Δενδρώδεις Καλλιέργειες

Επιμέλεια:  Ελένη Πισιμίση, Γεωπόνος Επιστήμης Φυτικής Παραγωγής Γ.Π.Α, Μ.Sc.

ΔΑΜΑΣΚΗΝΙΑ

Η δαμασκηνιά είναι ένα καρποφόρο δένδρο που προσαρμόζεται εύκολα σε ευρεία ποικιλία κλιματικών και εδαφικών συνθηκών. Οι ευρωπαϊκές ποικιλίες οι οποίες ανθίζουν αρκετά όψιμα (μετά τη βερικοκιά) είναι πιο παραγωγικές σε περιοχές με ψυχρότερους χειμώνες και με μέτριες καλοκαιρινές θερμοκρασίες. Επίσης, αποδίδει καλύτερα σε βαθιά, ελαφρά ασβεστώδη και μέσης σύστασης εδάφη που στραγγίζουν καλά, ανέχεται παρόλα αυτά βαρύτερα εδάφη αρκεί να μην έχει για υποκείμενό της τη ροδακινιά.

Η εγκατάσταση του δαμασκηνεώνα συνήθως γίνεται κατά τετράγωνα και ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή γραμμές, ο αποστάσεις φύτευσης συνήθως κυμαίνονται από 6 έως 7 μέτρα για τα ελεύθερα σχήματα μόρφωσης και 3 έως 4 μέτρα για τα γραμμοειδή σχήματα μόρφωσης. Η κατάλληλη εποχή φύτευσης είναι από τον Νοέμβριο μόλις συμπληρωθεί η φυλλόπτωση έως τις αρχές της άνοιξης, πριν εκπτυχθούν οι οφθαλμοί.

Η δαμασκηνιά έχει απαιτήσεις συνεχούς εδαφικής υγρασίας, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Το πότισμα είναι κάτι που πρέπει να προσεχθεί πολύ για τον περιορισμό των σχισιμάτων των καρπών.

Τα επικρατέστερα σχήματα μόρφωσης των δένδρων είναι το κυπελλοειδές και η αμφίπλευρη παλμέττα. Το κλάδεμα καρποφορίας συνίσταται να είναι αυστηρό.

ΚΑΣΤΑΝΙΑ

Η καστανιά ευδοκιμεί σε κλίμα ελαφρά ψυχρό και υγρό, σε υψόμετρο από 300 έως 900 μ στις ψυχρές ηπειρωτικές περιοχές. Είναι απαιτητική σε νερό και ευδοκιμεί καλύτερα σε επικλινείς και ηλιόλουστες τοποθεσίες. Το έδαφος πρέπει οπωσδήποτε να είναι είναι όξινο έως ουδέτρο (ph=4,5-6,5) και και σχεδόν απαλλαγμένο από ασβέστιο. Ευδοκιμεί σε εδάφη αμμοπηλώδη, ηφαιστειογενή με καλή αποστράγγιση. 

Η εγκατάσταση του καστανεώνα απαιτεί την προετοιμασία του εδάφους, το οποίο οργώνεται σε βάθος 30-40 εκ. Η φύτευση των δενδρυλλίων γίνεται χωρίς μπάλα χώματος. Τα συνηθέστερα συστήματα φύτευσης είναι τα ισόπλευρα τρίγωνα, τα ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή γραμμές. Οι αποστάσεις φύτευσης ποικίλουν ανάλογα με το είδος. Για το Castanea sativa συνίσταται απόσταση 10 x 10 μ. Η φύτευση γίνεται από τον Νοέμβριο μέχρι τις αρχές της άνοιξης. Τα νεαρά δένδρα έχουν ανάγκη από νερό και ιδιαίτερα σε εποχές παρατεταμένης ξηρασίας. Επίσης, απαιτήσεις σε πότισμα έχουν στο τέλος του καλοκαιριού, οπότε και αναπτύσσονται οι καρποί. 

Το επικρατέστερο σχήμα μόρφωσης των δένδρων είναι το κυπελλοειδές.

ΡΟΔΙΑ 

Η ροδιά ευδοκιμεί σε θερμές περιοχές. Παρόλα αυτά θεωρείται πιο ανθεκτική στο ψύχος από τα εσπεριδοειδή και την ελιά, ανέχεται δηλαδή θερμοκρασίες έως -10 °C. Δεν ανέχεται περιοχές με ομίχλη ή ψυχρούς ανέμους. Ευδοκιμεί καλύτερα σε εδάφη μέσης σύστασης, βαθιά, γόνιμα, και αρδευόμενα. Ανέχεται μέτρια αλκαλικά εδάφη. Ακατάλληλα θεωρούνται τα πολύ υγρά εδάφη.

Πριν την εγκατάσταση των δενδρυλλίων συνίσταται όργωμα σε βάθος 30-40 εκ. Οι αποστάσεις φύτευσης των δένδρων είναι 4 μ. Μεταξύ των γραμμών και 3 μ. επί της γραμμής. 

Η ροδιά απαιτεί μεγάλη προσοχή στα ποτίσματα, διότι τα ακανόνιστα ποτίσματα ενοχοποιούνται για το σχίσιμο των καρπών. Επίσης, η έλλειψη νερού, λόγω της μεγάλης διαπνοής των φύλλων, οδηγεί στην απορρόφηση νερού από τους καρπούς, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητάς τους. 

Το κλάδεμα καρποφορίας γίνεται με αφαίρεση παραφυάδων και αραίωση κλάδων της κόμης.

ΚΥΔΩΝΙΑ

Η κυδωνιά είναι είδος που προσαρμόζεται σε πολλές περιοχές της εύκρατης ζώνης, παράγει όμως υψηλότερης ποιότητας καρπούς στις πιο ζεστές περιοχές. Ευδοκιμεί σε εδάφη μέτριας σύστασης, αμμοπηλώδη, καλά αποστραγγιζόμενα και φτωχά σε ασβέστιο. 

Η εγκατάσταση ενός συστηματικού οπωρώνα κυδωνιάς απαιτεί προηγουμένως όργωμα σε βάθος 30-40 εκ. Οι αποστάσεις φύτευσης των δένδρων είναι 3 μέτρα επί της γραμμής και 4 μέτρα επί των γραμμών. 

Η κυδωνιά χρειάζεται συχνά ποτίσματα με μικρές ποσότητες νερού. 

Διαμορφώνεται σε σχήμα κυπελλοειδές, πυραμίδας και ελεύθερης παλμέττας. Το κλάδεμα καρποφορίας της κυδωνιάς πρέπει να είναι ελαφρό και με σκοπό να διατηρείται το σχήμα του δένδρου. Η ανάπτυξη νέας βλάστησης επιτυγχάνεται με σύντμηση κλάδων της κόμης σε πλάγια βλάστηση και με απομάκρυνση των ξηρών και συμπλεκόμενων κλάδων της κόμης. 

Οι καρποί ωριμάζουν το φθινόπωρο και είναι είναι κατάλληλα για συγκομιδή όταν χάσουν το πρασινωπό τους χρώμα και αποκτήσουν τη χαρακτηριστική τους μυρωδιά.

ΣΥΚΙΑ

Η συκιά καλλιεργείται σε θερμές και δροσερές παραθαλάσσιες περιοχές και συναντάται σε πολλά μέρη του κόσμου: στις χώρες γύρω από την Μεσόγειο, στη Βόρειο Αμερική (Καλιφόρνια, Βιρτζίνια, Μεξικό), Αφρική, Ινδία, Αυστραλία και πολλά άλλα μέρη.

Η καλλιέργεια της συκιάς απαιτεί εύφορα και καλά στραγγιζόμενα από το νερό εδάφη. Ωστόσο πέρα από τις άριστες συνθήκες υπάρχουν πολλοί τύποι εδαφών που μπορεί να γίνει η καλλιέργεια. Γενικά το φυτό προσαρμόζεται καλύτερα σε αλκαλικά εδάφη με ph 6-7.8. 

Η συκιά είναι δένδρο δίοικο και για να γονιμοποιηθεί έχει ανάγκη τη γύρη της αγριοσυκιάς, η οποία μεταφέρεται από ένα έντομο, που λέγεται ψήνας. Ο ψήνας επωάζεται το χειμώνα μέσα στο σύκο της αγριοσυκιάς. Το έντομο αυτό μεταφέρει ο παραγωγός και τοποθετεί στο συκεώνα, κρεμώντας αρμαθιές από αγριόσυκα κάτω από κάθε δένδρο.

Η συκιά είναι φυτό υποτροπικών περιοχών με καλή προσαρμοστικότητα σε κρύα κλίματα. Ωστόσο τα νεαρά δένδρα απαιτούν αντιπαγετική προστασία κυρίως κατά τους ανοιξιάτικους παγετούς. 

Σε σύγχρονους συκεώνες οι αποστάσεις φύτευσης είναι 4 έως 5 μέτρα επί της γραμμής και 6 έως 7 μέτρα μεταξύ των γραμμών. 

Το φυτό της συκιάς απαιτεί όσο το δυνατόν σταθερή εδαφική υγρασία κυρίως την περίοδο της καρποφορίας. Αυξομειώσεις στο πότισμα προκαλούν πτώση των φύλλων, πτώση των καρπών και στρες στα φυτά. Έλλεψη νερού οδηγεί σε κούφιους καρπούς, ενώ υπερβολική άρδευση μέσα στο καλοκαίρι μπορεί να προκαλέσει άνοιγμα των σύκων, υπέρμετρη ανάπτυξη των φύλλων και των βλαστών και υποβάθμιση στην ποιότητα των καρπών.

Συνήθως διαμορφώνουμε τα δέντρα σε σχήμα ανοιχτού κυπέλου, αυτό επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση για την συλλογή των καρπών.

Ένα ελαφρύ χειμερινό κλάδεμα θα βοηθήσει την ανάπτυξη του νέου ξύλου και θα αυξήσει την κύρια παραγωγή. Κλαδιά τα οποία είναι ασθενικά ή σπασμένα πρέπει να αφαιρούνται.

ΚΗΠΕΥΤΙΚΑ

ΤΟΜΑΤΑ

Οι τομάτες θέλουν ένα έδαφος ζεστό και πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά. Το ανεκτό pH του εδάφους για καλλιέργεια τομάτας είναι 5,5 με 7,0. Το ιδανικό pH του εδάφους είναι: 6,0 με 6,8. 

Συνήθως γίνεται σπορά σε γλαστράκια ή οργανωμένα σπορεία και στη συνέχεια μεταφυτεύονται τα νεαρά φυτά στις τελικές τους θέσεις στο έδαφος. Ανάλογα με το μικροκλίμα που επικρατεί στην περιοχή, η φύτευση των σπορόφυτων μπορεί να γίνει τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου. Η θερμοκρασία του περιβάλλοντος, δεν πρέπει να είναι χαμηλότερη από 12 βαθμούς Κελσίου. Κάτω από τους 12 βαθμούς Κελσίου, το φυτό παθαίνει ζημιές σε όλα τα στάδια της ανάπτυξής του (φύτρωμα, ανάπτυξη, καρποφορία). 

Κατά την μεταφύτευση, πρέπει να φυτευθούν πιο βαθιά από ότι ήταν στη γλάστρα ή το σακούλι τους. Καλύπτεται με χώμα ο μίσχος τους μέχρι και 1 με 2 εκατοστά κάτω από το τελευταίο φύλλο. Η τοματιά αναπτύσσει ρίζες στο μέρος του μίσχου που είναι κάτω από το χώμα, ενώ το φυτό θα στηριχθεί καλύτερα.

Το κλάδεμα είναι συνδυασμένο με την υποστύλωση-στήριξη της ντοματιάς. Η τομάτα με το κλάδεμα διαμορφώνεται σε μονοστέλεχο φυτό.

Αφαιρούνται όλοι οι πλάγιοι βλαστοί όταν το μήκος τους φτάσει τα 5 με 10 εκατοστά. Η αφαίρεση των νεαρών πλάγιων βλαστών γίνεται με το χέρι, επειδή είναι τρυφεροί και εύθραυστοι. Αφαιρώντας τους βλαστούς όσο ακόμη είναι μικροί, αποφεύγονται οι μεγάλες πληγές που επουλώνονται δύσκολα και αυξάνουν τον κίνδυνο μετάδοσης παθογόνων και μυκητιάσεων δια των πληγών.

Το κλάδεμα πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε εβδομάδα ώστε να αφαιρούνται οι πλευρικοί βλαστοί που παράγει συνεχώς το φυτό, ενώ παράλληλα το στέλεχος του φυτού πρέπει να υποστυλώνεται.

Οι τομάτες που κλαδεύονται, μπορούν να φυτευτούν σε κοντινές αποστάσεις.

Για επιτάχυνση της παραγωγής των καρπών εφαρμόζεται κορφολόγημα (αφαίρεση της κορυφής του φυτού), 1,5 με 2 μήνες πριν το τέλος της συγκομιδής. Το κορυφολόγημα εφαρμόζεται για να σταματήσει το φυτό να παράγει νέα φύλλα και ταξικαρπίες που δε θα προλάβουν να ωριμάσουν και παράλληλα για να αναγκαστεί να επιταχύνει την ωρίμανση των καρπών που ήδη έχει. Η κορυφή αφαιρείται μετά από 2-3 τουλάχιστον φύλλα από την τελευταία ταξιανθία του φυτού.

Καθώς τα φυτά μεγαλώνουν και όταν αρχίζει να ωριμάζει η πρώτη ταξικαρπία, αρχίζει και η διαδικασία της αποφύλλωσης, δηλαδή της αφαίρεσης των φύλλων που βρίσκονται κάτω από αυτήν. Η αποφύλλωση γίνεται για να επιτραπεί ο καλύτερος φωτισμός των καρπών που βρίσκονται κοντά στο στάδιο της ωρίμανσης, γιατί το άμεσο φως βελτιώνει την ποιότητα των καρπών.

Τα φύλλα στο στάδιο αυτό αφαιρούνται γιατί, καθώς αρχίζουν ή ήδη έχουν “γεράσει”, δε δέχονται αρκετό φωτισμό για φωτοσύνθεση και δε συνεισφέρουν στην παραγωγή. Η αποφύλλωση συνεχίζεται μετά τη συγκομιδή των καρπών της κατώτερης ταξικαρπίας και όταν αρχίζει να ωριμάζει η αμέσως επόμενη ταξικαρπία, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.

Το πότισμα γίνεται συνήθως με στάγδην άρδευση. Η τομάτα απαιτεί συχνά και σταθερά ποτίσματα. Το ακανόνιστο ή ελλειπές πότισμα στρεσάρει το φυτό και δημιουργεί ασθένειες.

Η τομάτα χρειάζεται υποστήλωση, η οποία γίνεται με καλάμια ή σπάγγο.

Ενώ στη συμβατική καλλιέργεια η απόδοση φτάνει μέχρι 15 τόνους ανά στρέμμα τον χρόνο, η ανώτατη απόδοση στη βιολογική δεν ξεπερνά τους 10 τόνους.

ΠΙΠΕΡΙΑ

Η λίπανση πρέπει να γίνεται με προσοχή στην καλλιέργεια αυτή επειδή είναι φυτό που έχει μεγάλες ανάγκες σε θρεπτικά στοιχεία. Η κοπριά πρέπει να χρησιμοποιείται στη λίπανση της πιπεριάς, σε ποσότητα 3-4 τόνους το στρέμμα. Στις υπαίθριες καλλιέργειες συνήθως δεν εφαρμόζεται κλάδεμα. 

Η πιπεριά μπορεί να καλλιεργηθεί σε έδαφος που μπορεί να είναι αμμώδες, αμμοπηλώδες ή πηλοαμμώδες. Θα πρέπει να έχει καλή στράγγιση, υψηλή περιεκτικότητα σε οργανική ουσία και ρΗ 6-7. Σε εδάφη που χαρακτηρίζονται από μεγάλη υγρασία ή αντίθετα είναι πολύ ξηρά, το φυτό ρίχνει τα άνθη του.

Τα φυτά της πιπεριάς αναπτύσσονται κανονικά σε θερμοκρασίες που κυμαίνονται από 16-18°C κατά τη νύχτα και 22-28°C την ημέρα. Οι θερμοκρασίες που βρίσκονται άνω των 30°C είναι ζημιογόνες επειδή προκαλούν πτώση των ανθέων.

Η πιπεριά πολλαπλασιάζεται με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο σε ατομικά γλαστράκια ή σε δίσκους και στη συνέχεια γίνεται μεταφύτευση των φυταρίων όταν αποκτήσουν 3-4 πραγματικά φύλλα, στην οριστική τους θέση στο χωράφι. Η σπορά γίνεται στις πρώιμες υπαίθριες καλλιέργειες σε θερμά σπορεία, τον Ιανουάριο και η μεταφύτευση στις αρχές της ανοίξεως. Στις όψιμες υπαίθριες καλλιέργειες η σπορά γίνεται σε ψυχρά σπορεία τον Μάρτιο-Απρίλιο.

Η προετοιμασία του χωραφιού αφορά όργωμα σε βάθος 30-40 cm.

Στις αρχές της άνοιξης και πριν από τη μεταφύτευση των φυτών πραγματοποιείται κατεργασία του εδάφους με φρέζα για την ενσωμάτωση της

χωνεμένης κοπριάς και την αφρατοποίηση του εδάφους μετά το χειμώνα.

Η πιπεριά είναι ιδιαίτερα απαιτητική σε νερό. Αλλά θα πρέπει ο παραγωγός να προσέχει τον τρόπο ποτίσματος επειδή όταν τα φύλλα βρέχονται έχουν αυξημένο κίνδυνο από μυκητολογικές ασθένειες, όπως είναι ο βοτρύτης.

ΦΑΣΟΛΙΑ

Είναι φυτό θερμής εποχής, ευπαθές στο ψύχος και καταστρέφεται όταν η θερμοκρασία είναι κάτω από -1 ˚ έως 2 ˚C. Επίσης, οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες και η ξηρασία δεν ευνοούν την παραγωγή φασολιών γιατί προκαλούν ανθόρροια την περίοδο της καρποφορίας.

Η φασολιά αναπτύσσεται και παράγει σε ποικίλα εδάφη, πρωτιμώνται όμως τα ελαφρά και θερμά για πρώιμη παραγωγή και τα γόνιμα, πλούσια σε οργανική ουσία που στραγγίζουν καλά, για υψηλές αποδόσεις. Το άριστο pH για την καλλιέργεια είναι 5,8 έως 6, δηλαδή τα ελαφρώς όξινα εδάφη. Τα εδάφη με αλκαλική αντίδραση θα πρέπει να αποφεύγονται. 

Το “νάνο” φασόλι, που συγκομίζεται μηχανικά, σπέρνεται σε γραμμές που απέχουν 30-60 cm, με απόσταση φυτών επί της γραμμής 15-25 cm. Οι αποστάσεις σποράς καθορίζονται με κριτήριο τη ζωηρότητα της ποικιλίας, τη γονιμότητα των εδαφών, καθώς και το μέγεθος των διαθεσίμων μηχανημάτων για καλλιέργεια και συγκομιδή. Σε σχετικά πειράματα βρέθηκε ότι ο ιδεώδης πληθυσμός φυτών ανά στρέμμα είναι περίπου 40.000.

Οι αναρριχώμενες ποικιλίες σπέρνονται είτε σε γραμμές είτε σε θέσεις. Οι γραμμές συνήθως απέχουν 100-120 cm και τα φυτά επί της γραμμής απέχουν 20-25 cm.

Μετά τη βλάστηση τα ποτίσματα γίνονται συχνά και με αρκετό νερό για να μεγαλώσουν τα φυτά γρήγορα και να ανθοφορήσουν. Στη συνέχεια τα ποτίσματα περιορίζονται γιατί η υπερβολική υγρασία στο έδαφος προκαλεί ανθόρροια.

Η συνιστώμενη ποσότητα βιολογικής λίπανσης ανά στρέμμα είναι 3 έως 4 τόνους ανά στρέμμα χωνεμένης κοπρίας. 

Μεγάλη προσοχή πρέπει να δίνεται στη συγκέντρωση αλάτων του νερού ποτίσματος και του εδάφους. Η φασολιά είναι από τα πιο ευπαθή λαχανικά στις συγκεντρώσεις αλάτων.

ΦΑΚΗ 

Η φακή είναι ξηρική καλλιέργεια και έχει ευρεία ζώνη προσαρμοστικότητας. Ανήκει στα είδη τα οποία προσαρμόζονται εύκολα σε διάφορα συστήματα αμειψισποράς, ενώ προτιμάται ιδιαίτερα στη βιολογική γεωργία. Ως ψυχανθές, δεν απαιτεί αζωτούχο λίπανση, ενώ αντίθετα προσθέτει μονάδες αζώτου για την επόμενη καλλιέργεια. Αντιδρά πολύ καλά στη φωσφορική λίπανση, η οποία είναι απαραίτητη για την επίτευξη υψηλών αποδόσεων. 

Η μεγάλη θρεπτική αξία της φακής οφείλεται στα εξαιρετικά συστατικά που περιέχει ο σπόρος, όπως πρωτεΐνες υψηλής βιολογικής αξίας (20-26%), σύνθετους υδατάνθρακες βραδείας απορρόφησης (55-60%), φυτικές ίνες, χαμηλά λιπαρά (2%), φολικό οξύ, φώσφορο, σίδηρο και βιταμίνες του συμπλέγματος Β.

Οι ποικιλίες της φακής που καλλιεργούνται στην Ελλάδα και προτιμούνται από τους Έλληνες καταναλωτές διακρίνονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Τις λεπτόσπερμες (ψιλές φακές) που έχουν βάρος 1000 σπόρων μικρότερο από 50 γραμμάρια και τις πλατύσπερμες (χοντρές ή μεγάλες φακές) που έχουν βάρος χιλίων σπόρων μεγαλύτερο από 60 γραμμάρια. 

ΠΑΤΑΤΑ

Η πατάτα ευδοκιμεί σε ελαφρά και βαθιά εδάφη με άφθονη οργανική ουσία και με pH 5 έως 6,5. Στα παραπάνω εδάφη είναι όχι μόνο παραγωγική αλλά και πολύ νόστιμη. 

Οι καλλιεργητές πατάτας πρέπει να αποφεύγουν τα χωράφια όπου παρουσιάστηκαν στην πατάτα προσβολές από νηματώδεις ή από το βακτήριο καραντίνας. Στα χωράφια αυτά καλλιεργούμε σιτηρά ή ψυχανθή τουλάχιστον επί μία τριετία. Η προετοιμασία των χωραφιών γίνεται επιμελημένη. Όλα τα υπολείμματα της παλαιάς φυτείας πατάτας, ή της όποιας προηγούμενης καλλιέργειας, απομακρύνονται. Καταπολεμούμε τα ζιζάνια, καθώς και τα αυτοφυή φυτά πατάτας από ξεχασμένους παλαιούς κονδύλους.

Η κύρια καλλιέργεια πατάτας είναι η λεγόμενη ανοιξιάτικη. Η εγκατάσταση καλλιέργειας πατάτας πρέπει να γίνει με πιστοποιημένο πατατόσπορο από καταστήματα γεωργικών εφοδίων που έχουν άδεια εμπορίας πολλαπλασιαστικού υλικού από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης.  Χρησιμοποιούμε για φύτευση τους κονδύλους ολόκληρους. Εάν χρειάζεται να τους τεμαχίσουμε τότε απολυμαίνουμε (μετά από κάθε κοπή) το μαχαίρι σε μπλε οινόπνευμα ή σε υδατικό διάλυμα φορμόλης 5%.  Τα φύτρα των κονδύλων πρέπει να είναι κοντόχοντρα και γερά, μήκους περίπου 1,5 εκ. Η φύτευση των κονδύλων της πατάτας γίνεται όταν το έδαφος έχει θερμοκρασία πάνω από 5ο C. Φυτεύουμε προβλαστημένους πατατόσπορους. Τα φύτρα του πατατόσπορου αναπτύσσονται στους 5ο με 10ο C θερμοκρασία. Στη συνέχεια η άριστη θερμοκρασία για την ανάπτυξη των φυτών της πατάτας είναι 21ο – 22ο C. Χαμηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της βλάστησης καθυστερούν την ανάπτυξη, ενώ συγχρόνως ευνοούν την ανάπτυξη βακτηριολογικών και μυκητολογικών ασθενειών. Η φυτεία της πατάτας δεν αντέχει σε θερμοκρασίες κάτω του -1ο C.

H εκλογή της πιο κατάλληλης απόστασης στο φύτεµα της πατάτας συµβάλλει, όχι µόνο στην αύξηση της ποσότητας, αλλά και στη βελτίωση της ποιότητας της παραγωγής. H απόσταση µεταξύ των γραµµών συνήθως είναι 70-75 cm., ενώ πάνω στην γραμμή ανάλογα με την ποικιλία 30-40 cm.

ΚΡΕΜΜΥΔΙΑ

Το κρεμμύδι χαρακτηρίζεται ως φυτό ψυχρής εποχής και διακρίνεται για την ανθεκτικότητά του στις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα. Η άριστη για την ανάπτυξη του φυτού μέση θερμοκρασία αέρος είναι 13-25 ο C και εδάφους 20-27 ο C. Για την επίτευξη υψηλών αποδόσεων και καλής ποιότητας, απαιτούνται σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες κατά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης του φυτού, ενώ κατά τη βολβοποίηση, τη συγκομιδή και τη μεθωρίμανση είναι επιθυμητές σχετικά υψηλές θερμοκρασίες. 

Όσον αφορά το έδαφος, το κρεμμύδι αναπτύσσεται σχεδόν σε όλους τους τύπους εδαφών. Αποδίδει όμως πολύ καλύτερα σε εδάφη ελαφράς έως μέσης σύστασης, γόνιμα, πλούσια σε οργανική ουσία, καλά στραγγιζόμενα, που συγκρατούν όμως ικανοποιητική υγρασία στο ριζόστρωμα και είναι αρκετά εύθρυπτα, ώστε να επιτρέπεται ανενόχλητα η ανάπτυξη του βολβού. 

Προτιμάει ουδέτερη ή ελαφρά όξινη αντίδραση του εδάφους (pH 6-7). Πρέπει να αποφεύγονται τα χαλικώδη, αλατούχα και τα πολύ βαριά πηλώδη εδάφη. 

Η παραγωγή βολβών για νωπή κατανάλωση μπορεί να γίνει είτε με απευθείας σπορά στο χωράφι, είτε με φύτευση κοκκαριού, είτε με μεταφύτευση στο χωράφι νεαρών φυταρίων, τα οποία αναπτύσσονται στο σπορείο.

Η μέση απόδοση μιας βιολογικής καλλιέργειας για ξερό κρεμμύδι εξαρτάται αρκετά και από την εποχή καλλιέργειας. Έτσι κυμαίνεται μεταξύ των 3-4 τόνους στο στρέμμα στις ανοιξιάτικες καλλιέργειες και μπορεί να φτάσει τους 6 τόνους στο στρέμμα στις φθινοπωρινές καλλιέργειες λόγω των διαφορετικών ποικιλιών και υβριδίων, που χρησιμοποιούνται.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΕΣ

Τριανταφυλλιά η δαμασκηνή

Η τριανταφυλλιά η δαμασκηνή είναι φυτό της εύκρατης ζώνης, έχοντας ευρέα όρια αντοχής στις χαμηλές και υψηλές θερμοκρασίας. Είναι φυλλοβόλο φυτό που αντέχει το χειμώνα σε χαμηλές θερμοκρασίες μέχρι -15 ˚C αρκεί να μην είναι εκτεθειμένη σε παγερούς ανέμους. To καλοκαίρι αντέχει στις υψηλές θερμοκρασίες, αλλά προτιμά τις θερμοκρασίες ημέρας 17-24 ˚C. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε ποικιλία εδαφών εκτός από τα συμπαγή, ή τα πολύ αμμώδη. Προτιμά τα εδάφη μέσης σύστασης με pH 6,5-7,5 σε υψόμετρο έως 600 μ. ή και ψηλότερα. Όταν το έδαφος της καλλιέργειάς της είναι βαθύ και σχετικά γόνιμο δε χρειάζεται λιπάνσεις. Είναι λιγότερο  απαιτητική σε νερό από τις καλλωπιστικές ποικιλίες. Έτσι σε περιοχές με αρκετή βροχόπτωση μπορεί να καλλιεργηθεί και σε χωράφια μη αρδευόμενα. Καλύτερες αποδόσεις παίρνονται από μέτρια αρδευόμενες καλλιέργειες.

Η φυτεία τριανταφυλλιάς έρχεται σε πλήρη απόδοση το τέταρτο έτος, ενώ η ανθοφορία της αρχίζει το δεύτερο. Η μέση στρεμματική απόδοση σε φυτεία πλήρους ανάπτυξης είναι περίπου 400 κιλά νωπά ροδοπέταλα. Για την παραγωγή 1 λίτρου ροδέλαιου απαιτούνται να αποσταχθούν με ατμό 3-5 τόνοι ροδοπέταλα.

Η συγκομιδή αρχίζει τις πολύ πρωινές ώρες και σταματά κατά τις 10 η ώρα. Η καλύτερη συγκομιδή γίνεται όταν το σύνολο των πετάλων πιάνονται με τα τρία δάκτυλα και αφαιρούνται αφήνοντας στο φυτό τον κάλυκα με τους στήμονες. Οι τυχόν συλλεχθέντες στήμονες, ή άλλα μέρη του άνθους εκτός των πετάλων αφαιρούνται πριν την απόσταξη και κατόπιν τα ροδοπέταλα μεταφέρονται στους αποστακτήρες για την παραλαβή του ροδέλαιου.

Βιβλιογραφία: