότητες ήταν τόσο λίγο ανεπτυγμένες στη διάρκεια του Μεσαίωνα, που κανείς δεν μπορούσε να προσδοκά ότι η κοινότητα θα προσέτρεχε σε βοήθειά του. Αν τα άτομα ήθελαν να προοδεύσουν, έπρεπε να βασιστούν στις ατομικές πρωτοβουλίες τους. Τελικά, μια μεγάλη οπισθοδρόμηση οδήγησε σε μια μεγάλη προώθηση. Όμως, είναι καλό να θυμόμαστε ότι ανάμεσα στα δύο γεγονότα μεσολάβησαν χίλια χρόνια.

Όπως έδειξαν τόσο η ανικανότητα της κίνας να χρησιμοποιήσει τις αξιοσημείωτες τεχνολογικές προόδους της για να δημιουργήσει τη βιομηχανική επανάσταση, όσο και η ανικανότητα κατά την περίοδο των Σκοτεινών Χρόνων να επανέλθουν οι άνθρωποι σε επίπεδα παραγωγικότητας που είχαν υπάρξει προηγουμένως, τα καλύτερα κοινωνικά συστήματα δεν προκύπτουν αυτομάτως ακόμη και όταν υπάρχει η αναγκαία τεχνολογία. Το μήνυμα της ιστορίας είναι σαφές. Οι κοινωνικοί θεσμοί δεν φροντίζουν τους ίδιους τους εαυτούς τους. Οι καλύτεροι θεσμοί και πεποιθήσεις δεν ανεβαίνουν αυτόματα στη κορυφή.

Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι ακριβώς θα συμβεί στην κοινωνία μας, αν η ανισότητα συνεχίσει να αυξάνεται και η μεγάλη πλειοψηφία των οικογενειών μας γνωρίσει πτώση των πραγματικών μισθών. Όμως, δικαιούμαστε να υποθέσουμε ότι αν ο καπιταλισμός δεν δώσει αυξανόμενους πραγματικούς μισθούς στην πλειοψηφία των συμμετοχών, σε μια περίοδο κατά την οποία μεγαλώνει η συνολική οικονομική πίτα, δεν θα απολαμβάνει για πολύ καιρό την πολιτική πίστη της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Παρομοίως, αν η δημοκρατική πολιτική διαδικασία δεν μπορέσει να θεραπεύσει εκείνα που είναι η αιτία αυτής της πραγματικότητας εντός του καπιταλισμού, η δημοκρατία θα χάσει τελικά κάθε αξιοπιστία. Η ύπαρξη μιας μεγάλης ομάδας ψηφοφόρων με υπερχειλίζουσα εχθρότητα, οι οποίοι δεν επωφελούνται από το οικονομικό σύστημα και δεν πιστεύουν ότι η κυβέρνηση νοιάζεται, δεν είναι η συνταγή για την οικονομική ή την πολιτική επιτυχία.

Σε έναν κόσμο στον οποίο οι εθνικοί ηγέτες δεν μπορούν να προσφέρουν αυξήσεις των πραγματικών μισθών και δεν μπορούν να εμποδίσουν τη μείωση των πραγματικών μισθών, αργά η γρήγορα, αυτοί η κάποιοι άλλοι νεοεκλεγμένοι ηγέτες θα αρχίσουν να κατηγορούν για ένοχο κάποιες άλλες ομάδες, ελπίζοντας ότι οι υποστηρικτές τους θα θεωρήσουν ότι αυτές είναι η αιτία των προβλημάτων τους. Στις ηνωμένες Πολιτείες, έκαναν τους λευκούς άρρενες, απόφοιτους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να πιστέψουν ότι τα κοινωνικά προγράμματα υπέρ των γυναικών και των μαύρων είναι η αιτία για τις μειώσεις των πραγματικών μισθών τους. Αυτά τα προγράμματα πρέπει να εξαλειφτούν. Οι Καλιφορνέζοι έριξαν το φταίξιμο για τα προβλήματά τους στους μετανάστες. Ως τιμωρία, μειώθηκαν οι δημόσιες υπηρεσίες που παρέχονται στους μετανάστες, νόμιμους και παράνομους. Στο Κογκρέσο, οι φτωχοί είναι οι εχθροί και τα προγράμματα τα οποία δικαιούνται πρέπει να περικοπούν, για να σωθούν τα προγράμματα τα οποία δικαιούνται άτομα πολύ πλουσιότερα.

Καμιά από αυτές τις ενέργειες δεν λύνει τα βασικά προβλήματα. Όλες είναι προσπάθειες παραπλάνησης για να στραφεί η δημόσια οργή εναντίον κάποιας ανίσχυρης μειοψηφίας, στην οποία μπορούν να ρίξουν το φταίξιμο. Για παράδειγμα, σήμερα μιλούν περισσότερο για τα κοινωνικά προγράμματα στήριξης διαφόρων ομάδων παρά τα εφαρμόζουν και κανένας από εκείνους που ερευνούν τους λόγους για τους οποίους μειώθηκαν οι πραγματικοί μισθοί των λευκών ανδρών, δεν ανακάλυψε ποτέ ούτε ίχνος μαρτυρίας το οποίο να δείχνει ότι αυτά τα προγράμματα εξηγούν οποιαδήποτε μείωση των πραγματικών μισθών των λευκών ανδρών. Αμόρφωτοι και άρρωστοι μετανάστες δεν θα κάνουν τη ζωή στην Καλιφόρνια καλύτερη, ούτε θα κάνουν οποιονδήποτε μετανάστη να γυρίσει στην πατρίδα του. Το να μεταχειριζόμαστε άσχημα τους μετανάστες από τη στιγμή που είναι εδώ, είναι χοντρικά σαν να πυροβολούμε στα πόδια μας. Η σωστή απάντηση είναι να τους κάνουμε παραγωγικούς πολίτες που να μπορούν να στηρίξουν τους εαυτούς τους, αντί να τους υποχρεώνουμε να μένουν εξαρτημένοι και φτωχοί. Το Κονγκρέσο μπορεί να καταργήσει εντελώς όλα τα προγράμματα για τους φτωχούς και παρ’ όλα αυτά δεν θα έχει κάνει ουσιαστικά καμιά πρόοδο για τη εξάλειψη ενός μεγάλου και αυξανόμενου διορθωτικού ελλείμματος.

Ωστόσο, αυτά τα «ψευδή» θα έχουν βαθιά επίπτωση στην αμερικανική πολιτική. Θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι τα κοινωνικά προγράμματα στήριξης διαφόρων ομάδων δεν προορίζονταν να είναι διαρκή όταν άρχισαν, ότι επεκτάθηκαν για να καλύψουν πάρα πολλές «ψευτοομάδες» και ότι τα τελευταία χρόνια δεν εφαρμόστηκαν με τέτοιο τρόπο που να υπάρχει κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα, όπως οι προσπάθειες κατάργησης όλων αυτών των προγραμμάτων ελευθερώνουν ένα κακό τελώνιο από την μποτίλια. Τα εισοδήματα των μαύρων είναι πολύ πιο κάτω από εκείνα των λευκών και τώρα η κυβέρνηση ούτε καν ισχυρίζεται ότι προτίθεται να κάνει κάτι για αυτό το πρόβλημα, το οποίο είναι σαν πληγή που πυορροεί. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που οι μαύροι το θεωρούν ως κήρυξη οικονομικού πολέμου εναντίον των μελλοντικών δυνατοτήτων τους. Ένοπλες ομάδες λευκών επιτίθενται εναντίον της Πορείας Ενός Εκατομμυρίου που οργάνωσαν οι μαύροι.

Ας ελπίσουμε ότι οι εκδηλώσεις των ψυχικών διαθέσεων που θα απελευθερωθούν θα είναι διαφορετικές από εκείνες στην πρώην Γιουγκοσλαβία, αλλά οι κατηγορίες που εκτοξεύονται τώρα απηχούν εκείνες που λέγονται στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Για να είναι πραγματικά Σέρβοι, οι Σέρβοι πρέπει να εκκαθαρίσουν τα εδάφη τους από τους Κροάτες, τους Βόσνιους μουσουλμάνους, τους Αλβανούς και τους Μακεδόνες. Προστατεύουν τον χριστιανικό κόσμο από τον μουσουλμανικό κόσμο, ωστόσο μάχονται με την ίδια σκληρότητα εναντίον των ομοθρήσκων τους Κροατών. Παρομοίως, η Αμερική θα πρέπει να εκκαθαριστεί από τους φτωχούς, τις ανύπαντρες μητέρες, τους μετανάστες και εκείνους που δεν μπορούν να πετύχουν χωρίς τη βοήθεια των κοινωνικών προγραμμάτων στήριξης διαφόρων ομάδων, προκειμένου η Αμερική να γίνει η πραγματική Αμερική η οποία μυθικά υπήρχε άλλοτε.

Χωρίς κοινωνικό ανταγωνιστή, ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει τον πειρασμό να αγνοεί τα εγγενή, εσωτερικά μειονεκτήματά του. Μπορούμε ήδη να δούμε αυτόν τον πειρασμό στα υψηλά ποσοστά ανεργίας στον βιομηχανικό κόσμο. Δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι καθώς η απειλή του σοσιαλισμού πεθαίνει, ανέρχεται το επίπεδο της ανεργίας το οποίο ήταν ανεκτό προκειμένου να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός, διευρύνονται με ταχύ ρυθμό οι ανισότητες εισοδήματος και πλούτου και αυξάνεται το λούμπεν προλεταριάτο που αποβάλλεται από το οικονομικό σύστημα. Αυτά ήταν τα προβλήματα του καπιταλισμού στη γέννηση του. Είναι μέρος του συστήματος. Οδήγησαν στη γένεση του σοσιαλισμού, του κομουνισμού και του κράτους κοινωνικής πρόνοιας. Αν αυτές οι λύσεις δεν λειτουργούν, και δεν λειτουργούν τότε κάτι άλλο θα πρέπει να μπολιαστεί στο σύστημα, αλλά τι θα είναι αυτό;

Η εσωτερική μεταρρύθμιση είναι πολύ δύσκολη στον καπιταλισμό, λόγω ενός συνόλου πεποιθήσεων που αρνούνται την ανάγκη σχεδιασμένων, συνειδητών, θεσμικών μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα με τη θεωρία του καπιταλισμού, οι κοινωνικοί θεσμοί φροντίζουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Κοινωνίες με αποδοτικούς θεσμούς, επειδή είναι πιο παραγωγικές, εξαφανίζουν τις κοινωνίες με αναποτελεσματικούς θεσμούς. Η σχεδιασμένη κοινωνική μεταρρύθμιση δεν είναι αναγκαία. Το αόρατο χέρι της αγοράς προσφέρει αποτελεσματικούς θεσμούς, ακριβώς όπως προσφέρει τα προϊόντα που θέλουν περισσότερο οι άνθρωποι.

Η κατάρρευση του κομουνισμού μπορεί ακόμη να θεωρηθεί ως επικύρωση αυτής της αρχής. Η θεωρία λειτουργεί. Ο εσφαλμένος συλλογισμός αυτής της οπτικής εμφανίζεται στο μάκρος του χρόνου που είναι αναγκαίος προκειμένου οι αποτελεσματικοί θεσμοί να εξαφανίσουν τους αναποτελεσματικούς θεσμούς. Στην περίπτωση του κομουνισμού, αυτό χρειάστηκε εβδομήντα πέντε χρόνια. Χρειάστηκαν σχεδόν χίλια χρόνια για να τελειώσουν οι Σκοτεινοί Χρόνοι. Χωρίς τους σωστούς θεσμούς, οι καλύτερες τεχνολογίες δεν απόκτησαν ποτέ αξία για την Κίνα και ποτέ δεν προέκυψαν τα οφέλη αυτών των λαμπρών εφευρέσεων. Το μη αποτελεσματικό ηττάται τελικά, αλλά συχνά μένει αναποτελεσματικό για αιώνες και το αποτελεσματικό εμφανίζεται σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου.

Ο Ρόλος της κυβέρνησης

Ιστορικά, η κυβέρνηση έπαιξε σημαντικό ρόλο για την ενσωμάτωση αυτών που αποκλείει ο καπιταλισμός. Όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, ο ρόλος της κυβέρνησης θα είναι κεντρικός, αν και πολύ διαφορετικός από το ρόλο της κυβέρνησης στο σοσιαλισμό η στο κράτος κοινωνικής πρόνοιας, ως προς την αποκατάσταση μιας οικονομίας η οποία μπορεί να παράγει αυξανόμενους πραγματικούς μισθούς για τους περισσότερους πολίτες της σε μια εποχή βιομηχανιών τεχνητής νοημοσύνης. Ωστόσο, για τον καπιταλισμό είναι πολύ δύσκολο να καθορίσει τον κατάλληλο ρόλο της κυβέρνησης. Οι συζητήσεις για το ρόλο που θα πρέπει να παίζει η κυβέρνηση και για το αν θα πρέπει ή δεν θα πρέπει να κάνει κάτι για να αλλάζει τα αποτελέσματα της αγοράς χαρακτηρίζουν στην πραγματικότητα την εποχή του καπιταλισμού, αφού σε όλα τα άλλα προγενέστερα επιτυχή συστήματα δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Στην Αρχαία Αίγυπτο ή στη Ρώμη, κανείς δεν θα καταλάβαινε τι συζητιόταν, αν άρχιζε μια συζήτηση για τα όρια της κυβέρνησης. Αυτά τα οποία θεωρούμε δημόσιο και ιδιωτικό, ήταν τόσο συνυφασμένα που καθιστούσαν άχρηστη μια τέτοια διάκριση. Παρομοίως, στο φεουδαρχισμό, ο φεουδάρχης παρείχε τόσο αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε κρατικές υπηρεσίες (άμυνα, νόμο και τάξη) και αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ιδιωτική απασχόληση. Οι διαταγές του εφαρμόζονταν σε καθετί που γινόταν στην επικράτειά του. Μόνο στον καπιταλισμό υπάρχει ένας ιδιωτικός οικονομικός τομέας τον οποίο διευθύνει ο καπιταλισμός και ένας δημόσιος κρατικός τομέας για να αντιμετωπίζει μη οικονομικά προβλήματα, στον οποίο κυριαρχούν άλλες δυνάμεις. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που σε αυτά τα πλαίσια ο καπιταλισμός επιθυμεί να μειώσει το ρόλο του δημόσιου τομές στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο το οποίο συμβιβάζεται με την ίδια την επιβίωσή του.

Αν η κυβέρνηση δεν πρόκειται να είναι ο σοσιαλιστικός ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής ή να παρέχει κοινωνική πρόνοια, τότε τι θα είναι; Η θεωρητική απάντηση του καπιταλισμού είναι ότι δεν υπάρχει σχεδόν καμία ανάγκη να υπάρχει κυβέρνηση ή οποιεσδήποτε άλλες μορφές κοινωνικών δραστηριοτήτων. Οι καπιταλιστικές αγορές μπορούν να παράσχουν αποτελεσματικά όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που οι άνθρωποι θέλουν ή χρειάζονται, εκτός από εκείνα τα ελάχιστα στοιχεία τα οποία είναι γνωστά ως καθαρά δημόσια αγαθά.

Τα καθαρά δημόσια αγαθά έχουν τρία μοναδικά χαρακτηριστικά που νικούν την αποτελεσματικότητα των ιδιωτικών αγορών, αλλά αυτά τα τρία χαρακτηριστικά είναι τόσο μοναδικά που ίσως υπάρχει ένα μόνον καθαρά δημόσιο αγαθό, η εθνική άμυνα και ακόμη και αυτό είναι συζητήσιμο. Το πρώτο χαρακτηριστικό ενός καθαρά δημόσιου αγαθού είναι ότι η κατανάλωσή του από οποιονδήποτε, όσο εκτεταμένη και αν είναι, δεν περιορίζει την ποσότητα αυτού του αγαθού που είναι διαθέσιμή για να καταναλωθεί από οποιουσδήποτε άλλους. Αν κάποιος απολαμβάνει τη χρήση της εθνικής άμυνας, αυτό δεν εμποδίζει να απολαμβάνει ή να χρησιμοποιεί κάποιος άλλος την εθνική άμυνα. Όσον αφορά τα συνηθισμένα οικονομικά αγαθά, αν κάποιος φάει ένα καρότο, κάποιος άλλος δεν μπορεί να φάει το ίδιο καρότο. Αφού τα καθαρά δημόσια αγαθά δεν εξαντλούνται αν καταναλωθούν από κάποιον, πώς θα μπορούσαν να πουληθούν σε μια οικονομία της αγοράς; Τα συνήθη αγαθά πουλιούνται ακριβώς για να δώσουν στον αγοραστή τους μια μονοπωλιακή θέση σε σχέση με την κατανάλωση αυτού που αγόρασε.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό ενός καθαρά δημόσιου αγαθού είναι πως είναι αδύνατον να εμποδιστούν άλλοι να απολαμβάνουν τη χρήση του. Αν είχε δημιουργηθεί το αμυντικό πυραυλικό σύστημα Πόλεμος των Άστρων, του προέδρου Ρέιγκαν, θα προστάτευε τους πάντες ή κανέναν. Είναι αδύνατον να πουλιούνται αγαθά στις ιδιωτικές αγορές, όταν οι δυνητικοί αγοραστές μπορούν να αρνηθούν να πληρώσουν και ωστόσο απολαμβάνουν την ελεύθερη χρήση αυτών των αγαθών εφόσον υπάρχουν.

Το τρίτο χαρακτηριστικό απορρέει από τα δύο πρώτα. Επειδή οι πάντες μπορούν να απολαμβάνουν την ταυτόχρονη χρήση αυτών των αγαθών και επειδή κανένας δεν μπορεί να εμποδιστεί να τα χρησιμοποιήσει, οι πάντες έχουν κίνητρο να κρύψουν τις πραγματικές οικονομικές απαιτήσεις τους για αυτά τα καθαρά δημόσια αγαθά, ώστε να αποφύγουν να πληρώσουν το μερίδιο του κόστους που τους αναλογεί. Τα άτομα δεν θα αποκαλύψουν τις προτιμήσεις τους, αφού αν ισχυρίζονται ότι δεν τους ενδιαφέρει (δεν έχουν απαιτήσεις) η εθνική άμυνα, κάποιος άλλος θα πρέπει να πληρώσει για προγράμματα όπως ο Πόλεμος των Άστρων, ακόμη και αν τούτα τα αγαθά έχουν πράγματι αξία για αυτά τα άτομα. Προκειμένου για τα συνηθισμένα αγαθά, οι άνθρωποι αποκαλύπτουν τις προτιμήσεις τους όταν τα αγοράζουν. Κάνοντάς το, δηλώνουν δημοσίως ότι αυτά τα αγαθά αξίζουν για αυτούς τουλάχιστον όσο η αγοραία τιμή τους. Αν κρύβουν τις προτιμήσεις τους, δεν παίρνουν αυτό που θέλουν.

Ως αποτέλεσμα αυτών των χαρακτηριστικών, είναι αναγκαίο να χρησιμοποιούνται οι κυβερνήσεις και οι ικανότητές τους να εισπράττουν υποχρεωτικούς φόρους για να συγκεντρώνουν τα κεφάλαια που είναι αναγκαία για την παροχή αυτών των καθαρά δημόσιων αγαθών τα οποία θέλουν πραγματικά οι άνθρωποι. Σε σχέση με τις πραγματικές επιθυμίες και ανάγκες, οι ελεύθερες αγορές θα παρείχαν πολύ λίγα καθαρά δημόσια αγαθά. Όμως, αν εξετάσουμε τις περισσότερες δραστηριότητες των σύγχρονων κυβερνήσεων, πολύ λίγες ανταποκρίνονται στα κριτήρια των καθαρά δημόσιων αγαθών. Ακόμη και η εθνική άμυνα δεν ανταποκρίνεται πλήρως σε αυτά τα κριτήρια (κάποιος θα μπορούσε να οργανώσει ένα αμυντικό σύστημα Πόλεμος των Άστρων για ένα μέρος της χώρας και όχι για την υπόλοιπη χώρα).

Η υγεία και η υγειονομική περίθαλψη δεν ανταποκρίνονται σίγουρα σε αυτά τα κριτήρια. Οι άνθρωποι δεν μοιράζονται την εκπαίδευσή τους ή την υγειονομική περίθαλψή τους με οποιονδήποτε άλλο και εκείνοι που δεν πληρώνουν για παιδεία ή υγειονομική περίθαλψη μπορούν να αποκλειστούν από τη χρήση τους. Οι ιδιωτικές αγορές μπορούν να οργανώσουν και οργανώνουν επιτυχημένους εκπαιδευτικούς και υγειονομικούς οργανισμούς. Το ίδιο ισχύει για τη δημόσια ασφάλεια. Οι αστυνομικοί ή οι πυροσβέστες μπορούν να φυλάγουν κάποιο άτομο, αλλά όχι κάποιο άλλο. Στην πραγματικότητα, ιδιωτικοί αστυνομικοί αντικαθιστούν τους δημόσιους αστυνομικούς. Η δικαιοσύνη θα μπορούσε να ιδιωτικοποιηθεί και ιδιωτικοποιείται.

Εκτός από τα καθαρά δημόσια αγαθά, υπάρχουν μερικές δραστηριότητες που αφορούν δαπάνες ή ωφέλειες χωρίς συγκεκριμένο αντάλλαγμα και των οποίων το κόστος ή η ωφέλεια δύσκολα μπορούν να υπολογιστούν με ακρίβεια και να ενταχτούν στο σύστημα τιμών. Η εκπαίδευση μπορεί να έχει θετικό αντάλλαγμα ως προς το ότι όταν εργάζεται κανείς με άλλα μορφωμένα άτομα, αυτό αυξάνει την παραγωγικότητά του. Επομένως, έχω συμφέρον να επιδοτώ την εκπαίδευσή τους. Αντίστροφα, ένα αεροδρόμιο έχει αρνητικό αντάλλαγμα, αφού εκείνοι που μένουν κοντά του είναι υποχρεωμένοι να ακούν το θόρυβό του. Όμως, και στις δύο περιπτώσεις, η σωστή απάντηση είναι κυρίως ένα σύστημα δημοσίων επιδοτήσεων ή δημοσίων φόρων για να ενθαρρύνονται ή να αποθαρρύνονται αυτές οι δραστηριότητες. Η σωστή απάντηση δεν είναι πότε η δημόσια χορηγία και πότε μια τόσο μεγάλη επιδότηση που να καλύπτει το συνολικό κόστος κάποιας δραστηριότητας. Το μεγαλύτερο μέρος των ωφελειών πηγαίνει σε εκείνους που μορφώνονται, ακόμη και αν μέρος αυτών των δαπανών χωρίς συγκεκριμένο αντάλλαγμα βοηθά και άλλους.

Ας εξετάσουμε το ταχυδρομείο. Κανείς μπορεί να υποστηρίξει ότι την εποχή της αποικιακής Αμερικής, όταν ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν εφεύρε το αμερικανικό ταχυδρομείο, αυτό ήταν ουσιαστικό συστατικό των επικοινωνιών που ένωναν δεκατρείς εντελώς διαφορετικές αποικίες. Αν η Αμερική ήθελε να γίνει Αμερική και οι πολίτες δεκατριών διαφορετικών αποικιών ήθελαν να γίνουν Αμερικανοί, χρειάζονταν να επικοινωνούν μεταξύ τους και ο ρόλος της κυβέρνησης ήταν να κάνει αυτή την επικοινωνία φτηνότερη και πιο εξισωτική ως προς τις τιμές από ό,τι θα ήταν αν αυτή η νέα χώρα εξυπηρετούνταν από κάποια ιδιωτική ταχυδρομική υπηρεσία. Όμως, κανένα από αυτά τα επιχειρήματα δεν ισχύει σήμερα. Υπάρχουν ιδιωτικές ταχυδρομικές υπηρεσίες οι οποίες λειτουργούν πιο αποδοτικά από τις δημόσιες και εκείνο που διατηρεί την ενότητα της κουλτούρας μας είναι τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία είναι ιδιωτικά, και όχι η δυνατότητα να στέλνουμε ο ένα στον άλλο γράμματα, ταχείας μεταφοράς, στην ίδια τιμή των τριάντα δύο σεντς. Η United Parcel και η Federal Express θα ήταν ευτυχείς αν αναλάμβαναν τη λειτουργία του δημόσιου ταχυδρομείου. Παρομοίως, ιδιωτικές εταιρείες θα ήταν ευτυχείς αν έκτιζαν και λειτουργούσαν σταθμούς διοδίων. Βάζοντας κωδικούς αναγνώρισης στα αυτοκίνητα και ανιχνευτές στους δρόμους, θα μπορούσαμε να κάνουμε όλους τους δρόμους, ακόμη και τους δρόμους εντός των πόλεων, δρόμους με διόδια. Η κοινωνική ασφάλιση θα μπορούσε να αντικατασταθεί από ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα.

Στον καπιταλισμό της μορφής «επιβίωση του ικανότερου», ο ρόλος της κυβέρνησης είναι πολύ μικρός. Όταν το Συμβόλαιο με την Αμερική μιλά για καθολική ιδιωτικοποίηση, μιλά για αναδίπλωση της δημόσιας σφαίρας. Καθώς το δημόσιο υποχωρεί όλο και λιγότερες προσπάθειες αφιερώνονται στο να αποδίδουν οι δημόσιες δραστηριότητες, η κυβέρνηση χαίρει όλο και μικρότερου σεβασμού, κάνοντας ακόμη πιο πιθανές περαιτέρω υποχωρήσεις. Πραγματικά, στις δημόσιες συζητήσεις, το δημόσιο είναι ο εχθρός του ιδιωτικού, αντί να θεωρείται συμπληρωματικός παράγοντας, ο οποίος είναι αναγκαίος για την ύπαρξη ενός επιτυχημένου ιδιωτικού τομέα.

Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, η οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη είναι αυτοσυντηρούμενες διαδικασίες. Δεν αναγνωρίζεται ο στόχος της οικονομικής ή κοινωνικής δικαιοσύνης. Οποιαδήποτε προσπάθεια να εισπραχτούν φόροι, ιδιαίτερα να πρόκειται για προοδευτική φορολογία, η να υπάρξει αναδιανομή εισοδήματος σε κάποια άλλη βάση εκτός από εκείνη της απόδοσης της αγοράς ότι παρεμβαίνει στα κίνητρα, στην αποτελεσματική λειτουργία των αγορών και οδηγεί σε έναν κόσμο διακρίσεων εναντίον των καλύτερων. Αρνείται τη νομιμότητα της αναδιανομής του εισοδήματος, που είναι η κύρια δραστηριότητα όλων των σύγχρονων κυβερνήσεων. Θα πρέπει να επιτρέπεται στους ανθρώπους να κρατούν για τους ίδιους αυτό που κερδίζουν. Οτιδήποτε άλλο θα έκανε την αγορά λιγότερο αποδοτική από ό,τι θα μπορούσε να είναι. Οι κυβερνήσεις υπάρχουν για να διατηρούν την ατομική ιδιοκτησία και όχι για να την παίρνουν.

Για να παιχτεί το καπιταλιστικό παιχνίδι, η οικονομία πρέπει να ξεκινήσει με κάποια αρχική κατανομή αγοραστικής δύναμης. Ποια θα είναι αυτή; Μόνον ως προς αυτό μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο η κυβέρνηση. Αφού καθοριστεί το αρχικό σημείο εκκίνησης, η ίδια η αγορά παράγει την άριστη κατανομή αγοραστικής δύναμης για τον επόμενο γύρο οικονομικής δραστηριότητας. Το παιχνίδι διεξάγεται και οι διαφορές που δημιουργούνται στην αγορά είναι δίκαιες, αφού είναι «φυσιολογικές» και το προϊόν ενός «δίκαιου» παιχνιδιού. Αυτό το πρόβλημα της αρχικής εκκίνησης εμφανίζεται σήμερα στις πρώην κομουνιστικές χώρες . Για να μεταβούν από μια κομουνιστική σε μια καπιταλιστική οικονομία, πρέπει να καθιερωθούν δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας στα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στο κράτος. Ενώ στον καπιταλισμό δεν υπάρχει καμιά θεωρία που να λέει ότι κάποια κατανομή είναι καλύτερη ή χειρότερη από κάποια άλλη, πρέπει να επιβληθεί κάποια κατανομή ιδιωτικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Όμως, αυτό το σημείο εκκίνησης διαμορφώθηκε εδώ και καιρό στον «παλιό» καπιταλιστικό κόσμο.

Εκτός από το να παρέχουν καθαρά δημόσια αγαθά και να επιδοτούν ή να φορολογούν δραστηριότητες χωρίς συγκεκριμένο αντάλλαγμα και των οποίων το κόστος ή το όφελος δύσκολα μπορούν να υπολογιστούν, οι κυβερνήσεις δεν έχουν να παίξουν κανέναν άλλο ρόλο. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει σε μια κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η κλοπή. Χρειάζεται ένα νομικό σύστημα το οποίο να εγγυάται την ύπαρξη της ατομικής ιδιοκτησίας και την εφαρμογή των συμβολαίων. Όμως, όπως υποστηρίζουν συντηρητικοί οικονομολόγοι, όπως ο Γκάρι Μπέκερ, ενώ ο καπιταλισμός χρειάζεται τα δικαιώματα ιδιοκτησίας για να λειτουργεί, δεν χρειάζεται δημόσιους εισαγγελείς ή δημόσιους αστυνομικούς για να λειτουργεί. Τα συμβόλαια και τα δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας θα μπορούσαν να εφαρμόζονται αφήνοντας τα άτομα να ενάγουν το ένα το άλλο προκειμένου να εφαρμόσουν τα νόμιμα δικαιώματά τους. Όσον αφορά το νομικό σύστημα, ο καπιταλισμός χρειάζεται κάτι, αλλά αυτό το κάτι θα μπορούσε να είναι πολύ στοιχειώδες και να υπάγεται πολύ λιγότερο στον δημόσιο τομέα από ότι σήμερα.

Υπάρχει, φυσικά, μια αδυναμία σε αυτό το επιχείρημα. Ας εξετάσουμε το ζήτημα της κλοπής. Είναι δυνατόν να προστατεύει κανείς τα δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας με κλειδαριές, συναγερμούς και ιδιωτικούς μισθωμένους φρουρούς. Όμως, κάτι τέτοιο είναι δαπανηρό. Είναι πολύ πιο αποτελεσματικό να μεταδίδονται κοινωνικές αξίες που κάνουν τους ανθρώπους να μην κλέβουν. Με τέτοιες αξίες, η ατομική ιδιοκτησία προστατεύεται με μηδενικό κόστος. Το επιθετικό άτομο εξημερώνεται κοινωνικά, αντί να εξαναγκάζεται φυσικά. Οι κοινωνίες λειτουργούν πολύ καλά μόνον όταν η συμπεριφορά των μελών τους είναι εθελοντική κατά το μεγαλύτερο μέρος. Ωστόσο, ποιος θα αποφασίσει ποιες κοινωνικές αξίες θα μεταδοθούν στους νέους; Σε αυτό το ερώτημα, ο καπιταλισμός δεν έχει καμιά απάντηση. Οι αξίες είναι απλώς ατομικές προτιμήσεις. Δεν έχουν καμιά υπερβολική διάσταση. Στον καπιταλισμό, ο στόχος του συστήματος είναι να μεγιστοποιεί την προσωπική ικανοποίηση επιτρέποντας στα άτομα να κάνουν προσωπικές επιλογές. Τα άτομα είναι οι καλύτεροι κριτές των συνεπειών των πράξεών τους και μπορούν να αποφασίσουν καλύτερα τι είναι εκείνο που αυξάνει την προσωπική ευημερία τους. Τα άτομα επιλέγουν, πραγματοποιείται ελεύθερη ανταλλαγή, οι αγορές εκκαθαρίζονται και λίγες είναι οι κοινωνικές επιλογές που μπορούν να γίνουν. Δεν εμφανίζονται κοινωνικές ιδέες, όπως η τιμιότητα ή η ισότητα.

Κατά συνέπεια, από την οπτική του καπιταλισμού, υπάρχουν λίγα πεδία στα οποία η κυβέρνηση μπορεί να συμβάλλει θετικά στην οικονομία και πολλά πεδία στα οποία η παρέμβασή της είναι επιζήμια. Αυτό οδηγεί στο να αντιμετωπίζεται η κυβέρνηση ως κάτι που εκτροχιάζει συχνά την οικονομία και όχι ως κάτι αναγκαίο για την επιτυχημένη λειτουργία της. Η συντηρητική αντίληψη για την κυβέρνηση θεωρεί ότι οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως βίαιοι και υποτάσσονται στην κεντρική εξουσία με αντάλλαγμα την ασφάλεια και τη σταθερότητα. Το χάος, η έλλειψη δικαιωμάτων ιδιωτικής ιδιοκτησίας είναι εκείνοι οι παράγοντες που οδηγούν ουσιαστικά στην ανάγκη να υπάρχει κυβέρνηση. Όμως, ιστορικά δεν συνέβη έτσι. Ακριβώς, η άποψη του καπιταλισμού για την κυβέρνηση είναι καθυστερημένη. Οι ομάδες προηγούνται κατά πολύ των ατόμων. Η κοινωνική στήριξη και η κοινωνική πίεση κάνουν τους ανθρώπους ανθρώπους.

Καμιά σημαντική ομάδα ανθρώπινων όντων δεν έζησε ποτέ σε μια ατομικιστική φυσική κατάσταση. Κανένα σύνολο αγρίων δεν ενώθηκαν για να αποφασίσουν τον σχηματισμό κυβέρνησης για το συμφέρον τους. Η κυβέρνηση ή η κοινωνική οργάνωση υπάρχουν από τότε που υπάρχει η ανθρωπότητα. Η ατομικότητα δεν ήταν εκείνη που υπήρξε πρώτη και υποτάχτηκε για να επιτευχθεί κοινωνική τάξη, αλλά αντίθετα είναι άμεσο προϊόν της κοινωνικής τάξης. Τα άτομα δεν παραιτήθηκαν από ατομικά δικαιώματα έναντι της κοινότητας. Οι κοινωνικές αξίες διαμόρφωσαν τις ατομικές αξίες και όχι το αντίστροφο. Η ατομικότητα είναι προϊόν της κοινότητας και όχι κάτι που πρέπει να θυσιαστεί στην κοινότητα.

Αυτό που λείπει σε αυτήν την αρνητική άποψη για την κυβέρνηση είναι η κατανόηση ότι οι ελεύθερες αγορές απαιτούν μια φυσική, κοινωνική, πνευματική, εκπαιδευτική και οργανωτική υποδομή στήριξης. Ακόμη πιο σημαντικό: Απαιτούν κάποια κοινωνική συγκολλητική ουσία, αλλιώς τα άτομα θα συγκρούονται συνεχώς μεταξύ τους.

Βιολογικά, μερικά είδη είναι μοναχικά ζώα που ζουν μόνα τους εκτός από τότε που ζευγαρώνουν. Άλλα είδη ζουν κατά αγέλες ή κοπάδια. Ο άνθρωπος ανήκει σαφώς στη δεύτερη κατηγορία. Οποιαδήποτε επιτυχημένη ανθρώπινη κοινωνία πρέπει να αναγνωρίζει αυτή την πραγματικότητα, αλλά ο καπιταλισμός δεν την αναγνωρίζει. Οι επιτυχημένες κοινωνίες πρέπει να εξασφαλίζουν την ισορροπία ανάμεσα στις δύο πλευρές της ανθρωπότητας. Ναι, τα άτομα είναι εγωιστικά, αλλά δεν είναι μόνον εγωιστικά. Ναι, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι εξυπηρετούν μερικές φορές προσωπικές επιδιώξεις και όχι το κοινό καλό, αλλά δεν γίνεται πάντα έτσι. Το ζήτημα δεν είναι ατομική επιλογή έναντι κοινωνικών δεσμών, αλλά πώς ανακαλύπτεται το καλύτερο μείγμα ατομικών δράσεων που θα επιτρέψει σε μια κοινωνία να διατηρηθεί και να ανθήσει.

Θεωρητικά ο καπιταλισμός δεν ισχυρίζεται ότι θα φτάσει σε κάποιο ένδοξο προορισμό, ότι θα μεγιστοποιήσει τα ποσοστά ανάπτυξης ή θα παράγει υψηλότερα εισοδήματα. Απλώς ισχυρίζεται ότι κανένα άλλο σύστημα δεν τα καταφέρνει καλύτερα όσον αφορά τη μεγιστοποίηση των ατομικών προσωπικών προτιμήσεων. Όμως, δεν έχει καμιά θεωρία για το πώς διαμορφώθηκαν ή θα διαμορφωθούν αυτές οι προτιμήσεις. Θα μεγιστοποιήσει τις διεστραμμένες αυτοκαταστροφικές προτιμήσεις το ίδιο γρήγορα με τις αλτρουιστικές ανθρωπιστικές προτιμήσεις. Από όπου και αν προέρχονται και όπως και αν διαμορφώνονται οι προτιμήσεις, ο καπιταλισμός δεν ενδιαφέρεται για αφηρημένη αποτελεσματικότητα η ενστάλαξη αξιών τιμιότητας υπάρχει στο βαθμό που το σύστημα λειτουργεί με το χαμηλότερο κόστος. Ο καπιταλισμός υπάρχει για να επιτρέπει στους πάντες να μεγιστοποιούν το προσωπικό τους όφελος με το να κάνουν χρήση του δικαιώματος να ικανοποιούν τις δικές τους ατομικές, προσωπικές προτιμήσεις. Το να θέλει κανείς να είναι εγκληματίας είναι εξίσου νόμιμο με το να θέλει να γίνει ιερέας.

Κανείς μπορεί να υποστηρίξει, όπως κάνει το κίνημα του κοινοτισμού, ότι οι κοινωνίες μας ήταν πιο αποδοτικές και ανθρώπινες στο παρελθόν και θα μπορούσαν να γίνουν πιο αποδοτικές και ανθρώπινες στο μέλλον, αν μεταδίδονταν στους νέους οι σωστές κοινωνικές αξίες. Αυτά τα επιχειρήματα μπορεί να ισχύουν, αλλά κανείς δεν ξέρει πώς να πάει από το εδώ στο εκεί. Για την ακρίβεια, ποιες είναι οι σωστές αξίες και πώς συμφωνούμε για αυτές. Οι χριστιανοί φονταμενταλιστές έχουν ένα σύνολο αξιών (όχι στις εκτρώσεις, σχολική προσευχή, δημιουργία του κόσμου από το Θεό), που πολλοί άλλοι δεν θέλουν να διδάσκονται στα παιδιά τους. Ακόμη και αν υπάρξει συμφωνία για τις αξίες, ποιες είναι οι νόμιμες και ποιες οι μη νόμιμες τεχνικές για τη μετάδοση αυτών των αξιών για τις οποίες έχουμε συμφωνήσει; Ακόμη και αν μπορούσε να υπάρξει συμφωνία για τους στόχους και τα μέσα, πώς μπορούμε να αντισταθούμε στις θεμελιακές δυνάμεις των οικονομικών τεκτονικών πλακών; Αυτές οι αξίες δεν θα μεταδίδονται στο παρόν ή στο μέλλον από την οικογένεια, την Εκκλησία ή άλλους κοινωνικούς θεσμούς. Μεταδίδονται και θα μεταδίδονται από τα ηλεκτρονικά μαζικά μέσα ενημέρωσης.

Τα μέσα ενημέρωσης βγάζουν λεφτά πουλώντας έξαψη. Είναι συναρπαστικό να διαρρηγνύει κανείς τους υπάρχοντες κοινωνικούς κανόνες. Μάλιστα μπορεί να υποστηριχτεί ότι τα μέσα ενημέρωσης χρειάζεται να διαρρηγνύουν όλο και περισσότερο τους θεμελιακούς κανόνες για να προκαλούν έξαψη, αφού η παραβίαση οποιουδήποτε κώδικα συμπεριφοράς γίνεται βαρετή, όταν τη έχουμε δει αρκετές φορές. Το κλέψιμο αυτοκινήτων και η καταδίωξη από την αστυνομία είναι κάτι το συναρπαστικό την πρώτη φορά και ίσως την εκατοστή φορά, αλλά τελικά το να βλέπουμε καταδίωξη αυτοκινήτων δεν είναι πια συναρπαστικό και πρέπει να διαπραχτεί κάποια πιο θεμελιακή παραβίαση κοινωνικού κανόνα για να προκαλέσει έξαψη. Η έξαψη πουλάει. Η υπακοή σους υπάρχοντες ή σε νέους κοινωνικούς κανόνες δεν προκαλεί έξαψη και δεν πουλάει. Η αντίσταση στην παρόρμηση να κλέψεις κάποιο αυτοκίνητο δεν προκαλεί ποτέ έξαψη. Τα πράγματα είναι τόσο απλά.

Προτιμήσεις

Οι αξίες η οι προτιμήσεις είναι η μαύρη τρύπα του καπιταλισμού. Το σύστημα υπάρχει για να τις υπηρετεί, αλλά δεν υπάρχουν καπιταλιστικές θεωρίες για καλές ή κακές προτιμήσεις, δεν υπάρχουν καπιταλιστικές θεωρίες για το πώς θα έπρεπε να αλλάζουν η να ελέγχονται οι αξίες. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, αφού αυτό που υπήρχε προηγουμένως αλλάζει πάντοτε αυτό που θα έρθει. Όμως, η ιστορία, σε μεγάλο βαθμό όπως τα αεροπορικά ατυχήματα, μπορεί να μας διδάξει πώς να οικοδομήσουμε πιο επιτυχημένες ανθρώπινες κοινωνίες, αν την αναλύσουμε προσεκτικά, όπως κάνουμε με τα αεροπορικά ατυχήματα, για να δούμε τι δεν πήγε καλά. Το να αγνοούμε τις κοινωνικές πλευρές της ανθρωπότητας είναι σαν να σχεδιάζουμε έναν κόσμο για ένα ανθρώπινο είδος που δεν υπάρχει. Η παραλίγο εξάλειψη του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς στη διάρκεια της Μεγάλης Κρίσης και χίλια χρόνια ανθρώπινης παρακμής στη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων είναι κοινωνικά ατυχήματα που πρέπει να τα κατανοήσουμε. Η μακρόχρονη επιτυχία που οδήγησε τελικά σε αποτυχία στην Αίγυπτο, στη Ρώμη και στην κίνα είναι μνημεία ανθρώπινων επιτευγμάτων και ανθρώπινης ηλιθιότητας.