Η «ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΡΟΜΠΟΤ»

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Του Βασίλη Τακτικού

Μια νέα παγκόσμια πρόκληση είναι μπροστά μας. Οι νέες τεχνολογίες και νέες βιομηχανίες που αναπτύσσονται της  ρομποτικής, του διαδικτύου και της αειφορικής ενέργειας, εκτός από τις φανερές οικονομικές επιδράσεις δημιουργούν τεράστια τεκτονικά ρήγματα στη δομή του συστήματος. Αλλάζουν την μορφολογία και τις συνθήκες όπως όταν συγκρούονται οι τεκτονικές πλάκες της γης. Έχουμε συνηθίσει να παρακολουθούμε τις πολιτικές εξελίξεις μέσα από τους όρους του κράτους και της αγοράς, είτε μέσα από τους παγκόσμιους οικονομικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, είτε ως  πολιτικό παίγνιο πολιτικών προσώπων και κομμάτων, λες κι αυτή είναι η μόνη φυσιολογία των πραγμάτων.

Ωστόσο, θα πρέπει τώρα να δούμε ότι δεν είναι μόνο αυτοί οι παράγοντες που καθορίζουν τα πράγματα και  τις εξελίξεις. Δεν είναι μόνο γεωπολιτική ισχύς των εθνών όπως γνωρίζαμε μέχρι σήμερα αλλά, υπάρχουν και οι «υπερδυνάμεις» που εξαρτώνται και  διαμορφώνονται από τις  ανταγωνιστικές ηγεμονικές τεχνολογίες της εποχής μας. Τέτοιες τεχνολογίες είναι σήμερα το διαδίκτυο, οι τεχνολογίες της  ενέργειας και η ρομποτική που αλλάζουν τα στάνταρ που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα στην οικονομία και πολιτική .

Τα ηνία βέβαια της παγκόσμιας ηγεμονίας από την άποψη του παγκόσμιου κεφαλαίου τα κρατούν ακόμη οι μεγάλες εταιρείες της 2ης βιομηχανικής επανάστασης που έχουν  ως κινητήρια δύναμή της το πετρέλαιο και τα υπόλοιπα ορυκτά καύσιμα, που είναι καθετοποιημένες και συγκεντρωτικές. Είμαστε όμως  στην εποχή που  εισβάλουν οι τεχνολογίες της 3ης βιομηχανικής επανάστασης που είναι οριζόντιες και κατανεμημένες όπως το διαδίκτυο και η αειφόρος ενέργεια με πηγή τον ήλιο. Ακόμη και η  ρομποτική που στην εφαρμογή της έχει ένα επίσης συγκεντρωτικό χαρακτήρα, και ελέγχεται βέβαια από το μεγάλο κεφαλαίο έχει ως βασικό χαρακτηριστικό ότι περιορίζει δραστικά το χρόνο εργασίας,

 Έτσι έχουμε  ένα νέο διαχωρισμό και  διπολισμό μεταξύ των νέων τεχνολογιών που ευνοούν τη συγκεντροποίηση και εκείνων που ευνοούν την οριζόντια οργάνωση όπως το διαδίκτυο. Μολονότι αυτός ο διαχωρισμός δεν πηγάζει  από ιδεολογικές αναφορές είναι ωστόσο  διαχωρισμός  σύγκρουσης συμφερόντων.

Ειδικά η  ρομποτική τεχνολογία, εισβάλει στο πεδίο της οικονομίας φέροντας ως αποτέλεσμα την υπερπαπαραγωγή προϊόντων από τις μεγάλες εταιρείες και ταυτόχρονα  φέρνει   ως επακόλουθο και  την «τεχνολογική ανεργία» κάτι που με μεταφορικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι  επιβάλλει την «δικτατορία» εκείνων που κατέχουν τα ρομπότ στις παραγωγικές σχέσεις.

Το διαδίκτυο από την άλλη μεριά ως κοινόκτητος χώρος έχει εισβάλει στην οικονομία  φέροντας, το διαμοιρασμό και τη δωρεά  της γνώσης και της πληροφορίας και το   μηδενικό οριακό κόστος σε μια σειρά προϊόντα όπως και τη θετική επίδραση της  συμμετοχικής δημοκρατίας του διαδικτύου στη συλλογική δημιουργία.  Όλη αυτή η διαδικασία στο μέτρο που προσφέρει αγαθά στη κοινωνία με μηδενικό οριακό κόστος, συνιστά μια πρώιμη φάση της κοινωνικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, είναι προάγγελος ενεργειακού διαδικτύου και της κατανεμημένης ενέργειας έχοντας ως πηγή ενέργειας  τον ήλιο με επίπτωση  τη  βαθμιαία  ελαχιστοποίηση του κόστους. Όλα αυτά σημαίνουν τεκτονικές αλλαγές στο οικονομικό σύστημα που από τη μια μεριά αναπτύσσεται σε μια οικονομία Matrix, απασχολώντας λιγότερους  εργαζόμενους και από την άλλη μια οικονομία μέσω του διαδικτύου που ευνοεί την άνοδο μη χρηματικών ανταλλαγών. Συνέπεια αυτής της διαδικασίας είναι η μείωση του καταναλωτισμού σε ότι αφορά τις χρηματικές συναλλαγές.

 Με αυτή την έννοια , οι νέες  εμβληματικές τεχνολογίες της 3ης βιομηχανικής επανάστασης, διαδίκτυο και  ρομποτική, παρά την αντίθεσή τους  έχουν κάτι κοινό στην διαδικασία της εξάπλωσης  τους: απελευθερώνουν χρόνο από τον εργάσιμο χρόνο. Αυτό το γεγονός γεννά μια σειρά από νέες δυνατότητες, χρήσεις και σημασίες για το σύνολο του πολιτικοοικονομικού συστήματος. Ένα μεγάλο μέρος από το  διαθέσιμο χρόνο των εργαζομένων δεν είναι πρόσφορο ώστε  να μετατρέπεται  σε χρήμα για  τους κεφαλαιούχους αφού η εργασία και τα κέρδη μπορεί να προέρχονται από τα ρομπότ. Έτσι μ΄αυτό τον τρόπο  η τεχνολογία αχρηστεύει ανθρώπινους πόρους οι οποίοι  δεν μπορούν να αναπληρωθούν από το κράτος και την αγορά δημιουργώντας έτσι ένα φαύλο κύκλο.

Τίθεται λοιπόν ένα ζήτημα, πως αυτή η εξοικονόμηση χρόνου θα είναι ισορροπημένη προς όλη την κοινωνία ώστε,  να μη γίνεται μόνο προς όφελος εκείνων που έχουν τα νέα τεχνολογικά μέσα παραγωγής αλλά για όλους ώστε να υπάρχει μια λειτουργική οικονομία εργαζόμενων και καταναλωτών. Είναι προφανές  ότι  η ρομποτική και η αυτοματοποίηση με το σημερινό οικονομικό παραδειγματικό μοντέλο,  λειτουργεί υπέρ της οικονομικής ολιγαρχίας που κατέχει τη ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, δημιουργώντας ταυτόχρονα οικονομικά αποκλεισμένους αφού χρειάζονται ολοένα και λιγότεροι εργαζόμενοι να εντάσσονται στο πλαίσιο της αυτοματοποιημένης υπερπαραγωγής.

Κι αυτό είναι λειτουργικό πρόβλημα της οικονομίας όταν, από τη μια μεριά υπάρχουν ωφελούμενοι που συγκεντρώνουν τα μέσα παραγωγής  και από την άλλη οικονομικά και κοινωνικά αποκλεισμένοι. Οδηγούμεθα δηλαδή σε μια κοινωνία διαχωρισμένη σε αυτούς που έχουν πρόσβαση και σε αυτούς που δεν έχουν πρόσβαση, κι όλα αυτά σε μια εποχή κατά την οποία δεν σπανίζουν οι πόροι, αλλά υπολείπονται οι πολιτικές διαμοιρασμού των ωφελημάτων των τεχνολογικών εξελίξεων.

Αντίθετα με τη ρομποτική το διαδίκτυο από τη δομή του ( ως βιομηχανία) λειτουργεί υπέρ του συνόλου της κοινωνίας ως ένας κοινόκτητος χώρος,  ανοικτός και προσβάσιμος σε όλους προσφέροντας αγαθά και υπηρεσίες δωρεάν ή με μηδενικό οριακό κόστος. Οι επιδράσεις αυτές είναι ήδη ορατές στους τομείς που έχουν να κάνουν με την επικοινωνία την πληροφορία, τη διάχυση γνώσης και στην παιδεία.

Το διαδίκτυο έχει επίσης μια άλλη ιδιαιτερότητα, δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας ενώ  ταυτόχρονα καθηλώνει και ολόκληρες βιομηχανίες όπως έγινε με τη μουσική βιομηχανία και τις βιομηχανίες τύπου και επικοινωνίας, με συνέπεια την απώλεια και από αυτή τη πλευρά θέσεων εργασίας. Τις αναπληρώνει όμως αυτές τις απώλειες με την ενίσχυση της αυτοαπασχόλησης και τη διευκόλυνση της παραγοκατανάλωσης που είναι ένα άλλο κεφάλαιο που πρέπει να εξετάσουμε στη συνέχεια.

Η άποψη που ακούμε συχνά  από τους απολογητές του συστήματος ότι, η υψηλή τεχνολογία και εξειδίκευση θα λύσει το πρόβλημα της ανεργίας, είναι βέβαια ένας σύγχρονος αστικός μύθος. Πράγματι σε κάθε καινοτομία θα δημιουργούνται και νέες θέσεις υψηλής εξειδίκευσης, αλλά ταυτόχρονα θα χάνονται ακόμα περισσότερες ως συνέπεια της αυτοματοποίησης και ρομποτοποίησης που  έχει ως συνέπεια να λιγοστεύουν όχι μόνο οι εργαζόμενοι αλλά και οι  καταναλωτές που βρίσκονται  σε αλληλεπίδραση με τους εργαζόμενους.

Στον καπιταλισμό δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη οικονομία μόνο με καταναλωτές χωρίς εργαζόμενους, γιατί οι  μισθοί των εργαζομένων είναι αναγκαίοι για να υπάρξουν καταναλωτές.

 Έτσι το άμεσο μέλλον  η μόνη ρεαλιστική λύση είναι  ο χρόνος εργασίας να μειωθεί τουλάχιστον στα 2/3 από ότι είναι σήμερα, για να έχουν έτσι όλοι οι άνθρωποι  τη δυνατότητα της απασχόλησης ως αποτέλεσμα της μείωσης του ωραρίου εργασίας σε όλους. Μ΄αυτή την έννοια ο ελεύθερος χρόνος που κερδίζεται από την τεχνολογία μπορεί να γίνει δημιουργικός χρόνος για τον πολιτισμό και την ουσιαστική ψυχαγωγία του ανθρώπου φτάνει να υπάρχει ένας ορθολογικός και δίκαιος διαμοιρασμός του ελεύθερου και εργάσιμου χρόνου.

Έχοντας μπροστά μας τα νέα δεδομένα σης τεχνολογίας στο  τομέα της ενέργειας , της πληροφορίας της ρομποτικής και της γραφειοκρατίας ο χρόνος απασχόλησης θα περιοριστεί αναπότρεπτα. Κι αυτό μπορεί να επιδράσει οριζόντια σε όλους τους τομείς όπως  βέβαια για την ποιότητα ζωής. Αυτές οι εξελίξεις φαίνεται καθαρά δημιουργούν αντιφάσεις για τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας που χρειάζεται τη σπανιότητα των πόρων και την εξάρτηση των πολλών από την συγκέντρωση  της παραγωγής σε οικονομικούς κολοσσούς για να εκμεταλλεύεται τους ανθρώπινους πόρους.

Η αυξανόμενη δυνατότητα παραγωγής και διακίνησης προϊόντων εκτός αγοράς από το μη κερδοσκοπικό τομέα, κλονίζει το κυρίαρχο σύστημα.

 Οι ισχυροί (ολιγάρχες) του κόσμου κρατούν βέβαια ακόμη τα «κλειδιά» αλλά  όπως δείχνουν  όλα τα σημάδια για τα μέσα του 21ου αιώνα ο τρίτος τομέας μπορεί να διεκδικήσει τουλάχιστον το 1/3 του συνόλου της οικονομίας.

Προς το παρόν το κόστος της οικονομικής κρίσης φορτώθηκε στο θεσμό του  κράτους με συνέπεια τα υπερχρωμένα κράτη να μη   μπορούν πλέον να ξεπληρώνουν τα χρέη ύστερα  από τις καταναλωτικές φούσκες τις οποίες  δημιούργησε με τις «μοχλεύσεις» το τραπεζικό σύστημα. Και το κυριότερο δεν υπάρχει πλέον νέα δυνατότητα μαζικής μόχλευσης των τραπεζών με νέα καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια.

Η συνταγή που ακολουθούν τα υπερχρωμένα κράτη όπως το Ελληνικό με την οποία «κρατικοποιούν τα ιδιωτικά χρέη» μέσω της διάσωσης των  τραπεζών και ιδιωτικοποιούν τις δημόσιες υποδομές προσφέροντας  τα φιλέτα των δημοσίων επιχειρήσεων σε ιδιώτες δεν είναι ασφαλώς η λύση για το  μέλλον.

Το κράτος πρόνοιας από την άλλη μεριά που λειτουργεί ως ασπίδα κοινωνικής προστασίας έχοντας να αντιμετωπίσει ένα διευρυμένο χάσμα ανεργίας, αναγκαστικά  θα συρρικνώνεται εξαιτίας της συρρίκνωσης της μισθωτής εργασίας, αφού η εργασία  είναι η φορολογική βάση στην οποία στηρίζεται και πολύ λιγότερο στα κέρδη των επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά η υπερφορολόγηση  των μικρομεσαίων επιχειρήσεων φέρνει την  καταστροφή της  μικροαστικής τάξης και μαζί την συρρίκνωση σε μεγάλο μέρος της μικρομεσαίας  επιχειρηματικότητας.

Οι συνέπειες επομένως είναι μπροστά μας .

Η καταστροφή της μικροαστικής τάξης μειώνει το εύρος της επιχειρηματικότητας στα μικρομεσαία στρώματα όπου χάνονται επιπλέον θέσεις εργασίας και στο τέλος  όλα αυτά συντελούν στην πτώση ιδεώδους του καταναλωτισμού.  Οι νέες συνθήκες αλλάζουν και τα καταναλωτικά πρότυπα  αφού η κοινωνία αναγκαστικά συνηθίζει σιγά –σιγά να πορεύεται με ένα πιο λιτό βίο.

Η τάση αυτή είναι αναπόφευκτη και για την Ελλάδα όταν μετά την κρίση  έκλεισαν παραπάνω από 100.000 επιχειρήσεις  από τις οποίες   χάθηκαν και αντίστοιχες 1.000.000 θέσεις εργασίας. Το έλλειμμα αυτό δεν πρόκειται να αναπληρωθεί για τον απλούστατο λόγο  τον οποίο   δεν δύναται να υπάρξουν στο μέλλον βιώσιμες ιδιωτικές επιχειρήσεις χωρίς κέρδος. Τα κέρδη υπάρχουν πλέον μόνο στις μεγάλες επιχειρήσεις και εκείνες που εκμεταλλεύονται μαζικές αγορές, δημόσιες υποδομές και κατασκευές, διόδια, καύσιμα, ενέργεια, λιμάνια, χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Πολλοί άλλωστε μικρομεσαίοι βρίσκονται παγιδευμένοι στα χρέη και συνεχίζουν μόνο και μόνο για να μη χάσουν τις περιουσίες τις οποίες  απόκτησαν πριν την κρίση. Άλλοι για να εξασφαλίσουν απλώς ένα μισθό σαν κι αυτό που παίρνουν οι υπάλληλοι τους. Δεν πρόκειται λοιπόν ουσιαστικά  για κερδοσκοπικές επιχειρήσεις αλλά για νέες δυνάμει μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις εάν θέλουν να επιβιώσουν στο νέο ασφυκτικό περιβάλλον του ανταγωνισμού. Υπό αυτές τις συνθήκες γεννιέται ξανά η ανάγκη για συνεταιρισμούς και επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας. Όχι για κέρδη αλλά για εξασφαλίσουν απασχόληση. Μ΄ αυτές τις προυποθέσεις η κοινωνική οικονομία είναι αναγκαία συνθήκη και για να υπάρξουν νέες θέσεις εργασίας. Η νέα κοινωνική καινοτομία είναι δημιουργία επιχειρήσεων από τους οργανωμένους καταναλωτές, από τις συλλογικότητες που χρειάζονται κοινωνικές υπηρεσίες, όπως και υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης, επικοινωνίας και προστασίας του περιβάλλοντος και δωρεάν ενέργεια από τον Ήλιο μέσα από τις ενεργειακές κοινότητες.

Όταν αντικειμενικά απουσιάζει η χρηματοοικονομική μόχλευση της αγοράς, όπως συμβαίνει ύστερα από την παρατεταμένη κρίση, απαιτείται τουλάχιστον πολιτική μόχλευσης ανενεργών πόρων και κοινωνικού κεφαλαίου, καθώς και συνέργειες με τις μεγάλες κοινωνικές συλλογικότητες και την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αυτό το ρόλο της μόχλευσης της θεσμικής ζήτησης μπορούν να το παίξουν οι μεγάλες Καταναλωτικές οργανώσεις, συνδικάτα, οικολογικές και πολιτιστικές Ενώσεις. Ο ξεχωριστός ρόλος και διακεκριμένος των κοινωνικών επιχειρήσεων που υποστηρίζονται από τις κοινωνικές συλλογικότητες είναι να μετασχηματίσουν τους ανενεργούς υλικούς και ανθρώπινους πόρους σε ενέργεια παραγωγικότητας και οικονομικής δράσης.

Εκεί που υπάρχει χώρος για διεύρυνση της απασχόλησης είναι στις πάγιες στην ανάπτυξη της ποιότητας της διατροφής ,της φροντίδας για την υγείας όπου η ποιότητα εξαρτάται από την αποβιομηχανοποίηση και ένταση εργασίας π.χ βιολογικά προϊόντα αποκεντρωμένες κοινωνικές υπηρεσίες υγείας. Παραγοκαταναλωση απέναντι στη συγκεντρωτική βιομηχανία τροφίμων.
Το υπουργείο εργασίας το οποίο διαχειρίζεται την υπόθεση της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα, βρίσκεται μακράν αυτής της προσέγγισης και χωρίς να διαθέτει μια πολιτική ζήτησης και θεσμικής παρέμβασης. Αντίθετα καλλιεργεί θελημένα ή αθέλητα μια πολιτική αυταπάτη ότι οι άνεργοι μπορούν να γίνουν κοινωνικοί επιχειρηματίες εάν κάνουν απλά ένα κοινωνικό συνεταιρισμό. Δεν αναγνωρίζει την σημασία της ζήτησης από το δημόσιο τομέα και Τ.Α και δεν είναι τυχαίο που έχει αποτύχει ολοσχερώς στη πολιτική για την κοινωνική οικονομία, παρουσιάζοντας για χρόνια τώρα μηδαμινά αποτελέσματα.
Ασφαλώς, η εικόνα δεν είναι ίδια σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες συναντούμε υπάρχουν και ελπιδοφόρα παραδείγματα. Έτσι αντλούμε εμπειρίες από τα πιο επιβλητικά και επιτυχημένα παραδείγματα που είναι οι ενεργειακές κοινότητες οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί τα αλληλασφαλιστικά ταμεία και οι συνεταιριστικές τράπεζες. ¨Ολα αυτά όμως πρώτα από όλα εξασφαλίζουν για τις κοινωνικές επιχειρήσεις θεσμική ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών ως απαραίτητη προϋπόθεση για την βιωσιμότητα τους.
Αφού παραδεχθούμε λοιπόν αυτή την αλήθεια, οφείλουμε να παρουσιάσουμε με συγκεκριμένο τρόπο, σε κάθε τομέα που μπορεί να αναπτυχθεί η ζήτηση σε προϊόντα και υπηρεσίες μέσω της κοινωνικής οικονομίας.
Στο τομέα της Τ.Α. με την διάθεση των ανενεργών πόρων, σε εκτάσεις, κτίρια, αγροκτήματα, σχολάζουσες γαίες, δασικές εκτάσεις, πάγιο εξοπλισμό για την κοινωνική επιχειρηματικότητα μπορούν να δοθούν ισχυρά κίνητρα για την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Στο τομέα της αγροδιατροφής και της κατανάλωσης, με πρωταγωνιστές τις ομοσπονδίες Συλλόγων, τις ενώσεις Παραγωγών –καταναλωτών μπορούν να δημιουργηθούν δίκτυα συνεργασίας και διακίνησης προϊόντων, χωρίς μεσάζοντες αλλά και στην βάση της κοινωνικά υποστηριζόμενης Γεωργίας. 
Στο τομέα της πράσινης ενέργειας με τις ενεργειακές κοινότητες μπορούν να αξιοποιηθούν δημοτικά κτίρια και σχολεία, για ενεργειακή αυτάρκεια των Δήμων αλλά και να δημιουργηθεί ζωντανό παράδειγμα σε κάθε Δήμο ώστε να οργανωθούν οι δημότες στην συνεργατική παραγωγή ενέργειας και να εξοικονομήσουν σημαντικούς πόρους για κάθε νοικοκυριό.
Στο τομέα της ψυχαγωγίας του πολιτισμού και της πολιτιστικής επιχειρηματικότητας υπάρχει επίσης έδαφος για οικονομική δραστηριότητα χωρίς Μεσάζοντες.  Οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, οικολογικές, πολιτιστικές, καταναλωτικές και ανθρωπιστικές μπορούν να παίξουν σπουδαίο και αποφασιστικό ρόλο για να υποστηριχθούν οι κοινωνικές επιχειρήσεις.
Στο τομέα της υγείας με δεδομένες τις αυξημένες ανάγκες θα υπάρξει ενίσχυση της ζήτησης εάν παραχωρηθούν δημόσια κτίρια και υποδομές που βρίσκονται σε αδράνεια και δεν λειτουργούν προσφέροντας αυτές τις υποδομές σε αντίστοιχες κοινωνικές επιχειρήσεις.