ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ

Γιατί αρχαίο ελληνικό, σε αντιπαράθεση με το νεότερο πολιτικό φαντασιακό; Γιατί φαντασιακό; Διότι υποστηρίζω ότι η ανθρώπινη ιστορία, και κατά συνέπεια οι διάφορες μορφές γνωστών κοινωνιών που παρουσιάστηκαν μέσα σ’ αυτήν, καθορίζεται ουσιαστικά από τη φαντασιακή δημιουργία. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, φαντασιακό δεν σημαίνει, προφανώς φαντασμικό, πλασματικό ή ειδωλικό. Σημαίνει τοποθέτηση καινούριων μορφών. Η τοποθέτηση αυτή δεν είναι καθορισμένη αλλά καθοριστική. Πρόκειται για τοποθέτηση χωρίς κίνητρο η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη βοήθεια κάποιου αιτιακού, λειτουργικού ή ακόμα και ορθολογικού σχήματος.

Οι μορφές, που δημιουργεί κάθε κοινωνία, στήνουν έναν κόσμο, μέσα στον οποίον η δεδομένη κοινωνία εγγράφεται και δίνει στον εαυτό της μια θέση. Μέσω αυτών συγκροτεί ένα σύστημα κανόνων, θεσμών με την ευρύτερη έννοια του όρου, αξιών, προσανατολισμών, και σκοπών τόσο της συλλογικής όσο και της ιδιωτικής ζωής. Στον πυρήνα των μορφών αυτών βρίσκονται κάθε φορά οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες, που δημιουργεί η κοινωνία, και που ενσαρκώνονται μέσα στους θεσμούς της. Ο Θεός είναι μια απ’ τις κοινωνικές φαντασιακές σημασίες, όπως επίσης και ο σύγχρονος ορθολογισμός και ούτω καθεξής. Ο απώτερος στόχος της κοινωνικής και ιστορικής έρευνας είναι ή, στο μέτρο του δυνατού, ανασύσταση και ανάλυση των σημασιών της εκάστοτε υπό μελέτη κοινωνίας.

Δεν είναι δυνατόν να σκεφθούμε αυτήν τη δημιουργία σαν έργο ενός ή μερικών συγκροτημένων ατόμων. Πρόκειται για ανώνυμο και συλλογικό φαντασιακό, για θεσμίζον φαντασιακό, το οποίο, από την άποψη αυτή θα αποκαλέσουμε θεσμίζουσα εξουσία. Εξουσία που δεν είναι δυνατόν ποτέ να αποσαφηνισθεί ολοκληρωτικά. Ασκείται, παραδείγματος χάριν, από το γεγονός ότι κάθε νεογέννητο σ’ έναν κοινωνικό χώρο, υφίσταται μέσω της κοινωνικοποίησής του την επιβολή μιας γλώσσας. Όμως μια γλώσσα δεν είναι ποτέ απλώς μια γλώσσα, είναι και ένας ολόκληρος κόσμος.

Υφίσταται επίσης της επιβολή αγωγής και συμπεριφοράς, έλξεων και απωθήσεων κ.λ.π. Κρυμμένη σ’ έναν μεγάλο βαθμό μέσα στα τρίσβαθα της κοινωνίας η θεσμίζουσα εξουσία δεν μπορεί ποτέ να διαυγασθεί εντελώς. Ταυτόχρονα όμως κάθε κοινωνία θεσμίζει, και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να θεσμίσει, μια ρητή εξουσία, με την οποία και συνδέω την έννοια της πολιτικής. Μ’ άλλα λόγια, συγκροτεί τους φορείς που έχουν τη δυνατότητα ρητά; Και αποτελεσματικά να εκδίδουν κυρώσιμες διαταγές. Γιατί είναι απαραίτητη αυτού του είδους η εξουσία, η οποία και ανήκει στα ελάχιστα καθολικά χαρακτηριστικά του κοινωνικο-ιστορικού;

Αυτό μπορεί να το δει κανείς διαπιστώνοντας κατ’ αρχήν ότι κάθε κοινωνία οφείλει να συντηρείται, να διατηρείται, να αμύνεται. Διότι κάθε κοινωνία τίθεται διαρκώς υπό αμφισβήτηση κατ’ αρχήν από την ανακάλυψη του κόσμου, του κοσμικού υπόβαθρου, που ήταν ήδη διαμορφωμένο πριν από τη δική μας κοινωνική σύσταση. Απειλείται από τον ίδιο της τον εαυτό, από το ίδιο της το φαντασιακό που μπορεί να αναδυθεί και να θέσει υπό αμφισβήτηση την υπάρχουσα θέσμιση. Απειλείται επίσης από τις ατομικές παρεκκλίσεις, αποτέλεσμα του γεγονότος ότι στον πυρήνα κάθε ανθρώπινου όντος βρίσκεται μια ιδιαίτερη ατίθασης και αδάμαστη ψυχή.

Απειλείται τελικά και μέχρις νεοτέρας διαταγής, από τις άλλες κοινωνίες. Πάνω απ’ όλα όμως, κάθε κοινωνία βρίσκεται βυθισμένη σε μια ανεξέλεγκτη χρονική διάσταση, σ’ ένα μέλλον που πρέπει να κατασκευασθεί και, σχετικά με το οποίο δεν υπάρχουν μόνο τεράστιες αβεβαιότητες, αλλά και αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν.

Η ρητή εξουσία, αυτή για την οποία εν γένει μιλάμε όταν μιλάμε για εξουσία, αφορά το πολιτικό πεδίο. Και δεν πρόκειται για εξουσία που στηρίζεται στον καταναγκασμό, αν και προφανώς υπάρχει πάντα λίγο-πολύ καταναγκασμός, που όπως γνωρίζουμε μπορεί να φτάσει σε τερατώδεις μορφές.

Στηρίζεται κυρίως στην εσωτερίκευση από τα κοινωνικά κατασκευασμένα άτομα των σημασιών που η δεδομένη κοινωνία έχει θεσμίσει. Δεν είναι δυνατόν να στηριχθεί στον καταναγκασμό και μόνο, όπως αποδεικνύεται από το πρόσφατο παράδειγμα της κατάρρευσης των ανατολικών καθεστώτων. Χωρίς μια ελάχιστη αποδοχή των θεσμών, έστω και εκ μέρους ενός τμήματος του πληθυσμού, ο καταναγκασμός είναι ατελέσφορος.

Στην περίπτωση των ανατολικών χωρών είδαμε ότι, απ’ τη στιγμή που η ιδεολογία την οποία ήθελαν να επιβάλλουν στον πληθυσμό άρχισε να ξεφτίζει μέχρις ότου να καταρρεύσει αποκαλύπτοντας την απύθμενη ανιαρότητα της, από τη στιγμή αυτή ο καταναγκασμός ήταν βραχυπρόθεσμα καταδικασμένος μαζί με τα καθεστώτα που τον ασκούσαν –τουλάχιστον σ’ έναν κόσμο όπως ο σύγχρονος.

Ανάμεσα στις σημασίες εκείνες που ζωογονούν τους θεσμούς μιας κοινωνίας, υπάρχει μια ιδιαίτερη σημαντική: η σημασία η σχετική με την καταγωγή και το θεμέλιο της θέσμισης δηλαδή τη φύση της θεσμίζουσας εξουσίας, και αυτό που σε ένα πρωθύστερο νεότερο ίδρυμα ευρωκεντρικό, ή ακόμα και σινοκεντρικό, θα ονομάζουμε νομιμοποίηση ή νομιμότητά της. Αναφορικά με αυτό πρέπει να γίνεται μια θεμελιώδεις διάκριση, όταν ερευνούμε την ιστορία, μεταξύ ετερόνομων κοινωνιών και κοινωνιών όπου ξεπροβάλλει η ιδέα της αυτονομίας. Ονομάζω ετερόνομη κοινωνία την κοινωνία όπου ο νόμος, ο θεσμός, δίνεται από κάποιον άλλον και είναι πάντα δημιούργημα της κοινωνίας. Στη συντηρητική πλειοψηφία όμως των περιπτώσεων, η δημιουργία αυτού του θεσμού αποδίδεται σε μιαν αρχή εξωκοινωνική ή που, τέλος πάντων, ξεφεύγει από την εξουσία και την δράση των ανθρώπων. Αμέσως γίνεται φανερό πως, όσο κρατάει, η πεποίθηση αυτή αποτελεί τον καλύτερο τρόπο να εξασφαλιστεί το αιωνόβιο, το ανέγγιχτο του θεσμού.