2ο Κεφάλαιο
Η κοινωνική οικονομία ως παγκόσμιο φαινόμενο
Τα οικονομικά της αλληλεγγύης
Τα οικονομικά της αλληλεγγύης, μέσα από μια πολυεπίπεδη δραστηριότητα σε όλο τον κόσμο της κοινοτικής παραγωγής και του μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, είναι η βάση της αυξανόμενης ισχύος της κοινωνικής οικονομίας και αναδιανομής του εισοδήματος προς τα κάτω.
Είναι η πρακτική της αναγνώρισης, σύνδεσης, ενδυνάμωσης και δημιουργίας από τα κάτω πρωτοβουλιών εναλλακτικής οικονομίας. Μια τελείως διαφορετική προσέγγιση στην κυρίαρχη οικονομική. Αντί να αρχίζει από μία μεγάλη θεωρία, αρχίζει από τις πρακτικές μας. Δίνοντάς μας τη δυνατότητα ενίσχυσης των νέων οικονομικών σχέσεων στην κοινότητά μας.
Με την αναγνώριση στοιχείων αλληλέγγυας οικονομίας δύναται να ξεκινήσει η διαδικασία καλλιέργειας συλλογικής συνείδησης (ταυτότητας) και να εξελιχθεί η δικτύωση. Αυτή η διαδικασία συνεύρεσης των μέχρι πρότινος απομονωμένων πρωτοβουλιών αποτελούν τη βάση της στρατηγικής για μια αλληλέγγυα οικονομία. Δεν γίνονται «απλά για να γνωριστούμε», αλλά για να χτίσουμε αληθινές-ειλικρινείς σχέσεις αλληλοϋποστήριξης και οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των συμμετεχόντων από τη μία και από την άλλη να συνδεθούμε με τα κοινωνικά κινήματα που παλεύουν ενάντια στην κυριαρχία. Το τι μορφή θα έχουν αυτές οι «γνωριμίες» μεταξύ των διαφορετικών κομματιών της αλληλέγγυας οικονομίας και των κοινωνικών κινημάτων είναι κάτι που θα καθοριστεί στην πράξη, έχοντας στο νου μας ότι οι προσπάθειες για τη δημιουργία μίας διαφορετικής οικονομίας προϋποθέτουν ότι οι προσπάθειες αυτές είναι στην κατεύθυνση ενός ευρύτερου οράματος για την κοινωνία που θα προωθεί την επέκταση της δυναμικής της αλληλεγγύης.
Ορισμένα χαρακτηριστικά της διαδικασίας συγκρότησης της αλληλέγγυας οικονομίας είναι: η ενότητα στη διαφορά, η συλλογική δυναμική, η αυτονομία, η οριζόντια δικτύωση, η συνεργασία και αλληλοβοήθεια, η τοπική γείωση & η παγκόσμια αλληλοσύνδεση.
2.1. Η αλληλέγγυα οικονομία ως η υλική βάση των μετακαπιταλιστικών κοινωνιών
Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο υλοποιούν την αλληλέγγυα οικονομία. Εργάζονται και καταναλώνουν για την ευημερία των ιδίων και των συνανθρώπων τους, και όχι για το κέρδος. Αυτό που έχει σημασία στην αλληλέγγυα οικονομία, είναι η δημιουργία ικανοποιητικών οικονομικών συνθηκών για όλους τους ανθρώπους. Αυτό σημαίνει, τη διασφάλιση των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και εισοδήματος, την κατάργηση κάθε μορφής εκμετάλλευσης, κυριαρχίας και αποκλεισμού, την προστασία των οικοσυστημάτων καθώς και την προώθηση μίας βιώσιμης ανάπτυξης.
Το δίκτυο αυτό αρχικά ξεπήδησε από επιτυχημένες πρακτικές δημιουργίας θέσεων εργασίας και εισοδήματος, δίκαιου εμπορίου, ηθικής κατανάλωσης, αλληλέγγυας πίστωσης και τη διάχυση βιώσιμων παραγωγικών τεχνολογιών. Οι προσπάθειες αυτές, όμως, ήταν απομονωμένες. Ήταν απαραίτητο να εξελιχθούν σε συνεργατικά δίκτυα, που ενσωμάτωναν αυτές τις ποικιλόμορφες πρακτικές με στρατηγικές που αύξαναν το δυναμικό των οικονομικών ροών και τις διασυνδέσεις μεταξύ τους. Αυτό σήμαινε ότι η αλληλέγγυα πίστωση μπορούσε να επιτρέψει την ανάδυση παραγωγικών επιχειρήσεων υπό εργατική διαχείριση, που χρησιμοποιούσαν τεχνολογίες χαμηλών επιπτώσεων και προωθούσαν το ευρύτερο κοινωνικό όφελος.
Κύρια εμπόδια ανάπτυξης της αλληλέγγυας οικονομίας
Το κύριο εμπόδιο είναι πολιτισμικό. Για να ξεπεράσουμε μiα καταναλωτική κουλτούρα που αξιολογεί την ποσότητα, την υπερβολή, την ιδιοκτησία και τα απόβλητα, υψηλότερα από την ευημερία των ανθρώπων και των κοινοτήτων, πρέπει να αντικαταστήσουμε τις μη βιώσιμες μορφές παραγωγής, κατανάλωσης και αλλά και στιλ ζωής, με την καθιέρωση νέων τρόπων παραγωγής, κατανάλωσης και ζωής, βασισμένους στην αλληλεγγύη.
Καθώς προοδεύουν στα οικονομικά και πολιτισμικά πεδία αυτής της επανάστασης, τα δίκτυα αλληλεγγύης θα προοδεύουν επίσης και στη σφαίρα της πολιτικής μετασχηματίζοντας το Κράτος, δημιουργώντας και ενισχύοντας μηχανισμούς λαϊκής συμμετοχής. Δεν υπάρχει καμία γραμμικότητα σε αυτήν την επανάσταση. Κάθε πραγματικότητα αλλάζει με το δικό της τρόπο.
Με τον καιρό, η λογική της συγκέντρωσης πλούτου πάντοτε καταλήγει να εξασθενεί το δυναμισμό της τοπικής οικονομίας. Από την άλλη, ακόμη κι αν αποτελεί αληθές το γεγονός ότι η αλληλέγγυα οικονομία ενισχύει την τοπική ανάπτυξη, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι το πραγματοποιεί βάσει του παραδείγματος της διανομής του πλούτου και όχι της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Όσο περισσότερο διανέμεται ο πλούτος, μέσω της πρακτικής των δίκαιων τιμών (τόσο στην εμπορευματοποίηση των αγαθών και υπηρεσιών όσο και στην αμοιβή της αυτοδιαχειριζόμενης εργασίας), τόσο μεγαλώνει η τοπική ευημερία γενικότερα. Αυτές οι δίκαιες τιμές καθορίζονται από τους ίδιους τους οικονομικούς δρώντες -επιχειρήσεις, παραγωγούς, καταναλωτές που σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους σε κάθε συναλλαγή- βάσει μίας διαδικασίας που συντονίζεται μεταξύ των δικτύων.
Η αλληλέγγυα οικονομία βασίζεται σε ένα σύνολο αξιών, ταυτόχρονα ηθικών και οικονομικών, που υλοποιούνται σε συγκεκριμένες πρακτικές όπως η αυτοδιαχείριση, ο δημοκρατικός τρόπος λήψης αποφάσεων για την οικονομική δραστηριότητα και οικολογική επανοργάνωση των παραγωγικών αλυσίδων. Αν όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται από συνελεύσεις, είναι ιδιαιτέρως απίθανο αυτή η αυτοδιαχείριση να οδηγήσει στην απαξίωση της ίδιας της δημοκρατίας στην οποία βασίζεται.
Δύο από τους σημαντικότερα εμπόδια που αντιμετωπίζει η αλληλέγγυα οικονομία είναι ο μικρός βαθμός κατανόησής της από τις προοδευτικές κοινωνικές δυνάμεις καθώς και οι επιθετικές προσπάθειες των καπιταλιστικών δυνάμεων να οικειοποιηθούν της έννοιας της αλληλεγγύης, συνδέοντάς την με την ιδέα της κοινωνικής υπευθυνότητας.
Από την άλλη, φορείς της αλληλέγγυας οικονομίας που αναζητούν χρηματοδότηση από δημόσιους και ιδιαίτερα κρατικούς φορείς, χαμηλώνουν τους τόνους του ανταγωνιστικού και επαναστατικού της χαρακτήρα, αφήνοντας έτσι χώρο για διφορούμενες ερμηνείες που τις εντάσσουν στην ρητορική της κοινωνικής και περιβαλλοντικής υπευθυνότητας. Επιπλέον, και ενώ μαίνεται η διαμάχη για το αν στην πορεία θα χαθούν οι αξίες της αλληλέγγυας οικονομίας, μεγάλα κομμάτια των προοδευτικών κοινωνικών τομέων καταναλώνουν ακόμα μη αλληλέγγυα προϊόντα, χωρίς να αμφισβητούν τα αποτελέσματα αυτής της κατανάλωσης, η οποία ανατροφοδοτεί τα τοπικά και παγκόσμια καπιταλιστικά κυκλώματα.
Πολύτιμες πηγές γνώσης
Στην Λατινική Αμερική, η αλληλέγγυα οικονομία προοδεύει γρήγορα μαθαίνοντας από τα λάθη και τις επιτυχίες της και χάρη στη ροή της επικοινωνίας μεταξύ των συνεργατικών δικτύων, μπόρεσε να αναπτυχθεί.
Στην Αργεντινή, για παράδειγμα, μετά από μια αρχική έκρηξη στον αριθμό των ομάδων που αντάλλασσαν προϊόντα και υπηρεσίες με δικά τους τοπικά νομίσματα –οι οποίες σε κάποιο σημείο είχαν ξεπεράσει τους δύο εκατομμύρια συμμετέχοντες, με ορισμένες έρευνες να μιλούν για τρία ή πέντε εκατομμύρια- αυτά τα δίκτυα μειώθηκαν σε αριθμό. Η σοβαρότητα αυτού του αδιεξόδου οδήγησε στην εμφάνιση ενός νέου εθνικού δικτύου αλληλέγγυας ανταλλαγής, το οποίο είχε βελτιωθεί ως προς την οργάνωση και τη μεθοδολογία.
Στη Βραζιλία, τα μαθήματα από την Αργεντινή και τα άλλα μέρη οδήγησαν στη δημιουργία κοινοτικών τραπεζών, που λειτουργούν με κοινωνικά νομίσματα που εκδίδονται και κυκλοφορούν τοπικά, τα οποία είναι, σε αντίθεση με την περίπτωση της Αργεντινής πριν το αδιέξοδο, εγγυημένα απέναντι σε αποθεματικά, που σχηματίζονται με αλληλέγγυες μικροπιστώσεις. Το ηλεκτρονικό σύστημα που αναπτύχθηκε επιτρέπει συναλλαγές και με μη εγγυημένα νομίσματα, τα οποία κυκλοφορούν μόνο σε μία ομάδα χρηστών – εκδοτών, και με εγγυημένα, ως μορφή πληρωμής μεταξύ οποιωνδήποτε χρηστών του συστήματος, χωρίς την ανάγκη για «έξυπνες» κάρτες.
Στη Βενεζουέλα, η εμπειρία της Βραζιλίας ενέπνευσε την αυξανόμενη οργάνωση ενός δικτύου κοινοτικών τραπεζών όπου τα κοινωνικά νομίσματα δεν βασίζονται σε χαρτί, αλλά καταγράφονται ως ηλεκτρονικές πιστωτικές μονάδες σε «έξυπνες» κάρτες που επιτρέπουν συναλλαγές μέσω δικτύων πληροφορικής.
2.2. Η κοινωνική οικονομία στην Ευρώπη
Η κοινωνική οικονομία στην Ευρώπη αντιπροσωπεύει το 10% των επιχειρήσεων με περίπου 11 εκατομμύρια εργαζομένους. Υπάρχουν εξαιρετικά επιτυχημένα παραδείγματα σε πολλούς και διάφορους τομείς της οικονομίας, γεγονός που αποδεικνύει τις μεγάλες δυνατότητες της κοινωνικής οικονομίας να αποτελέσει ένα ουσιαστικό αντίβαρο ανάμεσα στις κλασικές επιλογές του κρατισμού και του ιδιωτικού τομέα με μονοδιάστατο στόχο τη μεγιστοποίηση των εταιρικών κερδών και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει το εκρηκτικό πρόβλημα της ανεργίας και της διάλυσης της κοινωνικής συνοχής.
Οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις των 800 εκατ. μελών, παρέχουν πάνω από 100 εκατ. θέσεις εργασίας, 20% περισσότερες θέσεις από αυτές που προσφέρουν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις. Ενδεικτικό είναι ότι το 2009 παρά την ύφεση, οι 300 μεγαλύτερες συνεταιριστικές επιχειρήσεις στον κόσμο παρουσίασαν αύξηση στην ανάπτυξή τους κατά 14%, με κύκλο εργασιών περίπου 1,1 τρις δολάρια, ενώ το 2011 οι επιχειρήσεις αυτές παρουσίασαν αύξηση του κύκλου εργασιών τους στα 1,6 τρις δολάρια, ικανοποιώντας ταυτόχρονα και τις κοινωνικές ανάγκες των μελών τους.
Χώρες με έντονη συνεταιριστική δράση, όπως η Φινλανδία (το 62% του πληθυσμού είναι μέλη συνεταιρισμών), η Σουηδία, ο Καναδάς (40% του πληθυσμού είναι μέλη συνεταιρισμών) και η Ισπανία που έχει μακρά παράδοση στο συνεταιρίζεσθαι (21,6% των θέσεων εργασίας της χώρας προέρχεται από συνεταιριστικές επιχειρήσεις), εδώ και κάποια χρόνια έχουν καθιερώσει το θεσμό των Κέντρων Υποστήριξης Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων, των οποίων η αποστολή είναι να ενημερώσουν, να εκπαιδεύσουν και να βοηθήσουν τους υποψήφιους κοινωνικούς επιχειρηματίες στα πρώτα τους βήματα.
Δεν είναι, επίσης, τυχαίο ότι οι πιο επιτυχημένες και σταθερές οικονομίες παγκοσμίως συμβαίνει να είναι και οι περισσότερο αναπτυγμένες συνεταιριστικά οικονομίες στον κόσμο. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία, οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις φαίνεται να έχουν σχετικά υψηλότερες επιδόσεις, ενώ είναι πιο ανθεκτικές και σημαντικά σταθερότερες από άλλες μορφές επιχειρήσεων σε περιόδους κρίσης.
Στη Γερμανία, ο συνεταιριστικός τομέας επεκτείνεται, ιδιαίτερα στο χώρο της υγειονομικής περίθαλψης. Τα τελευταία τρία χρόνια μάλιστα παρατηρείται μεγάλη αύξηση του αριθμού των νέων συνεταιρισμών. Επιπλέον, το 2010 μόλις το 0,1% των επιχειρήσεων που αναγκάστηκαν να κηρύξουν στάση πληρωμών αφορούσε συνεταιριστικές επιχειρήσεις και αυτό είναι το χαμηλότερο ποσοστό για όλα τα είδη επιχειρήσεων. Επίσης, υπάρχουν δύο εκατομμύρια παραγωγοί ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές (μικροί παραγωγοί, κατοικίες, συνεταιρισμοί, συμμετοχικές εταιρίες), όχι μόνο οι τέσσερις μεγάλες εταιρείες. Σε πολλές περιπτώσεις, η δημιουργία τους στηρίζεται στον ενθουσιασμό νέων ανθρώπων.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι συνεταιρισμοί γνωρίζουν άνθηση σε όλους τους τομείς και είναι χαρακτηριστικό ότι το 2009 ο κύκλος εργασιών τους αυξήθηκε κατά 10%, όταν η βρετανική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 4,9%. Το 2010 ο συνεταιριστικός τομέας συνέχισε να αναπτύσσεται κατά 4,4% σε σύγκριση με ρυθμό ανάπτυξης επί του συνόλου της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου που κυμάνθηκε στο 1,9%.
Στην Ιταλία, η απασχόληση σε συνεταιρισμούς αυξήθηκε κατά 3% το 2010, ενώ η συνολική απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα σημείωσε μείωση της τάξης του 1%. Η κρίση στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας έχει ως αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό του αριθμού των κοινωνικών συνεταιρισμών με γοργό ρυθμό. Οι συνεταιρισμοί έχουν μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης. Ένας στους τρεις συνεταιρισμούς που συστάθηκαν μεταξύ 1970 και 1989 εξακολουθούν να λειτουργούν έναντι ενός στους τέσσερις στην περίπτωση των ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Στην Ισπανία, η οποία έχει πληγεί ιδιαίτερα από την κρίση, η μείωση της απασχόλησης το 2008 και το 2009 ήταν της τάξης του 4,5% στον τομέα των συνεταιρισμών έναντι 8% στις υπόλοιπες επιχειρήσεις. Εντούτοις, το 2010, οι συνεταιρισμοί εργαζομένων αύξησαν τον αριθμό των θέσεων εργασίας τους κατά 0,2% ενώ η απασχόληση στις συμβατικές επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 3,2%.
2.3. Η ελληνική πραγματικότητα
Κοινή διαπίστωση είναι ότι οι δραστηριότητες του τομέα της κοινωνικής οικονομίας δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένες, όσον αφορά την Ελλάδα, ενώ οι οποιεσδήποτε προσπάθειες που γίνονται τα τελευταία χρόνια από διάφορους φορείς προσκρούουν, μεταξύ άλλων, στην έλλειψη ενός κατάλληλου και ευέλικτου πλαισίου για τη θεσμική, διοικητική και χρηματοδοτική στήριξη των πρωτοβουλιών που αναλαμβάνονται στον τομέα αυτό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η ιδέα ότι οι διάφορες πρωτοβουλίες «μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα» (που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα) συνιστούν ένα «διακριτό τομέα», δεν συναντιέται συχνά στην ελληνική σκέψη. Γενικότερα, η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της εξακολουθεί να εντάσσει τέτοιου τύπου πρωτοβουλίες σε μια «φιλανθρωπικού χαρακτήρα» προσέγγιση. Αυτό επιβεβαιώνεται, επίσης, από το γεγονός ότι ο τομέας αυτός δεν εμφανίζεται σε καμία από τις επίσημες στατιστικές ως διακριτή κατηγορία.
Το θεσμικό έλλειμμα
Η «κοινωνική οικονομία» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το κρυφό έλλειμμα της Ελλάδας εάν λάβουμε υπόψη τη μεγάλη διαφορά από το μέσο όρο από την Ε.Ε. η οποία βρίσκεται στο επίπεδο του 10% περίπου ενώ η Ελλάδα μόλις στο 2-3%. Το γεγονός αυτό, συσσωρεύει χρόνιες αδυναμίες στην ελληνική οικονομία ενώ μπορεί να θεωρηθεί μία από τις γενεσιουργούς αιτίες της γενικότερης κρίσης καθώς η οικονομία μας στερείται εναλλακτικά μέσα, πέρα από το κράτος και την αγορά για να δημιουργήσει προστιθέμενη αξία και κοινωνικό κεφάλαιο για την ανάπτυξη.
Παράλληλα, πρέπει να επισημανθεί ότι ενώ ο δείκτης ανάπτυξης των «οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών» αναγνωρίζεται στην Ευρώπη πως έχει άμεση σχέση με την ανάπτυξη «κοινωνικής οικονομίας» και αυτός ο δείκτης με τη σειρά του έχει σχέση με την αντιμετώπιση της κρίσης και της διαφθοράς, στην χώρα μας φαίνεται ότι αυτή η αναγνώριση απουσιάζει, και η υπόθεση αντιμετωπίζεται ως δευτερεύων θέμα. Έτσι, δεν υπάρχει ουσιαστικά μέριμνα συντονισμού για την αξιοποίηση του κοινωνικού κεφαλαίου των οργανώσεων Κ.τ.Π.
Στην Ελλάδα, η Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (Κοιν.Σ.Επ.) θεσμοθετήθηκε με το νόμο 4019/2011 μόλις το 2011.
Οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί, ως επιχειρήσεις οι οποίες μη παρέχοντας επενδυτικό κέρδος, με προσανατολισμό στις ανάγκες των ανθρώπων, εξασφαλίζουν πόρους για την ευημερία των μελών τους και της ευρύτερης κοινωνίας. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις μπορούν να προκύψουν σε οποιοδήποτε τομέα της οικονομίας, εφόσον προάγουν το συλλογικό συμφέρον, την κοινωνική ευημερία, την τοπική ανάπτυξη και την απασχόληση.
Στο χέρι της κάθε τοπικής κοινωνίας είναι η αυτοοργάνωση και η ανάπτυξη με βάση τις δικές της δυνάμεις. Από την πλευρά του το κράτος οφείλει να αναγνωρίσει το ρόλο των συνεταιριστικών επιχειρήσεων στη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στην οικονομική και κοινωνική τους ανάπτυξη. Οφείλει, επομένως, να ελαχιστοποιήσει τη γραφειοκρατία, να απλουστεύσει τις διαδικασίες χρηματοδότησης και να επιτρέψει την προώθηση της συνεταιριστικής παιδείας.
Κοινωνικές συμπράξεις
Στην Ελλάδα, υπάρχει πλήθος συλλογικών οργανώσεων αλλά πολύ μικρό ποσοστό κοινωνικής επιχειρηματικότητας που αναλαμβάνουν συλλογικούς φορείς και κοινωφελείς επιχειρήσεις της Τ.Α. σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Αυτό το θεσμικό έλλειμμα που είναι ζήτημα επιπέδου οργάνωσης μια κοινωνίας πρέπει να το αντιμετωπίσουμε όπως το δημοσιονομικό της χώρας με την κινητοποίηση ανθρώπινων πόρων μέσω της συλλογικής επιχειρηματικότητας και των δομημένων «συμπράξεων» Τοπικής Αυτοδιοίκησης και κοινωνικών φορέων.
Η δυναμική των κοινωνικών συμπράξεων στη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία είναι ότι μπορεί να μειώσει το κόστος κοινωφελών υπηρεσιών κατά 50%, και να δημιουργήσει τοπική απασχόληση εκεί που αδυνατεί το κράτος και η αγορά. Η μείωση του κόστος συναλλαγών και του εργατικού κόστους είναι ακριβώς το κλειδί για να γίνουν βιώσιμες κοινωνικές και κοινωφελείς υπηρεσίες που σήμερα αποδυναμώνονται και είναι αναγκασμένο να καταργήσει το κράτος λόγω της δημοσιονομικής πίεσης του χρέους. Η εξοικονόμηση του 50% του λειτουργικού κόστους εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα υπηρεσιών εκεί που με τις συνθήκες της κρατικής λειτουργίας δεν υπάρχει άλλη διέξοδος παρά να καταργηθούν.
Η διαφορά οφείλεται στη δραστική μείωση του διαχειριστικού κόστους, διοικητικών και άλλων στελεχών που στις κοινωνικές επιχειρήσεις καλύπτεται από εθελοντική προσφορά στον κοινωνικό έλεγχο της εργασίας που γίνεται πολύ αποδοτικότερη κατά μονάδα, καθώς ο υπάλληλος/εργαζόμενος λογοδοτεί άμεσα στην τοπική κοινωνίας και στους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, αντίθετα με τη νοοτροπία των αργόμισθων δημοσίων υπαλλήλων. Έχουμε χιλιάδες παραδείγματα κρατικών και δημόσιων οργανισμών που η αργομισθία ήταν για πολλά χρόνια καύχημα και οι παροχές προς τον πολίτη ανύπαρκτες. Αυτά συμβαίνουν λ.χ. με γηροκομεία, παιδικούς σταθμούς και δημόσιες υπηρεσίες υγείας/ πρόνοιας. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα δεδομένα της κοινωνικής οικονομίας σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες τα οποία μας δείχνουν με αριθμητικούς δείκτες πλέον την καταλυτική συμβολή στο ΑΕΠ αλλά και την κοινωνική συνοχή της κοινωνικής οικονομίας.
Γραφειοκρατία της παρακμής
Ο μεγάλος συνένοχος αυτής της κατάστασης είναι η κρατική γραφειοκρατία και η υπαλληλοκρατία. Τούτες οφείλουν να κινητοποιηθούν. Οι μοναδικοί σύμμαχοι που μπορεί να έχει η τοπική αυτοδιοίκηση για την αφύπνιση του εκάστοτε τομέα ευθύνης της είναι οι κοινωνικοί ακτιβιστές. Και η μόνη λύση που μπορεί να έχει είναι η σύμπραξη με όλους εκείνους που θέλουν και μπορούν να αγωνιστούν.
Στο δημόσιο τομέα, οι εργαζόμενοι δεν αποδίδουν ανάλογα με τις οικονομικές απολαβές. Από μεγάλη μερίδα των υπαλλήλων, παραβιάζεται ακόμη περισσότερο σήμερα το ωράριο εργασίας και η απόδοσή τους είναι ελάχιστη. Κάποιοι έχουν ακόμα στο μυαλό τους την απολεσθείσα ευημερία των δανεικών, την επίπλαστη οικονομία, την οικονομία της φούσκας και εξακολουθούν να διεκδικούν προνόμια προκαλώντας αντίστοιχα θύματα σε τομείς της οικονομίας που δεν απολαμβάνουν την προστασία του κράτους και των πολυεθνικών. Δηλαδή τους μικροεπαγγελματίες, τους αυτοαπασχολούμενους, τους ανέργους και τόσους άλλους.
Σπατάλη διαθέσιμων πόρων
Η σπατάλη των διαθέσιμων κοινοτικών πόρων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, ελάχιστα πιάνουν τόπο, λόγω του τρόπου διαχείρισής τους από την κρατική γραφειοκρατία. Λόγω τούτου, επιβάλλεται άμεση απορρόφηση των διαθέσιμων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη δημιουργία μίας ενδιάμεσης Διαχειριστικής Αρχής από την τοπική αυτοδιοίκηση σε συνεργασία με φορείς της κοινωνικής οικονομίας.
Από τη στιγμή που αμείβονται οι δημόσιοι υπάλληλοι, υπάρχουν επιδόματα για τους ανέργους και επιδοτείται η κοινωφελής εργασία (από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο), αυτό καταδεικνύει ότι πόροι ακόμα υπάρχουν, αλλά δεν υπάρχουν πόροι για σπατάλη.
Στη σημερινή συγκυρία δεν λείπουν οι πόροι, φυσικοί, υλικοί και ανθρώπινοι. Λείπει η δημιουργική τους αξιοποίηση.
2.4. Οικονομική κρίση και κοινωνική οικονομία
Η Ευρώπη βρίσκεται στα όρια της κοινωνικής διάλυσης και η Ελλάδα στα πρόθυρα ανθρωπιστικής κρίσης. Η οικονομική και κοινωνική διάσταση της φτώχειας στην Ελλάδα είναι δραματική, με περίπου το ένα τρίτο των Ελλήνων να ζουν σε συνθήκες φτώχειας.
Ιδιαίτερα σε αυτή την πολύ κρίσιμη περίοδο, υπάρχει η ανάγκη κινητοποίησης των ανθρώπινων πόρων για να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα προβλήματα του κοινωνικού αποκλεισμού και των ευπαθών κοινωνικών ομάδων.
Μπροστά σε όλα αυτά, οι πολυπληθείς υπηρεσίες των δήμων και οι δομές του μοιάζουν ανήμπορες να ανταποκριθούν στα προβλήματα, μοιάζουν ανεπαρκείς να περιορίσουν τη γενικότερη εξαθλίωση προσφέροντας ταυτόχρονα και μια γραφειοκρατία της παρακμής.
Στην πρωτεύουσα, όπου η ανθρωπιστική κρίση είναι πλέον δεδομένη, για την αντιμετώπισή της λειτουργούν κοινωνικά ιατρεία και πολυϊατρεία, κοινωνικά αγροκτήματα και λαχανόκηποι, κοινωνικοί ξενώνες, κέντρα υποδοχής, θεσμοί και οίκοι αλληλεγγύης, κέντρα για τους αστέγους ημέρας (day centers), συσσίτια κ.ά.
Κοινωνικός ακτιβισμός και οικονομική κρίση
Η μόνη λύση αποτελεί η σύμπραξη με όλους εκείνους που θέλουν και μπορούν να αγωνιστούν. Για το λόγο αυτόν, απαιτείται η κινητοποίηση των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, της κρατικής γραφειοκρατίας και υπαλληλοκρατίας.
Εκατοντάδες οργανώσεις προσφέρουν έμπρακτη βοήθεια στους άστεγους, τους ναρκομανείς, τους μετανάστες, σε όλες τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Αυτοί οι κοινωνικοί ακτιβιστές πρέπει να κληθούν και να λειτουργήσουν ως κίνημα για να αλλάξει η ατζέντα αλλά και οι προτεραιότητες. Ώστε να παύσει η κατασπατάληση των ανθρώπινων πόρων.
Η κρίση κάνει ρεαλιστικότερους αυτούς τους στόχους γιατί είναι ισχυρή η πίεση της ανάγκης και πολύς ο κόσμος που έχει «ξεβολευτεί». Η αποτελεσματική διαχείριση ανθρώπινων πόρων στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης μπορεί να επιτευχθεί με συνέργειες καθώς και την οριζόντια συνεργασία της με τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών.